austen kentriki 01

Για το μυθιστόρημα της Jane Austen «Έμμα» (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Μίνωας). Κεντρική εικόνα: Επιχρωματισμένη λιθογραφία του πιο γνωστού πορτρέτου της Austen. Ανακαλύφθηκε στο βιβλίο του Everet A. Duyckink «Portrait Gallery of Eminent Men and Women of Europe and America» (1873).

Της Αργυρώς Μαντόγλου

Όταν, πριν από κάποια χρόνια, είχα διαβάσει την Έμμα, είχα διακρίνει το υπαινικτικό πνεύμα και τον υπόγειο σαρκασμό της συγγραφέως, είχα θαυμάσει την αληθοφάνεια των χαρακτήρων που είναι μεν υπερβολικοί αλλά όχι καρικατούρες καθώς πρόκειται για αρχετυπικούς ανθρώπινους τύπους που συναντάμε ακόμα και σήμερα – η εγωκεντρική κληρονόμος, η ελαφρόμυαλη ερωτευμένη με τον έρωτα, ο νεόπλουτος, ο υποχόνδριος, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα κ.ά. Όμως, μόνο κατά τη διάρκεια της μετάφρασης διέκρινα τα καλά κρυμμένα αφηγηματικά τεχνάσματα, τους νεωτερισμούς, τα άλματα και τις ελευθερίες που παίρνει η Όστεν, όχι για να παραπλανήσει τους αναγνώστες ούτε για να τους παρασύρει στον κόσμο της, αλλά για να «συνεργαστεί» μαζί τους, δίνοντάς τους τον ρόλο του «ντετέκτιβ», ώστε να εντοπίσουν οι ίδιοι τα κρυφά κίνητρα, να διαβάσουν κάτω από τις γραμμές και, εν τέλει, να αποφασίσουν για το ποια είναι η δική τους Έμμα, καθώς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα –διακόσια τόσα χρόνια έπειτα από τη  δημοσίευσή του– εξακολουθεί να διαβάζεται με πολλούς τρόπους.

Την εξέλιξη της ιστορίας την παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας που μπορεί μεν να έχει όλα τα χαρίσματα του κόσμου, όμως δεν έχει μάθει να ακούει τους άλλους, αλλά ούτε και την εσωτερική της φωνή. Προφανώς η Όστεν (κάνοντας ένα άλμα για την εποχή της) διάλεξε εσκεμμένα μια αναξιόπιστη αφηγήτρια, και εκεί, κυρίως, κρύβεται η καινοτομία αλλά και η μαεστρία της συγγραφέως που, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν καταφέρει να αποδώσουν οι κινηματογραφικές μεταφορές. Οι σκηνοθέτες απέτυχαν να μεταφέρουν το «διφορούμενο» πνεύμα και την αμφιθυμία της συγγραφέως, παραμένουν στο πρώτο επίπεδο παρουσιάζοντας την Έμμα, ως κενόδοξη, υπερφίαλη, δεσποτική νέα γυναίκα, ενώ παραβλέπουν την αδυναμία της, μάλλον την αναπηρία της: πρόκειται για μια παραπλανημένη, θύμα της ιδέας που έχει για τον εαυτό της, και όχι αδίκως, καθώς έχει εκπαιδευτεί να θεωρεί ότι αυτή η ιδέα είναι ικανή να της εξασφαλίσει την επιτυχία, την αναγνώριση και την επιβράβευση. Η Έμμα θυμίζει κάποιες όμορφες και πλούσιες γυναίκες που περνούν τη μέρα τους αναρτώντας φωτογραφίες τους στο Instagram με σκυλάκια, γατάκια, σε όμορφα σπίτια με δροσερές πέργκολες και πισίνες τα πρωινά, τα απογεύματα σε φιλανθρωπίες και γκαλά, ενώ γυρίζοντας στο σπίτι τη νύχτα, αποφεύγουν να ξεβαφτούν μπροστά στον καθρέφτη γιατί δεν αντέχουν οι ίδιες να αντικρίσουν το είδωλό τους – τις μικρές ώρες διαλύονται οι ψευδαισθήσεις. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να συμπαθήσει μια τέτοια ηρωίδα;

Πρόκειται για μια παραπλανημένη, θύμα της ιδέας που έχει για τον εαυτό της, και όχι αδίκως, καθώς έχει εκπαιδευτεί να θεωρεί ότι αυτή η ιδέα είναι ικανή να της εξασφαλίσει την επιτυχία, την αναγνώριση και την επιβράβευση.

