Για τη συλλογή αφηγημάτων του Bertolt Brecht «Διάλογοι προσφύγων» (μτφρ. Δέσποινα Σκούρτη, εκδ. Κριτική).
Του Νίκου Ξένιου
Μέσα από έντονη πνευματική ζύμωση προέκυψαν, το 1939, οι Διάλογοι προσφύγων του Μπέρτολτ Μπρεχτ, που δεν βασίζονται σε ένα μόνο θέμα ή μια ιστορία, αλλά στον πολλαπλασιασμό παράπλευρων ιστοριών. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδ. Κριτική, σε δόκιμη μετάφραση (και με επίμετρο) της Δέσποινας Σκούρτη.
Ο Μπρεχτ εγκατέλειψε το Βερολίνο το 1933, την επομένη της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ, πηδώντας σε ένα τρένο για την Πράγα με τη σύζυγό του Χέλεν Βάιγκελ. Το διαμέρισμά του στο Βερολίνο ερευνήθηκε από την αστυνομία την ίδια μέρα που τράπηκε σε φυγή. Κατευθύνθηκε στην Ελβετία, διέμεινε στο Παρίσι για αρκετές εβδομάδες, γρήγορα μετακινήθηκε σ’ ένα αγροτόσπιτο του Σβέντμποργκ της Δανίας, όπου έγραψε το 1939 τη Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της και τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν, ενώ το 1940 έφτασε στη Φινλανδία. Εκεί τον φιλοξένησε επί τέσσερις μήνες στο κτήμα της η συγγραφέας Χέλλα Βουολιγιόκι, ένα θεατρικό έργο της οποίας τον ενέπνευσε στο θεατρικό του έργο Ο κύριος Πούντιλα και ο άνθρωπός του ο Μάττι.
Εκτός από τις οφειλές του στην Βουολιγιόκι, το έργο αυτό παραπέμπει σαφέστατα στη Δεσποινίδα Τζούλια του Στρίντμπεργκ, ενώ παρωδεί και μια σκηνή από τον Δον Ζουάν του Μολιέρου (το ζεύγος αφέντη και υπηρέτη). Ο Μπρεχτ δεν έκρυψε τις επιρροές που δέχτηκε από τα «Φώτα της πόλης» του Τσάρλι Τσάπλιν, καθώς και από ένα έργο του τέλους του δέκατου όγδοου αιώνα: το Jacques le Fataliste του Ντενίς Ντιντερό, γνωστό στη Γερμανία χάρη στις μεταφράσεις των Schiller (1785) και Mylius (1792). Από εκεί πηγάζουν οι έντονες επιρροές ως προς το μείγμα των ειδών, τις παρεκβάσεις του και τη θραύση της ρομαντικής ψευδαίσθησης[1]. Tο έργο του Ντιντερό έδωσε την έμπνευση στο κείμενο του Μπρεχτ, αρκετές σημαντικές πτυχές του οποίου μεταπλάθουν γνωρίσματα του Jacques le Fataliste.
Ο Μπρεχτ εγκατέλειψε το Βερολίνο το 1933, την επομένη της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ, πηδώντας σε ένα τρένο για την Πράγα με τη σύζυγό του Χέλεν Βάιγκελ. Το διαμέρισμά του στο Βερολίνο ερευνήθηκε από την αστυνομία την ίδια μέρα που τράπηκε σε φυγή.
Όταν τελικά έφυγε από τη Φινλανδία στα μέσα Μαΐου 1941 για τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της Μόσχας και του Τρανσιβηρικού Σιδηροδρόμου για να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο για την Καλιφόρνια στο Βλαδιβοστόκ, ο Μπρεχτ είχε ολοκληρώσει 15 από τους Διαλόγους. Όταν εγκαταστάθηκε στη Σάντα Μόνικα (1942), ξαναέσκυψε στο έργο, προσθέτοντας τους διαλόγους 8, 14, 15 και 17. Μικρά αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν έπειτα από τον θάνατό του το 1957 και το 1958, και το ολοκληρωμένο κείμενο μόλις το 1961.
