Για το μυθιστόρημα «Οι κεφαλές του Κέρβερου» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος) της Φράνσις Στίβενς που κυκλοφορεία από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Στην κεντρική φωτογραφία, η συγγραφέας.
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Γεννημένη το 1884, η Φράνσις Στίβενς είναι ένα λογοτεχνικό αξιοπερίεργο — και ένα αίνιγμα μαζί. Πρώτα-πρώτα, «Φράνσις Στίβενς» είναι το ανδρικό ψευδώνυμο της Γκέρτρουντ Μπάροους Μπένετ, που —και εδώ είναι το πραγματικά τρομερό— έγραψε και δημοσίευσε σε συνέχειες τα έξι μυθιστορήματά της και τα τρία εκτενή της διηγήματα, όλη τη λογοτεχνική της παραγωγή δηλαδή, μέσα σε έξι χρόνια όλα κι όλα, από τα 33 μέχρι τα 39 της, απλώς και μόνο επειδή έπρεπε να φέρει χρήματα στο σπίτι για να συντηρήσει την οικογένειά της, καθώς ήταν η μοναδική δουλειά που μπόρεσε να βρει, και καθώς η ίδια ήταν το μόνο στήριγμα της ανάπηρης μητέρας της, ενώ μάλιστα είχε προλάβει —πριν χηρέψει πολύ νέα— να αποκτήσει και μία κόρη. Όπως διαβάζουμε στον πρόλογο του μεταφραστή, όταν έγινε 40 χρονών «έδωσε τη δεκάχρονη κόρη της σε φίλους και μετακόμισε στην Καλιφόρνια, όπου ουσιαστικά τα ίχνη της χάνονται». Έκτοτε, έζησε μια ζωή μέσα στην αφάνεια, χωρίς καμία επαφή ούτε με την κόρη της αλλά ούτε εκ νέου με τη λογοτεχνία, για να πεθάνει —όπως μαθεύτηκε εκ των υστέρων, εντελώς τυχαία— στα 1948.
Επιστημονική φαντασία για βιοπορισμό από «τον» καλύτερο συγγραφέα των παλπ
Σε εκείνα τα κάτι λιγότερο από έξι χρόνια έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα πάνω σε διάφορα είδη του Φανταστικού: fantasy, Επιστημονική Φαντασία, τρόμο, ανακατεύοντάς τα με έναν απροσδόκητο, γοητευτικό και πρωτοποριακό τρόπο. Πληρωνόταν για τις ιστορίες της με το κομμάτι από τα παλπ περιοδικά του καιρού («The Thrill Book», «All-Story Weekly», «The Argosy» και άλλα), φροντίζοντας με την ταχύτητα στις παραδόσεις και με την ποιότητα της δουλειάς της να είναι πάντοτε σε ζήτηση.
Εξώφυλλο αμερικανικής έκδοσης των «Κεφαλών του Κέρβερου» του 1984 (αριστερά) και εξώφυλλο του περιοδικού "The Argosy" που στο συγκεκριμένο τεύχος φιλοξενεί κείμενο της Φράνσις Στίβενς. |
«Ήταν η πλέον προικισμένη γυναίκα συγγραφέας στα είδη της Επιστημονικής Φαντασίας και του Φανταστικού με στοιχεία Επιστημονικής Φαντασίας, μεταξύ της Μαίρης Σέλεϊ και της Κάθριν Μουρ», όπως έγραψε ο κριτικός της Επιστημονικής Φαντασίας Σαμ Μόσκοβιτς. Ενώ ο ίδιος ο σπουδαίος Λάβκραφτ θα στείλει μία επιστολή στον εκδότη του «Argosy» για να του πει ότι «ο» Στίβενς ήταν ο καλύτερος συγγραφέας του περιοδικού.
(...) ο υποψιασμένος αναγνώστης θα διακρίνει ένα σωρό κατοπινά «μετα-αποκαλυπτικά» βιβλία και ακόμη περισσότερες ανάλογης θεματικής ταινίες.
Οι Κεφαλές του Κέρβερου, το σημαντικότερο βιβλίο της που δημοσιεύτηκε σε έξι συνέχειες στο περιοδικό «The Thrill Book» (μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου του 1919), αποφέροντάς της 750 δολάρια, είναι ένα μελλοντολογικό αφήγημα Επιστημονικής Φαντασίας, ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που μιλά για ένα ταξίδι στον χρόνο — αλλά, υπό μία έννοια, και στον χώρο ταυτόχρονα: σε μία άλλη, παράλληλη διάσταση. Οι μελετητές το θεωρούν ως το πρώτο δείγμα του είδους που αργότερα θα ονομαζόταν Dark Fantasy, ενώ ταυτόχρονα είναι ένα πραγματικά έξοχο περιπετειώδες παλπ ανάγνωσμα. Σπερματικά μέσα του, ο υποψιασμένος αναγνώστης θα διακρίνει ένα σωρό κατοπινά «μετα-αποκαλυπτικά» βιβλία και ακόμη περισσότερες ανάλογης θεματικής ταινίες.