Μια «αντιπαθητική» ηρωίδα

Η Τζέιν Όστεν σε μια επιστολή της προς την ανιψιά της Άννα τον Ιανουάριο του 1814, έγραφε: «Θα γράψω για μια ηρωίδα που δεν θα συμπαθεί κανείς εκτός από εμένα». Αμέσως μετά ξεκίνησε να γράφει την Έμμα. Για ποιον λόγο δεν θα συμπαθούσε κανείς αυτή την ηρωίδα και εν πάση περιπτώσει γιατί να ασχοληθεί με μια αντιπαθητική γυναίκα και να βάλει τους αναγνώστες να δουν τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια; Από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου μαθαίνουμε ότι πρόκειται για μια κοπέλα «όμορφη, ευφυή, πλούσια με ένα άνετο σπίτι και πρόσχαρο χαρακτήρα, φαινόταν να συνδυάζει κάποια από τα πλέον περιζήτητα προσόντα», καθώς και την αδιανόητη για την εποχή πεποίθησή της, ότι «δεν σκόπευε να παντρευτεί». Αυτό καθιστά την Έμμα αρκετά διαφορετική από τις υπόλοιπες ηρωίδες της Όστεν. Ο υπαινιγμός της συγγραφικής πρόθεσης είναι σαφέστατος: η ιστορία θα αποδοθεί μέσα από τα μάτια της παραπλανημένης ηρωίδας που δεν αποχωρίζεται ποτέ τις αυταπάτες της. Η δε ειρωνεία γίνεται αντιληπτή από την πρώτη αράδα με εκείνο το «φαινόταν», το οποίο υπαινίσσεται ότι κάτω από την επιφάνεια καραδοκεί μια άλλη πραγματικότητα, μη ορατή στους άλλους, αλλά ούτε, φυσικά και στην ίδια.

Επίσης, εδώ, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα μυθιστορήματά της, βάζει την πρωταγωνίστρια σε ένα «προστατευμένο» περιβάλλον: η Έμμα δεν έχει ανάγκη να παντρευτεί προκειμένου να ξεφύγει από τη φτώχια (μη ξεχνάμε ότι στην εποχή της Όστεν ο γάμος ήταν μια μορφή «καριέρας» για τις γυναίκες των χαμηλότερων τάξεων, με μόνη εναλλακτική τον ρόλο της γκουβερνάντας). Η Έμμα λοιπόν, δεν χρειάζεται να παντρευτεί για να γλιτώσει από τη φτώχια, την ανία, τη μοναξιά, την κοινωνική απομόνωση, όπως πολλοί από τους γυναικείους χαρακτήρες της. Αν λοιπόν ο γάμος δεν είναι ο στόχος, ίσως η Όστεν ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα για να εντοπίσει άλλους λόγους για να παντρευτεί ή να μη παντρευτεί κάποια, πέρα από την ασφάλεια και την κοινωνική αναρρίχηση. Το μυθιστόρημα γράφεται με την ιδέα ότι οι γυναίκες μπορεί να έχουν σοβαρούς λόγους να κάνουν άλλα πράγματα στη ζωή τους (εκτός από τον γάμο) – ιδέα εκκεντρική και παράδοξη για την εποχή της, καθώς η πενία δεν έχει και μεγάλη απόσταση από τη δουλεία. Εξερευνώντας τις προοπτικές των γυναικών, ύστερα από την ανατροπή των γαμήλιων προσδοκιών, δια στόματος της δεσποινίδας Φέρφαξ (φτωχής αλλά καλλιεργημένης νέας γυναίκας) μας λέει:

«Όταν αποφασίσω ότι έφθασε η ώρα, δεν φοβάμαι πως δεν θα βρω δουλειά. Υπάρχουν στην πόλη υπηρεσίες στις οποίες μπορεί κανείς να απευθυνθεί και να έχει θετική απάντηση. Υπηρεσίες που πουλάνε, όχι φυσικά ανθρώπινη σάρκα, αλλά ανθρώπινο πνεύμα».
«Ανθρώπινη σάρκα! Μα τι είναι αυτά που λες, αγαπητή μου, αν υπαινίσσεσαι το δουλεμπόριο, σε διαβεβαιώνω ότι ο κύριος Σάκλινγκ ήταν πάντοτε υπέρ της κατάργησής του».
«Δεν είχα κατά νου, ούτε εννοούσα το δουλεμπόριο», απάντησε η Τζέιν. «Αναφερόμουν απλώς στο εμπόριο γκουβερναντών. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, σας διαβεβαιώνω, σε σχέση με το βάρος της ενοχής αυτών που επιδίδονται σ' αυτό, αν και δεν είμαι απολύτως βεβαία ότι δεν ισχύει το ίδιο με την κακομεταχείριση των θυμάτων».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα σαφώς απηχεί και τις ιδέες της ίδιας της Τζέιν Όστεν η οποία είχε εργαστεί ως γκουβερνάντα και διακρίνεται ο μοναδικός τρόπος να σχολιάζει και να θίγει την αγορά εργασίας για τις γυναίκες, μέσα από έναν, κατά τα λοιπά, ανώδυνο διάλογο – ένα ακόμα ευφυές «τρικ» της συγγραφέως.