Η διαλεκτική στους «Διαλόγους προσφύγων»
Οι Διάλογοι διαμείβονται μεταξύ δύο Γερμανών εξόριστων στη Φινλανδία, που δραπετεύουν από τα τάγματα των Ναζί: του μεγαλόσωμου πολυλογά Τσίφελ, μέλους της αστικής ιντελιγκέντσια, και του κοντόχοντρου Κάλε, ενός χαμηλών τόνων αλλά υψηλής αντίληψης σκεπτικιστή και κυνικού θυμόσοφου (το όνομα του οποίου παραπέμπει στον Καρλ Μαρξ, ενώ είναι και το όνομα του υπηρέτη στο έργο του Μπρεχτ Ο κύριος Πούντιλα και ο άνθρωπός του ο Μάττι). Και οι δύο είναι αντιφασίστες και υιοθετούν επιφυλακτικό, συγκεκαλυμμένο ύφος επικοινωνίας, που κύριο γνώρισμά του είναι ένας αποστασιοποιημένος[2] σαρκασμός:
Κάλε
«Μην είστε τόσο εύθικτος, δεν με πειράζει να τρώτε καλά και να χορταίνετε φαΐ. Στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας μπορεί και να το ’χουν για αμαρτία να πεινάς, εμείς όμως δεν το ’χουμε για αμαρτία να χορταίνεις φαγάκι». (σελ. 22)
Οι δεινές συνθήκες της επιβίωσης στον άξενο τόπο όπου βρίσκονται (σ’ ένα καφενείο ενός σιδηροδρομικού σταθμού μιας άγνωστης, κατ’ ουσίαν, πόλης) υπογραμμίζουν χιουμοριστικά την αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που «πράγματι συμβαίνει» και σε αυτό που «θα ’πρεπε να συμβαίνει». Η επικοινωνία του Τσίφελ με τον Κάλε έχει τη σφραγίδα του εφήμερου, του παροδικού, όπως είναι και η συνθήκη της ζωής τους στην προσφυγιά. Ο πρώτος «Διάλογος» καθορίζει τον τόνο: η αποτίμηση της ουσίας των υλικών πραγμάτων (τα υλικά πράγματα αντλούν την ουσία της ύπαρξής τους από την αναφορά τους στον ανθρώπινο παράγοντα) καταλήγει σε κοινή συμφωνία ως προς την υψηλή νοηματοδότηση που κάθε φασίστας δίνει στην ευταξία. Σταδιακά επέρχεται η εξοικείωση των δυο διαλεγομένων και το αποτέλεσμα είναι το να προβούν σε συγκεκριμένη κοινή δράση. Η διαλεκτική είναι ο ιδιαίτερος τρόπος κατανόησης της πραγματικότητας που βασίζεται σε μια συνεπή αίσθηση μη ταυτότητας, επομένως συνιστά προνομιακή ιδιότητα του πρόσφυγα: π.χ. ο Κάλε δηλώνει πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε παραπάνω από μηχανικός κάτοχος ενός διαβατηρίου, και πως το σημαντικό είναι το ίδιο το διαβατήριο:
Κάλε
«Το διαβατήριο είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος. Επιπλέον, δεν προκύπτει τόσο απλά όσο ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος μπορεί να πάει οπουδήποτε στον κόσμο, με τον πιο απερίσκεπτο τρόπο και χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, δεν γίνεται όμως το ίδιο και με ένα διαβατήριο. Αν λοιπόν είναι καλό, η ισχύς του θα αναγνωριστεί, ενώ όσο καλός κι αν είναι ένας άνθρωπος, η αξία του μπορεί να μην αναγνωριστεί ποτέ». (σελ.12)
Θέση – Αντίθεση – Σύνθεση
Πότε πότε οι απόψεις των δύο διαλεγόμενων αναιρούνται με το που διατυπώνονται, πράγμα που είναι σύμφωνο με τη ροϊκότητα του χρόνου της ζωής τους και εντάσσεται σε μιαν «ορθολογική στρατηγική» λόγου: για παράδειγμα, στον δεύτερο «Διάλογο», ο Τσίφελ εκφράζει την πρόθεση να γράψει τα απομνημονεύματά του, αμέσως όμως μετά μετανιώνει γι’αυτό – σε μια τυπική διαλεκτική αντιστροφή. Της γρήγορης αποκήρυξης μιας τοποθέτησης ακολουθεί ο αναστοχασμός, κατάλληλος στο να ολοκληρώσει το τριγωνικό σχήμα της διαλεκτικής σκέψης: η σύνθεση έρχεται στον τρίτο «Διάλογο» που παρουσιάζει τη σχολική εκπαίδευση του Τσίφελ στην αυτοκρατορική Γερμανία πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια εμμονή του Μπρεχτ στη συγγραφή επιστολικού μυθιστορήματος «πέρασε» στους «Διαλόγους» 1-13, όπου ο Τσίφελ αναγνωρίζει τη βαρύτητα της ατομικής εμπειρίας και παρεθέτει ειρωνικά στον Κάλε τις αρετές που απέδιδε στους Ελβετούς, τους Γάλλους, τους Δανούς, τους Σουηδούς και τους Φινλανδούς, δηλαδή στους κατοίκους των χωρών που τον φιλοξένησαν ανάμεσα στο 1933 και το 1940. Το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο αυτών των ταξιδιών μεταπλάστηκε σε υλικό των απομνημονευμάτων του Τσίφελ στους «Διαλόγους» 3, 4 και 5.
