Της Έλενας Χουζούρη
Ο Βλάντισλάβ Μπάγιατς [Βελιγράδι, 1954], συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης, συστήθηκε για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με το μυθιστόρημά του Ο Μέγας Αλέξανδρος στη χώρα των Κελτών [Κέδρος], όπου, εκτός των άλλων, ο Μακεδόνας στρατηλάτης ανοίγει έναν άκρως ενδιαφέροντα και διαχρονικό διάλογο μ έναν Δρυίδη.
Σημειώνω ότι οι Κέλτες είχαν φτάσει μέχρι τα νότια Βαλκάνια. Μ’ άλλα λόγια ο Μπάγιατς επινοεί μια συνάντηση και μια συνομιλία εντελώς διαφορετικών πολιτισμών και φιλοσοφιών, αναζητώντας τα συνδετικά και όχι τα αποσυνδετικά τους στοιχεία και μάλιστα στο τόσο εύθραυστο έδαφος των Βαλκανίων. Στο δεύτερο μυθιστόρημά του η ιδέα αυτή παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις με επίκεντρο το ζήτημα του δυισμού και της διπλής ταυτότητας σε επίπεδο εθνοτικό, γλωσσικό, θρησκευτικό.
Η πρώτη ερώτηση που μπορεί να κάνει ο αναγνώστης όταν διαβάσει τον τίτλο του μυθιστορήματος είναι: Πώς είναι δυνατόν ένα χαμάμ να λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος για τα Βαλκάνια [Νοτιοανατολική Ευρώπη τα λέμε σήμερα]; Και η δεύτερη ερώτηση: Πώς είναι δυνατόν ένα χαμάμ να πυροδοτήσει την μετατροπή της λογοτεχνίας σε Ιστορία και να ωθήσει τη φαντασία να γίνει Γεγονός;
Ο Μπάγιατς έχει τις απαντήσεις στο πολυσύνθετο, πολυεπίπεδο μυθιστόρημά του. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Σε καμιά περίπτωση [ας τελειώνουμε πια μ αυτήν την εύκολη και εν πολλοίς ανόητη κατηγοριοποίηση]. Το μυθιστόρημα του Μπάγιατς είναι υποδειγματικά μεταμοντέρνο. Άλλωστε κάτω από τον τίτλο του μυθιστορήματος υπάρχει κι ένας –ας πούμε– υπότιτλος που υπονοεί πολλά όπως θα δούμε: [Μυθιστόρημα και άλλα διηγήματα]. Πραγματικά ο Σέρβος συγγραφέας καταφέρνει να εγκιβωτίζει στο μυθιστόρημά του τόσο το παρελθόν -ας το πούμε Ιστορία- όσο και το παρόν –ας το πούμε «άλλα διηγήματα»- δίνοντας, χάρη σε μια εναλλασσόμενη, διαπλεκόμενη αφήγηση, απρόσμενες διαστάσεις στο χρόνο και το χώρο.
Ο χώρος του παρελθόντος; Τα Οθωμανικά Βαλκάνια και κυρίως, η Βοσνία, το Βελιγράδι, η Κωνσταντινού-πολη. Ο ακριβής μυθιστορηματικός χρόνος; Οι ένδοξες δεκαετίες της εξουσίας του Σουλειμάν του Μεγαλοπρεπούς, του Κανούν τουρκιστί, δηλαδή του Νομοθέτη και λίγο μετά τον θάνατό του, τουτέστιν 16ος αιώνας. Σημαδιακός σταθμός, η ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571, οπόταν ο Οθωμανικός στόλος νικήθηκε από τον στόλο των Ενωμένων Ευρωπαίων.
Ήρωες: Ο, επί 14 συναπτά έτη, Μέγας Βεζίρης Αχμέτ Σοκολού, δηλαδή το οθωμανικό, μουσουλμανικό προσωπείο του Σερβοβόσνιου-χριστιανού Μπάγιτσα Σοκόλοβιτς, αρπαγμένου στα 18 του από ένα μοναστήρι της Βοσνίας, στο γνωστό σε όλους τους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής επικράτειαςπαιδομάζωμα. Ο περίφημος αρχιτέκτονας του αρχιτεκτονικού οθωμανικού μεγαλείου, Μιαμάρ Γιουσούφ Σινάν, δηλαδή το οθωμανικό-μουσουλμανικό προσωπείο του Έλληνα-χριστιανού Ιωσήφ από ένα ελληνικό χωριό της Μικράς Ασίας, αρπαγμένος επίσης στο παιδομάζωμα.
Ο χώρος του παρόντος; Ένα χαμάμ, κάπου στη σημερινή Βοσνία αλλά και όπου αλλού οδηγείται η φαντασία του συγγραφέα.