Ο τρόπος που η Έμμα μετατρέπει τα απλά κομπλιμέντα σε εκδηλώσεις αγάπης, πλάθει ειδύλλια χωρίς βάσιμες ενδείξεις, ακολουθεί καταπόδας το δικό της σενάριο, σαν να γράφει η ίδια την πραγματικότητα, ενώ οι άλλοι οφείλουν να υπακούουν στις προσταγές της ως άβουλες μαριονέτες είναι εξοργιστικός αλλά και απολαυστικός.

Οι στιλιστικές καινοτομίες του μυθιστορήματος μας επιτρέπουν να εξερευνήσουμε την «παραδοξότητα», όχι μόνο μέσα από τα αισθήματα της ηρωίδας, αλλά και την άγνοια των αισθημάτων της. Ο τρόπος που η Έμμα μετατρέπει τα απλά κομπλιμέντα σε εκδηλώσεις αγάπης, πλάθει ειδύλλια χωρίς βάσιμες ενδείξεις, ακολουθεί καταπόδας το δικό της σενάριο, σαν να γράφει η ίδια την πραγματικότητα, ενώ οι άλλοι οφείλουν να υπακούουν στις προσταγές της ως άβουλες μαριονέτες είναι εξοργιστικός αλλά και απολαυστικός. Ενίοτε επικροτεί και συγχαίρει τον εαυτό της για τα κατορθώματά της, ενώ σε μια, άνευ προηγουμένου, τόλμη αφηγηματικής τεχνικής της, βλέπουμε την Έμμα να θρηνεί μεν για το ναυάγιο των σχεδίων της, αλλά ταυτόχρονα την ακούμε να πασχίζει να πείσει τον εαυτό της για την ανιδιοτέλεια της.

«Η Έμμα αφού άφησε την καμαριέρα να τη βοηθήσει να τυλίξει τα μαλλιά της την έδιωξε και έμεινε μόνη με τη στεναχώρια της και με τις σκέψεις της…Τι φριχτή ιστορία κι αυτή! Τι ανατροπή των σχεδίων της! Τόσο αρνητική εξέλιξη για όλους! Και τι πλήγμα για τη Χάριετ… Πώς ήταν δυνατόν να πέσει τόσο έξω; Αυτός είχε διαμαρτυρηθεί πως ποτέ δεν του είχε περάσει από το μυαλό η Χάριετ. Ποτέ! Η Έμμα προσπάθησε να ανακαλέσει όσο το δυνατόν καλύτερα τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, αλλά ήταν όλα μπερδεμένα στο μυαλό της. Μάλλον της είχε μπει η ιδέα, και έκτοτε όλα τα έβλεπε να συγκλίνουν με τη δική της οπτική. Ωστόσο, δεν θα είχε ποτέ παραπλανηθεί τόσο, αν οι τρόποι του δεν ήταν τόσο διφορούμενοι, ασταθείς και αναποφάσιστοι».

austen anagnorisi

Επάνω: Ίαν ΜακΓιούαν, Βιρτζίνια Γουλφ / Κάτω: Σάμιουελ Μπέκετ, Τζέιμς Τζόι

Ένα καινοτόμο μυθιστόρημα

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1815 και «έμελλε να αλλάξει τη μορφή αλλά και τις δυνατότητες του μυθιστορήματος», γράφει ένας κριτικός στον Guardian το 2015. Ίσως ακούγεται περίεργο να αποκαλούμε την Όστεν πρωτοπόρο – πολλοί από τους συγχρόνους της θα γελούσαν με τον χαρακτηρισμό, η Σαρλότ Μπροντέ έβρισκε μόνο έναν «εκλεπτυσμένο εγκλεισμό» στα έργα της, ενώ η ίδια η Όστεν δεν άφησε κάποιο καλλιτεχνικό μανιφέστο (εκτός από κάποιες σκόρπιες ιδέες και παρατηρήσεις που συναντούμε στις επιστολές της), σχετικά με τις αφηγηματικές τεχνικές της, οι περισσότεροι δε κριτικοί και μυθιστοριογράφοι έμειναν στον χαρακτηρισμό του Χένρι Τζέιμς, «ενστικτώδης και γοητευτική».