Η Φράνσις/Γερτρούδη ήταν μια προικισμένη, υπερταλαντούχα πρωτοπόρος του είδους, που έγραφε «από ένστικτο» και διακρινόταν σε ένα πεδίο όπου διαγκωνίζονταν δεκάδες σπουδαίες πένες του καιρού της —άλλοι από αυτούς τα κατάφεραν να διακριθούν, άλλοι ξεχάστηκαν από τη βιβλιογραφική Ιστορία—, καταφέρνοντας να παρουσιάσει χαρακτήρες που μένουν εύκολα στη μνήμη, αλλά και μία σειρά από δευτερεύοντες «αρχετυπικούς» ήρωες-καρικατούρες που θυμίζουν γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και Κάφκα:
«Μέσ’ από την ανοιχτή πόρτα μπήκε η φιγούρα ενός πολύ ηλικιωμένου άντρα. Ήταν σκυφτός, τρεμάμενος, ξεχαρβαλωμένος από τα απεχθή γηρατειά. Το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο και τα ρούχα του ήταν η αποθέωση του δανδή. Το σακάκι του ήταν μεσάτο, τα παπούτσια του ήταν δύο καθρέφτες, το καπέλο του άλλος ένας. Φορούσε ένα κίτρινο χρυσάνθεμο στην μπουτονιέρα κι από τα ματογυάλια του κρεμόταν μια φαρδιά μαύρη κορδέλα. Το γιλέκο του ήταν από λευκό λουλουδάτο σατέν. Τα γυμνά του χέρια ήταν κίτρινα κι έμοιαζαν με γαμψά δάχτυλα αρπακτικού· στο ένα κρατούσε ένα εβένινο μπαστούνι με φιλντισένια λαβή και προχωρούσε μ’ αυτό σαν τυφλός, στηριγμένος πάνω του καθώς βάδιζε αργά, τρέμοντας».
Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, ο νεαρός δικηγόρος Μπόμπι Ντρέιτον, ο αγαπημένος του φίλος Τέρι Τρένμορ —ένας θηριώδης Ιρλανδός, ο πιο καλά δομημένος χαρακτήρας του μυθιστορήματος— και η αδελφή του Τρένμορ, η γλυκιά δεκαεπτάχρονη Βαϊόλα, θα βρεθούν εξαιτίας κάποιας μυστηριώδους ουσίας που μοιάζει με σκόνη ή άμμο, σε μία άλλη εκδοχή της πόλης τους, της Φιλαδέλφειας, και μάλιστα διακόσια χρόνια μετά: στο μέλλον. Μολονότι δεν μπορούν πραγματικά να πιστέψουν στα μάτια τους, η νέα τους πραγματικότητα δεν θα αργήσει να τους επιβληθεί. Είναι αδύνατον να κάνουν διαφορετικά:
«Όταν το θαυμαστό περνά το όριο των γνωστών πιθανοτήτων, υπάρχουν τρεις τρόποι για να το δεχτεί κανείς. Ο Τρένμορ και η αδερφή του, ύστερα από μια σοβαρή συζήτηση σχετικά με ενδεχόμενα που συνδέονταν με τις Καθολικές τους αντιλήψεις, και αφού τα απέρριψαν βάσει επιχειρημάτων που παραήταν κελτικά και δογματικά για να τα παρακολουθήσει ο Ντρέιτον, ακολούθησαν τον πρώτο τρόπο. Από κείνη τη στιγμή κι έπειτα αντιμετώπιζαν καθετί θαυμαστό που συνέβαινε ως γεγονός που έπρεπε να το δέχονται ως τέτοιο, χωρίς να το διερευνούν περαιτέρω».
Η νέα αυτή Φιλαδέλφεια μοιάζει εξωτερικά με την «παλιά», αλλά οι διαφορές ως προς τους κατοίκους των δύο πόλεων και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι απλώς κολοσσιαίες. Η μεγάλη, ολοζώντανη μητρόπολη έχει μετατραπεί πια σε μία κλειστοφοβική mega-city, που υποφέρει κάτω από μία στυγνή δικτατορία, ένα απολυταρχικό-φασιστικό/κομουνιστικό σύστημα που επιβιώνει χάρη στις πιο σκληρές, εγγενείς ιδιότητες του απολυταρχισμού.
(...) η ευχέρεια με την οποία μιλά για τα παράλληλα σύμπαντα είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρόσεκτη, καθώς προηγείται κατά μερικές δεκαετίες από την επόμενη ανάλογη λογοτεχνική αναφορά.