Ένας «ασήμαντος άνθρωπος» εξελίσσεται σε ολοκληρωμένο άνθρωπο, σύμφωνα με την παράδοση του γερμανικού Bildungsroman: όμως ο αστός παραμένει ανίκανος να συνθέσει μιαν ολοκληρωμένη αφήγηση και ο συγγραφέας αδυνατεί, επίσης, να καταγράψει μια ολοκληρωμένη δράση, με σαφή ταξικό προσδιορισμό.
Ο τέταρτος «Διάλογος» αναφέρεται στην πρώτη ερωτική εμπειρία ενός εφήβου, σε στυλ τηλεγραφικό και υφολογικά αθυρόστομο (ιδιαίτερα στα σημεία όπου αποκαλύπτεται η ουσία της πορνογραφικής ματιάς). Στον πέμπτο «Διάλογο» ο Τσίφελ αναφέρεται στην εκπαίδευσή του ως φυσικού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, στις συνέπειες του κραχ της αγοράς το 1929 και στην αυξανόμενη ναζιστική απειλή. Ένας «ασήμαντος άνθρωπος» εξελίσσεται σε ολοκληρωμένο άνθρωπο, σύμφωνα με την παράδοση του γερμανικού Bildungsroman: όμως ο αστός παραμένει ανίκανος να συνθέσει μιαν ολοκληρωμένη αφήγηση και ο συγγραφέας αδυνατεί, επίσης, να καταγράψει μια ολοκληρωμένη δράση, με σαφή ταξικό προσδιορισμό. Παραμένει «ασήμαντος» για την εποχή μας, μιαν εποχή απρόσφορη για τους αντιήρωες.
Η προφορικότητα είναι ταυτόσημη με τον παροδικό, ρευστό χαρακτήρα της ταυτότητας του αστού, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την επικριτική στάση του Κάλε έναντι του «απολιτίκ» Τσίφελ στον έβδομο «Διάλογο». Στον όγδοο «Διάλογο» τίθενται επί τάπητος ο ιστορικός ρόλος του προλεταριάτου, ο ρόλος του συνδικαλιστή, η εμπειρία του Άουσβιτς: μετά τον ένατο «Διάλογο», ο Τσίφελ απλώς θα αναφέρει το τι τράβηξε ως πρόσφυγας, δίνοντας έδαφος για σχόλια στον Κάλε. Οι δύο τελευταίοι «Διάλογοι», που ο Μπρεχτ τους ολοκλήρωσε πριν φύγει από τη Φινλανδία, διακόπτονται από τρεις ακόμη Διαλόγους που τους εισήγαγε αργότερα στις ΗΠΑ (14, 15 και 17).
Κειμενική μεταστοιχείωση του περιπλανώμενου θυμόσοφου
Η ιστορικότητα θέτει τον Κάλε σε θέση υπεροχής: ο πρώην μικροαστός Τσίφελ δέχεται ανεπιφύλακτα να συνεργαστεί με τον Κάλε σε μια εταιρεία «εξολόθρευσης εντόμων»: ο Μπρεχτ κάνει υπαινιγμό για το «Λαϊκό Μέτωπο» που υποστήριξε στα χρόνια της εξορίας του μετά το 1937, συγκεντρώνοντας τους αστούς διανοούμενους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους υπεράνω ταξικής πάλης και τους ταξικά συνειδητοποιημένους προλετάριους σε ενιαίο αγώνα ενάντια στα «έντομα», δηλαδή τα παράσιτα του φασισμού και καπιταλισμού που τον παράγει. Στον δέκατο όγδοο «Διάλογο» φαίνεται πως η μοναδική λύση που διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι ένας ασαφής Σοσιαλισμός, εφόσον η εμπιστοσύνη στη Σοβιετική Ένωση εμφανίζεται ως κλονισμένη.