Υπήρξαν όμως και κάποιες εξαιρέσεις, Ο Μπέκετ γράφει σε έναν φίλο του: «Τώρα διαβάζω τη θεϊκή Τζέιν. Έχει πολλά να με διδάξει» και οι επερχόμενοι μυθιστοριογράφοι ήταν πιο έτοιμοι να αναγνωρίσουν την ιδιοφυία και την επίδρασή της. Η Γουλφ θα γράψει για την «περίπτωση» της Τζέιν Όστεν: «πολυδιαβασμένη, επιτυχημένη, σχολιασμένη, εγκωμιασμένη, ζωντανή σχεδόν στη μνήμη μας και ωστόσο υπερβολικά αινιγματική με τον δικό της ταπεινό τρόπο, όσο και ο Σαίξπηρ με τον μεγαλοπρεπή δικό του. Σε καλοπιάνει και σε σαγηνεύει με την υπόσχεση μιας οικειότητας και έπειτα, την ύστατη στιγμή, βρίσκεσαι μπροστά στο ίδιο κενό. Είναι αυτά τα μάτια της Τζέιν Όστεν ή είναι ένα γυαλί, ένας καθρέφτης, ένα ασημένιο κουτάλι κόντρα στον ήλιο; Οι άνθρωποι που θαυμάζουμε περισσότερο ως συγγραφείς διαθέτουν κάποιο στοιχείο άπιαστο, ακαθόριστο, αινιγματικό και απρόσωπο. Κορυφώνονται αργά και από το ύψος τους λάμπουν. Δεν αποκτούν αμέσως τη φήμη, ούτε εκτίθενται στις εναλλαγές του επαίνου ή της απόρριψης που προέρχονται από τα πάθη ή τις προσωπικές μας προκαταλήψεις».

«Οι άνθρωποι που θαυμάζουμε περισσότερο ως συγγραφείς διαθέτουν κάποιο στοιχείο άπιαστο, ακαθόριστο, αινιγματικό και απρόσωπο. Κορυφώνονται αργά και από το ύψος τους λάμπουν. Δεν αποκτούν αμέσως τη φήμη, ούτε εκτίθενται στις εναλλαγές του επαίνου ή της απόρριψης που προέρχονται από τα πάθη ή τις προσωπικές μας προκαταλήψεις». Βιρτζίνια Γουλφ

Ο Ίαν Μακγιούαν στην Εξιλέωση βάζει ένα μεγάλο απόσπασμα από το Northanger Abbey (Το Αββαείο του Νορθάνγκερ, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Σμίλη) ως μότο στο βιβλίο, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη ότι το δικό του μυθιστόρημα έχει «ξεσηκώσει» πολλά από τα «τρικ» της εκλεπτυσμένης και, κατά πολλούς, συντηρητικής Όστεν, για την «κατασκευή» ενός χαρακτήρα που μετατρέπει τις φαντασιώσεις του και τα γεννήματα του νου του σε ολέθρια γεγονότα.

Η Έμμα που δημοσιεύτηκε πριν από διακόσια έξι χρόνια δεν είναι καινοτομικό μυθιστόρημα για τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις (αν και αυτές δεν εκλείπουν και υπάρχουν πλήθος από αιχμηρά σχόλια για τη θέση της γυναίκας, την ανατροπή της κάθε είδους δουλείας ή καταναγκαστικής εργασίας) ούτε για το θέμα του (που με υπόγειο σαρκασμό υπερβαίνει το στενό πλαίσιο της εποχής, υπονομεύοντας τον θεσμό του γάμου, την έννοια του έρωτα ή του εξιδανικευμένου έρωτα, το συμφέρον που κάνει ακόμα και έντιμους ανθρώπους να γίνονται ηθοποιοί στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και την ευκολία άσκησης εξουσίας όταν την κατέχεις από τα γεννοφάσκια σου)· οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως η δεσποινίς Μπέιτς για παράδειγμα, με τους εμβόλιμους μονολόγους προοικονομούν την συνειδησιακή ροή του μονολόγου της Μόλι Μπλουμ στον Οδυσσέα του Τζόις, (όπως διατείνονται κάποιοι κριτικοί).