Οι ήρωές μας θα αργήσουν να μάθουν τι συμβαίνει στη νέα και απομονωμένη με Τείχος από τον υπόλοιπο κόσμο Φιλαδέλφεια του 2118, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ονόματα αλλά αριθμούς καρφιτσωμένους στο πέτο σαν «αστέρια», θα κινδυνεύσουν συχνά να ριχτούν στο πηγάδι όπου ένα πρωτόγονο ρομπότ είναι έτοιμο να τους μασήσει, αλλά εντέλει θα πληροφορηθούν τα πάντα:
«Κι αυτοί –οι δουλευτές– έγιναν κύριοι της πόλης υπό την απειλή της ολοσχερούς καταστροφής της. Αυτοαποκλήθηκαν Υπηρέτες του Πεν. Περιόρισαν την εκπαίδευση των ανθρώπων ως άχρηστη και υπερβολικά δαπανηρή. Όταν οι άνθρωποι παραπονέθηκαν, τους εξευμένισαν καταργώντας όλες τις βαθμίδες πάνω από την πρωτοβάθμια και μετατρέποντας τα σχολεία σε αίθουσες χορού και κινηματογράφους με ελεύθερη είσοδο. Το Δημαρχείο το αναδιαμόρφωσαν σε πολυτελή λέσχη όπου ζούσαν και καλοπερνούσαν οι ίδιοι. Δύο γενιές αργότερα –γενιές αμόρφωτων πολιτών κυβερνημένων με σιδηρά πυγμή–, ο Πεν είχε γίνει θεός».
(...) η Στίβενς παραδίδει ένα κλασικό παλπ ανάγνωσμα με μια τέτοια ευκολία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πού θα έφτανε αν αποφάσιζε να συνεχίσει την καριέρα της.
Η πόλη, παρηκμασμένη και ζοφερή, απαγορεύει κάθε αλλαγή, κάθε «κίνηση», κάθε καινοτομία. Οι πολιτικές και κοινωνικές τάξεις της σκοτεινής αυτής Φιλαδέλφειας αυτο-ανατροφοδοτούνται και διαιωνίζονται ες αεί, ενώ ο φόβος του θανάτου είναι μια καθημερινότητα από την οποία δεν ξεφεύγει κανείς. Και, φυσικά, κάθε επαφή με τα βιβλία (για να θυμηθούμε και το «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι) είναι απολύτως απαγορευμένη:
«Καταρχάς, γνωρίζετε ότι κανένας σ’ αυτή την πόλη, εκτός απ’ αυτούς που γεννήθηκαν στην Υπηρεσία Πεν ή τους αξιωματούχους υπό τον έλεγχό τους, δεν επιτρέπεται να διαβάζει οτιδήποτε πιο κατατοπιστικό από μια πινακίδα στον δρόμο, ένα φυλλάδιο οδηγιών ή έναν τηλεφωνικό κατάλογο; Τα μόνα βιβλία, οι μόνες εφημερίδες, τα μόνα χειρόγραφα που υπάρχουν, όλα κυκλοφορούν και περιορίζονται αποκλειστικά στον Ναό και στους ανθρώπους του. Ο Ανώτατος Υπηρέτης είναι ο μόνος που έχει πρόσβαση στα πλέον σημαντικά έγγραφα και βιβλία, αν και υπάρχει μια υποδεέστερη βιβλιοθήκη ανοιχτή για τους αξιωματούχους που τους αρέσει η μελέτη».
Η ψευδο-επιστημονική εξήγηση που θα προτείνει η Στίβενς στο περιπετειώδες και εκρηκτικό φινάλε δείχνει την καλή γνώση που είχε για τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα της θεωρητικής φυσικής και βέβαια της δουλειάς του Αϊνστάιν (όπως άλλωστε και ο Λάβκραφτ), ενώ η ευχέρεια με την οποία μιλά για τα παράλληλα σύμπαντα είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρόσεκτη, καθώς προηγείται κατά μερικές δεκαετίες από την επόμενη ανάλογη λογοτεχνική αναφορά.
Κατορθώνοντας να ελίσσεται από ένα ποιητικό, μελαγχολικό στιλ (οι σελίδες όπου η δράση εκτυλίσσεται στην ομιχλώδη Γιουλήθια είναι εκπληκτικές) σε ένα γκροτέσκο, έχοντας απόλυτη άνεση με το σταδιακό χτίσιμο του σασπένς αλλά ξέροντας και πότε πρέπει να χαλαρώσει τη διάθεση του αναγνώστη της με μία δόση χιούμορ, η Στίβενς παραδίδει ένα κλασικό παλπ ανάγνωσμα με μια τέτοια ευκολία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πού θα έφτανε αν αποφάσιζε να συνεχίσει την καριέρα της.
Πολύ καλή, όπως πάντα άλλωστε, η μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Πήραμε (;) γάτα» (εκδ. Κλειδάριθμος).