Τα πιο γνωστά έργα του ο Μπρεχτ τα έγραψε στην εξορία, ενώ κατά την παραμονή του στη Σουηδία σχεδίαζε, μαζί με άλλους εξόριστους διανοουμένους, να συγγράψει ένα «λεξικό ορολογίας του φασισμού». Επίσης σχεδίαζε ένα σατιρικό επιστολικό μυθιστόρημα με τίτλο «Το ταξίδι γύρω από τη Γερμανία», επηρεασμένος ίσως από τα Περσικά Γράμματα του Μοντεσκιέ (“Lettres persanes”, 1721) ή τις Ταξιδιωτικές Εικόνες του Χάινριχ Χάινε (“Reisebilder”, 1826). Φλέρταρε με την περσόνα ενός απλοϊκού τύπου flâneur, που μετακινείται από τη μια χώρα στην άλλη, αναζητώντας ένα ουτοπικό μέρος για να εγκατασταθεί, κάποιον σαν τον Καντίντ του Βολταίρου ή τον Γκιούλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ.
Τα ποιήματά του της περιόδου της εξορίας αντανακλούν την προσωπική προσπάθεια του συγγραφέα να ενσωματωθεί στο περιβάλλον μιας ξένης χώρας βιώνοντας παράλληλα την ετερότητα. Για τον στρατευμένο συγγραφέα, η μη δηλωμένη πρόθεση μετακίνησης (o «λανθάνων αναχωρητισμός»), η ανωνυμία, η απώλεια της οικειότητας που χαρίζει η κανονικότητα μιας πατρίδας, η απώλεια της κοινωνικής και επαγγελματικής υπόστασης, η ένταξη του ανθρώπου σε ένα διαρκώς μετακινούμενο, απροσδιόριστο, ασαφές σύνολο ανθρώπων που συγκαταλέγονται υπό την ιδιότητα του «πρόσφυγα», όλα αυτά συνθέτουν (κατά ειρωνικό τρόπο) μια προνομιακή ικανότητα άσκησης στη διαλεκτική. Οι διαλεγόμενοι στους Διαλόγους προσφύγων είναι πολιτικοί πρόσφυγες και οι αποφάνσεις τους είναι δοσμένες κατά τρόπον ώστε να μην παγιώνονται ως θέσεις, αλλά να προσφέρονται στον αποστασιοποιημένο αναγνώστη αμφίσημα, ως αφορμή διαλεκτικής σκέψης. Ο Τσίφελ και ο Κάλε δεν είναι ηρωικές φιγούρες, αλλ’ αντιπροσωπευτικοί «θεατρικοί» χαρακτήρες του Μπρεχτ, διφορούμενοι όπως η Μάνα Κουράγιο, ο Γαλιλαίος και ο Πουντίλα, εκπρόσωποι της μαρξιστικής ηθικής – στον βαθμό που η ταυτότητά τους προσδιορίζεται με κριτήριο τις ενέργειές τους. Πρόκειται για φιλοσοφικούς Διαλόγους που αφορούν την επιβίωση σε σκοτεινούς καιρούς: θέμα πιο επίκαιρο από ποτέ!
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Σημειώσεις
[1] Το ενδιαφέρον του Jacques le Fataliste δεν βρίσκεται μόνο στην ιστορία, αλλά και στις παρενθέσεις που εισάγει ο Ντιντερό για να τοποθετηθεί σχετικά με τον ηθικό σχετικισμό, την κριτική της Εκκλησίας, τον υλισμό ή τη σεξουαλικότητα. Εκτός από την κοινωνική κριτική, ο Ντιντερό βρίσκει την ευκαιρία να περιλάβει τη μοιρολατρική διδασκαλία στο μυθιστόρημά του. Ο Ζακ πιστεύει ότι ο κόσμος διέπεται από τη μοιρολατρία, επιβεβαιώνοντας ότι τα γεγονότα καθορίζονται από την αρχή της αιτιότητας. Επομένως, οι πράξεις αναιρούν την αρχή της ελεύθερης βούλησης. Οι άνθρωποι δεν ενεργούν με τη θέλησή τους αλλά, ασυνείδητα, καθορίζονται από αναρίθμητα, περισσότερο ή λιγότερο κρυφά κίνητρα. Πρόκειται για μια μορφή ντετερμινισμού όπου παρεμβαίνει η ανθρώπινη δράση.
[2] Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «αποστασιοποίηση» για να αποδώσω τον γερμανικό όρο του Μπρεχτ “Verfremdungseffekt”: «αποξενωμένη παράσταση που επιτρέπει την αναγνώριση του αντικειμένου, αλλά ταυτόχρονα το κάνει να φαίνεται ξένο» (Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μικρό Όργανο για το Θέατρο, εκδ. Πλειάς, 1974)