«Λοιπόν, τι έλεγα;» ρώτησε η δεσποινίς Μπέιτς μόλις βγήκαν έξω στο δρόμο. Η Έμμα αναρωτήθηκε ποιο από όλα τα θέματα εκείνου του ακατάσχετου μονόλογου θα συνέχιζε. «Ομολογώ πως δεν θυμάμαι τι ακριβώς έλεγα. Α ναι, τα γυαλιά της μητέρας μου. Τι ευγενικό εκ μέρους του κυρίου Τσέρτσιλ! “Α, νομίζω πως μπορώ να τα επισκευάσω” είπε. “Μου αρέσουν πολύ οι επισκευές”. Κι αυτό, ξέρετε, έδειξε πως το παιδί είναι… πράγματι, οφείλω να ομολογήσω πως παρότι είχα ακούσει τόσα γι’ αυτόν πριν τον γνωρίσω, αυτός υπερβαίνει κάθε προσδοκία. Τα θερμά μου συγχαρητήρια, κυρία Γουέστον. Αυτός μοιάζει να διαθέτει όλα όσα θα επιθυμούσε ένας γονιός. “Μπορώ να τα επισκευάσω, μου αρέσουν αυτές οι επισκευές”. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ευγένεια του. Και όταν έβγαλα τα ψητά μήλα από το ντουλάπι, ελπίζοντας πως οι φίλοι μας θα μας έκαναν την τιμή να τα δοκιμάσουν, ξέρετε τι είπε; “A, δεν υπάρχει ωραιότερο φρούτο από το μήλο, κι αυτά δείχνουν να είναι τα καλύτερα ψητά μήλα που έχω δει στη ζωή μου”. Κι αυτό, ξέρετε, ήταν τόσο μα τόσο… και από τον τρόπο του, είμαι σίγουρη πως το εννοούσε. Όντως τα μήλα μας είναι πολύ νόστιμα και η κυρία Γουόλις τα προσέχει πολύ στο ψήσιμο. Μόνο που δεν τα ψήνει πάνω από δυο φορές, ενώ ο κύριος Γούντχαουζ μάς έχει βάλει να του υποσχεθούμε πως θα τα ψήνουμε τρεις φορές, ελπίζω, η μις Γούντχαουζ να έχει την καλοσύνη να μην του το αναφέρει αυτό. Όμως, τα συγκεκριμένα μήλα είναι αναμφίβολα ιδανικά για ψήσιμο…»

austen ex02 austen ex01
   

Πειραματισμός σε ελεύθερο πλάγιο λόγο

Αυτό που καθιστά την Έμμα καινοτόμα είναι η φόρμα και η τεχνική. Η ηρωίδα είναι μια παραπλανημένη νεαρή με όλο τον χρόνο και τα μέσα στη διάθεσή της και χώνει τη μύτη της στη ζωή των γειτόνων της. Η αφήγηση είναι αμιγώς πειραματική επειδή έχει σχεδιαστεί ώστε οι πληροφορίες που η ηρωίδα μοιράζεται και οι αυταπάτες που μας κοινοποιεί να μας δημιουργήσουν όχι μόνο απορία αλλά και οργή. Το μυθιστόρημα ακολουθεί την θέαση των γεγονότων μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της πρωταγωνίστριας. Για να δούμε την τόλμη που η Όστεν επιδεικνύει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα αρκεί να σταθούμε σε μια απλή πρόταση. Η φίλη της προνομιούχας ηρωίδας, η Χάριετ Σμιθ, ένα αθώο, γλυκό κορίτσι, περιγράφεται ως μια κοπέλα «αγνώστου πατρός» που πριν από λίγα χρόνια «κάποιος την είχε στείλει στο σχολείο της κυρίας Γκόρνταρντ, ενώ πρόσφατα αυτός ο κάποιος είχε φροντίσει να προαχθεί από απλή μαθήτρια σε συνεργάτιδα της διευθύντριας». Ενώ καλλιεργείται η φιλία τους, η Έμμα έχει απόλυτη επίγνωση της κατωτερότητας της Χάριετ, παρ’ όλα αυτά αποφασίζει ότι «πρέπει να ήταν μυαλωμένη κοπέλα και άξιζε την ενθάρρυνσή της… Μια κοπέλα που χρειαζόταν λίγες παραπάνω γνώσεις για να γίνει τέλεια… Θα τη βοηθούσε να σχηματίσει τις δικές της απόψεις και να εξελίξει τους τρόπους της. Θα ήταν μια ενδιαφέρουσα και πολύ ευγενική προσπάθεια, πολύ ταιριαστή με τον τρόπο ζωής της και τις ικανότητες της».

Η πρόταση είναι στο τρίτο πρόσωπο ωστόσο δεν είναι μια πληροφορία που μας δίνει η συγγραφέας, αλλά πρόκειται για την αυτάρεσκη άποψη της Έμμας για τις ικανότητες της Χάριετ και δηλώνει την απόφασή της να γίνει η Χάριετ το καινούργιο της πρότζεκτ. Η Όστεν ήταν η πρώτη μυθιστοριογράφος που κατάφερε να φέρει εις πέρας αυτή την αλχημεία, τελειοποιώντας την τεχνική που είδαμε στο Λογική και Ευαισθησία – το πρώτο δημοσιευμένο μυθιστόρημά της. Μόλις στις αρχές του εικοστού αιώνα οι κριτικοί άρχισαν να συγκλίνουν σ’ ένα όνομα γι’ αυτό το είδος αφήγησης, καταλήγοντας στο: style indirect libre στα γαλλικά (ελεύθερος πλάγιος λόγος) όπου στην τριτοπρόσωπη αφήγηση ενσωματώνονται οι σκέψεις και οι ιδιαιτερότητες της έκφρασης ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα, υιοθετώντας την οπτική του και την περιγραφή των γεγονότων μέσα από τη δική του συνείδηση.