Ήρωες; Δύο σύγχρονοι συγγραφείς. Ο Σέρβος Β. Μπ. [εμφανώς παιχνίδι του Μπάγιατς με το μυθιστορηματικό του προσωπείο] και ο Τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ. Με κοινό σερβο-τουρκικό, δηλαδή, οθωμανικό, ιστορικό παρελθόν και οι δύο. Κοινό θέμα παρελθόντος-παρόντος; Οι δύο ταυτότητες στο ίδιο πρόσωπο. Σύγκρουση ή σύνθεση; Δημιουργικός ή καταστροφικός δυισμός; Πώς βιώνουν, πώς διαχειρίζονται τον δυισμό τους οι δύο κεντρικοί ήρωες του μυθιστορήματος; Ο Αχμετ-Μπάγιτσα και ο Γιουσούφ-Ιωσήφ; Πώς αντιμετωπίζουν το ίδιο θέμα, κοιτάζοντάς το από το σήμερα οι δύο συγγραφείς, καθώς σχολιάζουν τα όσα «πράττουν» ή «λένε» ο Μπάγιτσα και ο Σινάν, πληροφορούν τον αναγνώστη για άγνωστες, ή σχεδόν, πλευρές και λειτουργίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν το όνειρο του Σουλειμάν ήταν η κατάκτηση της Βιέννης, δηλαδή της Ευρώπης-Δύσης. Παρενθετικά σημειώνω ότι η επιλογή του Παμούκ, ως μυθιστορηματικής περσόνας, δεν είναι τυχαία. Ο νομπελίστας Τούρκος συγγραφέας είναι κατ’ εξοχήν συνομιλητής της Ανατολής με τη Δύση μέσα από το έργο του.
Και το χαμάμ; Τι ρόλο παίζει μέσα στο μυθιστόρημα και πώς δικαιολογεί τον τίτλο; Στις δύο πρώτες σελίδες, πριν την έναρξη του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας επιχειρεί μια επικούρεια αντιμετώπιση του χαμάμ υπό τον τίτλο Το χαμάμ ή η δεξιοτεχνία της ύπαρξης. Υπό την επικούρεια λοιπόν έννοια το χαμάμ είναι μια μορφή απόλαυσης, τέρψης και χαλάρωσης σωματικής και ψυχικής, ένας γενικότερος εξαγνισμός και καθαρμός. Όσο για τους λαούς των Βαλκανίων, ο Μπάγιατς μας πληροφορεί ότι αυτοί πάντα ήταν φαν του Επίκουρου, τουτέστιν είχαν, έχουν -και εύχομαι να εξακολουθήσουν να έχουν- μια τάση προς τον ηδονισμό και τις απολαύσεις! Αυτή είναι η μία πλευρά, η φιλοσοφική, η άλλη είναι απολύτως γήινη και αφορά τα χαμάμ που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια σε ολόκληρη την Οθωμανική Επικράτεια κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Σουλειμάν.
Πώς κι έτσι; Ο Σουλειμάν παρόλο που ήταν Μεγαλοπρεπής δεν ήθελε να απολαμβάνει μόνον αυτός τις χάρες και τις απολαύσεις του νερού στο προσωπικό του χαμάμ αλλά όλοι οι υπήκοοί του. Έδωσε λοιπόν εντολή στον αρχιτέκτονα Σινάν να σχεδιάσει και να ανεγείρει χαμάμ παντού. Ο αυτοκρατορικός χρηματοδότης ήταν ο Μέγας Βεζίρης Αχμέτ-Μπάγιτσα Σοκόλοβιτς που είχε στο μεταξύ αναπτύξει μια γερή φιλία με τον Σινάν. Έτσι τα χαμάμ, ένα μουσουλμανικο-χριστιανικό-τουρκικό-σερβικό-ελληνικό δημιούργημα συμβολίζουν τον στέρεο πολιτισμικό κρίκο των εθνοτήτων, των γλωσσών και των θρησκειών της άγνωστης –και εν πολλοίς παρεξηγημένης- Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Να σημειώσω ότι Σοκόλοβιτς χρηματοδότης και Σινάν αρχιτέκτονας έσπειραν γεφύρια, βρύσες, υδραγωγεία κ.λπ. σε όλα τα Βαλκάνια. Το περίφημο γεφύρι του Δρίνου, γνωστό σε μας από το ομότιτλο μυθιστόρημα του νομπελίστα Σερβοβόσνιου συγγραφέα Ίβο Άντριτς, στη συνεργασία των δύο ανδρών οφείλεται. Αυτός είναι ο κύριος κορμός του μυθιστορήματος του Μπάγιατς. Τα παρακλάδια του όμως –τα άλλα διηγήματα όπως τα ονομάζει- καθώς και οι αφηγηματικές τεχνικές που μετέρχεται είναι πολύ περισσότερες καθώς το παρόν εισχωρεί μέσα από ποικίλους προβληματισμούς, από την πολιτική έως την λογοτεχνία, τον κόσμο και τους ανθρώπους της. Εκεί «παίζουν» ό Μπόρχες, ο Ερνέστο Καρδενάλ, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ακόμα κι ένας αρχηγός της… ΕΤΑ. Και βέβαια σ ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του, δεν είναι δυνατόν να μην παρακολουθεί ο αναγνώστης πώς ό συγγραφέας του το στήνει, υπονομεύοντας έτσι και την υποτιθέμενη αληθοφάνειά του. Μπορεί να φαίνονται μπερδεμένα όλα αυτά, αλλά ο Σέρβος συγγραφέας καταφέρνει να τα συνδυάσει περίφημα. Τίποτε δεν περισσεύει και τίποτε δεν είναι λιγότερο. Όταν το τελειώνεις δεν έχεις μόνον επιβεβαιώσει τη σχέση σου –ως Βαλκάνιος και δη Έλληνας- με τον Επίκουρο αλλά έχεις εισχωρήσει σ έναν κόσμο που σε κάνει να σκεφτείς και να αναρωτηθείς για πολλά. Ένα μπράβο και στην μεταφράστρια Μαρία Κεσίνη.
Βλαντισλάβ Μπάγιατς
Μτφρ. Μαρία Κεσίνη
Κέρδος 2011