Η Όστεν μαγικά συνδύασε τη σκέψη και τον ψυχισμό του χαρακτήρα με όλα όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο. Σήμερα οι μυθιστοριογράφοι υιοθετούν αυτή την οπτική χωρίς δεύτερη σκέψη, δεν την κατονομάζουν ούτε θεωρούν ότι από κάπου την ξεσήκωσαν. Όμως η τεχνική αυτή ήταν επινόηση της Όστεν και τελειοποιήθηκε αργότερα από τον Χένρι Τζέιμς χωρίς, φυσικά, να της το αναγνωρίσει ποτέ.

Πριν από την Όστεν οι μυθιστοριογράφοι είτε υιοθετούσαν την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δίνοντάς μας μεν πρόσβαση στη σκέψη του χαρακτήρα, αλλά με τον περιορισμό στη δική του και μόνο κατανόηση της πραγματικότητας, είτε στο τρίτο πρόσωπο (του πανεπόπτη αφηγητή) που παρακολουθεί από ψηλά όλους τους χαρακτήρες και τους κινεί ως μαριονέτες προκειμένου να εξελιχτεί η ιστορία σύμφωνα με τη βούλησή του. Η Όστεν μαγικά συνδύασε τη σκέψη και τον ψυχισμό του χαρακτήρα με όλα όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο. Σήμερα οι μυθιστοριογράφοι υιοθετούν αυτή την οπτική χωρίς δεύτερη σκέψη, δεν την κατονομάζουν ούτε θεωρούν ότι από κάπου την ξεσήκωσαν. Όμως η τεχνική αυτή ήταν επινόηση της Όστεν και τελειοποιήθηκε αργότερα από τον Χένρι Τζέιμς χωρίς, φυσικά, να της το αναγνωρίσει ποτέ.

Από το μυθιστόρημα δεν λείπουν και οι σουρεαλιστικές σκηνές που προοικονομούν την έλευση και την τόλμη του μοντερνισμού, όταν αφήνει τη φωνή του χαρακτήρα να εκφραστεί ελεύθερα, όπως για παράδειγμα, την έκσταση που βιώνει η κυρία Έλτον μπροστά στις ώριμες και ζουμερές φράουλες:

«Το ωραιότερο φρούτο της Αγγλίας –το αγαπημένο όλων– και τόσο υγιεινό! Αυτές εδώ είναι οι καλύτερες, η καλύτερη ποικιλία. Τι ωραία που είναι να τις μαζεύει κανείς! Μόνο έτσι τις απολαμβάνει. Η καλύτερη ώρα είναι, βέβαια, το πρωί – όταν είσαι ακόμη ξεκούραστος. Όλα τα είδη είναι ωραία, αλλά οι καλύτερες είναι αυτές που ξινίζουν λιγάκι. Είναι σαφώς ανώτερες. Οι άλλες... απλώς τρώγονται. Όμως, αυτές που ξινίζουν είναι δυστυχώς σπάνιες... Και τι ωραίο άρωμα που έχει το λευκόξυλο! Στο Λονδίνο είναι πανάκριβες. Στην περιοχή του Μπρίστολ πάντως, υπάρχουν άφθονες, αλλά όχι και στο Μέιπλ Γκρόουβ, πώς να τις καλλιεργήσεις, πώς να τις περιποιηθείς; Οι κηπουροί, βλέπεις, δεν τις θέλουν. Και τι πεισματάρηδες! Υπέροχο φρούτο, πάντως. Κρίμα να μη μπορεί κανείς να φάει πολλές. Τα κεράσια είναι ανώτερα φυσικά και τα φραγκοστάφυλα πιο δροσιστικά. Το μόνο δυσάρεστο, όταν μαζεύεις φράουλες, είναι ότι πρέπει να σκύβεις. Αυτός ο ήλιος, πώς καίει! Αχ, θα πεθάνω από την κούραση! Δεν αντέχω άλλο. Πρέπει να καθίσω στη σκιά για λίγο».

Οι διάλογοι με την κυρία Έλτον είναι απίστευτα διασκεδαστικοί, αλλά και αποκαλυπτικοί, καταγγέλλουν τον νεοπλουτισμό και την υπεροψία χωρίς επίκριση και σχολιασμό. Η Όστεν απλώς αφήνει τους χαρακτήρες να ακουστούν και η φωνή τους να φθάσει στον αναγνώστη χωρίς λογοκρισία. Η ανηλεής αποδόμηση όλων των στερεοτύπων με χιούμορ και σοφία που ακόμα και το τέλος με εκείνο «βίο ανθόσπαρτο» δεν ξέρουμε κατά πόσο ειρωνικό ή κυριολεκτικό, καθώς σε ολόκληρο το βιβλίο μας έχει παρουσιάσει γάμους με καλή αρχή αλλά αδικαιολόγητη διάρκεια.

Τελειώνοντας το σημείωμά μου, θέλω να υπογραμμίσω ότι αυτή η νέα γυναίκα διέθετε μια τέτοια βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης, των ανώφελων κοινωνικών συμβάσεων, της απόκλισης και της διαταραχής, ενώ η ίδια είχε ελάχιστες εμπειρίες και πέθανε σε ηλικία μόλις σαράντα δύο ετών. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ίσως υπάρχουν γεγονότα και εμπειρίες στη ζωή της που δεν γνωρίζουμε. Η Τζέιν Όστεν έζησε για κάποια χρόνια στο Μπαθ, το κοσμικό θέρετρο της εποχής της, είχε αδελφό ναυτικό που μετέφερε τις περιπέτειές του, αλλά και η ίδια ήταν μια ανεξάρτητη γυναίκα, εργαζόμενη, δεινή κολυμβήτρια, άλλαζε κατοικίες, με πρώτο μέλημα τη δημιουργικότητά της. Όταν αρρώστησε αντιμετώπισε θαρραλέα την ασθένειά της που αποδείχτηκε μοιραία, αφήνοντας πίσω της οκτώ μυθιστορήματα που εξακολουθούν να διαβάζονται από φανατικούς αναγνώστες.

* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το μυθιστόρημά της «Τρικυμίες παθών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Το βιβλίο του καλοκαιριού» της Τούβε Γιάνσον (κριτική) – Το πιο «ήσυχο και ταυτόχρονα εκκωφαντικό βιβλίο»

«Το βιβλίο του καλοκαιριού» της Τούβε Γιάνσον (κριτική) – Το πιο «ήσυχο και ταυτόχρονα εκκωφαντικό βιβλίο»

Για το μυθιστόρημα της Τούβε Γιάνσον [Tove Jansson] «Το βιβλίο του καλοκαιριού» (μτφρ. Αγγελική Νάτση, εκδ. Αίολος). Κεντρική εικόνα από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, σε σκηνοθεσία του Charlie McDowell, η οποία θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου στις 12 Οκτωβρίου. Στο...

«Η Αφροδίτη με τη γούνα» του Λέοπολντ φον Ζάχερ Μάζοχ (κριτική) – Μια ιστορία «ρομαντικού» μαζοχισμού

«Η Αφροδίτη με τη γούνα» του Λέοπολντ φον Ζάχερ Μάζοχ (κριτική) – Μια ιστορία «ρομαντικού» μαζοχισμού

Για το βιβλίο του Λέοπολντ φον Ζάχερ Μάζοχ [Leopold von Sacher-Masoch] «Η Αφροδίτη με τη γούνα» (μτφρ. Γιώργος Μοσχόπουλος, εκδ. Οξύ).

Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας

Το ζήτημα των φαντασιώσεων και των περίπλοκων ερωτικών επιθυμιών έγκειται πολλές φορές στα σ...

«Εμ» της Κιμ Τούι (κριτική) – Αντιπολεμικό αφήγημα για τη μνήμη που ενώνει

«Εμ» της Κιμ Τούι (κριτική) – Αντιπολεμικό αφήγημα για τη μνήμη που ενώνει

Για το αφήγημα της Κιμ Τούι [Kim Thúy] «Εμ» (μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Άγρα), μια λογοτεχνική «επιστροφή» στις κρυφές μα και τραυματικές πλευρές του πολέμου στο Βιετνάμ, τον «Αμερικανικό πόλεμο», όπως τον αποκαλούν οι βιετναμέζοι.

Γράφει η Έλενα Χουζούρη

...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Ο χορός των εραστών» του Τιάγκο Ροντρίγκες, στη Στέγη (κριτική) – Τέσσερα τραγούδια για την αγάπη

«Ο χορός των εραστών» του Τιάγκο Ροντρίγκες, στη Στέγη (κριτική) – Τέσσερα τραγούδια για την αγάπη

Για την παράσταση, σε κείμενο και σκηνοθεσία, του Τιάγκο Ροντρίγκες [Tiago Rodrigues] «Ο χορός των εραστών», με τον Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, η οποία θα παρουσιάζεται μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 2025, στη Μικρή Σκηνή της Στέγης.

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

...
OUTRO, του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου, στο ΠΛΥΦΑ

OUTRO, του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου, στο ΠΛΥΦΑ

Για το θεατρικό έργο OUTRO, μετεγγραφή του έργου του Ζαν-Λυκ Λαγκάρς [Jean-Luc Lagarce] «Juste la fin du monde» από τον Κωνσταντίνο Βασιλακόπουλο, στον χώρο ΠΛΥΦΑ. Φωτογραφίες: Στέλιος Παπαρδέλας

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

Ο εικ...

«Ο φόβος τρώει τα σωθικά» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ – 50 χρόνια ζωής, ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες στις αίθουσες

«Ο φόβος τρώει τα σωθικά» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ – 50 χρόνια ζωής, ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες στις αίθουσες

Για την ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «Ο φόβος τρώει τα σωθικά», η οποία κλείνει φέτος 50 χρόνια ζωής και προβάλλεται ξανά σε ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες στις αίθουσες.

Γράφει ο Θόδωρος Σούμας

Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ ασχολήθηκε αρκετές φορέ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Η οικογένεια των μελισσών» της Άνια Μούγκερλι (προδημοσίευση)

«Η οικογένεια των μελισσών» της Άνια Μούγκερλι (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Σλοβένας Άνια Μούγκερλι [Anja Mugerli] «Η οικογένεια των μελισσών» (μτφρ. Βίκυ Πορφυρίδου), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 14 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Στην π...

«Κάρμα – Ο οδηγός ενός γιόγκι για το πώς να χαράξεις το πεπρωμένο σου» του Sadhguru (προδημοσίευση)

«Κάρμα – Ο οδηγός ενός γιόγκι για το πώς να χαράξεις το πεπρωμένο σου» του Sadhguru (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση του προλόγου του βιβλίου του γιόγκι Sadhguru «Κάρμα – Ο οδηγός ενός γιόγκι για το πώς να χαράξεις το πεπρωμένο σου» (μτφρ. Εριέττα Βασιλείου-Σγουρού), το οποίο κυκλοφορεί στις 17 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Key Books.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ξετυλίγοντας τ...

«Ταξίδι στη νεκρή πόλη» του Μαρκιγιάν Κάμις (προδημοσίευση)

«Ταξίδι στη νεκρή πόλη» του Μαρκιγιάν Κάμις (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ουκρανού Μαρκιγιάν Κάμις [Markiyan Kamysh] «Ταξίδι στη νεκρή πόλη» (μτφρ. Μαρία-Νεφέλη Ταμία), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 14 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Όταν πας ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τέσσερα δοκίμια και μία συλλογή διηγημάτων μας βοηθούν να κατανοήσουμε πλευρές της σύγκρουσης Ισραήλ - Παλαιστίνης

Τέσσερα δοκίμια και μία συλλογή διηγημάτων μας βοηθούν να κατανοήσουμε πλευρές της σύγκρουσης Ισραήλ - Παλαιστίνης

Τέσσερα δοκίμια και μια συλλογή διηγημάτων μας βοηθούν να προσεγγίσουμε το παλαιστινιακό ζήτημα, που έναν χρόνο μετά την άνευ προηγουμένου επίθεση της παλαιστιανικής Χαμάς στο Ισραήλ, έχει μπει σε έναν νέο κύκλο ραγδαίας κλιμάκωσης, όπως και γενικότερα όλη η περιοχή. 

Επιμέλεια: Ελεάνα Κολο...

«Εδώ είναι Βαλκάνια» – 9 λογοτεχνικά έργα από συγγραφείς της γειτονιάς μας

«Εδώ είναι Βαλκάνια» – 9 λογοτεχνικά έργα από συγγραφείς της γειτονιάς μας

Από τη Σερβία έως το Κόσοβο κι από τη Ρουμανία έως τη Β. Μακεδονία. Τα τελευταία χρόνια μεταφράζονται στα ελληνικά περισσότερα βιβλία συγγραφέων από τα Βαλκάνια. Προτείνουμε ορισμένα από τα καλύτερα που κυκλοφόρησαν ή επανακυκλοφόρησαν πρόσφατα. Στην κεντρική εικόνα, πλάνο από την ταινία «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι ...

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2024: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες και τις εβδομάδες που έρχονται

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2024: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες και τις εβδομάδες που έρχονται

Επιλογές από τις προσεχείς εκδόσεις ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας, ποίησης, γκράφικ νόβελ, βιογραφιών, δοκιμίων, μελετών, βιβλίων επιστημονικής εκλαΐκευσης κ.ά.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