
Του Γιώργου Βέη
«Αλλά η Αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται», Οδυσσέας Ελύτης, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας
Η ερμηνευτική διαδικασία, την οποία είναι προορισμένος να υιοθετεί κατ' ανάγκην ο ανθρώπινος νους, από καθαρά βιολογική άποψη, ή εξελικτική προοπτική, όπως επιμένουν ορισμένοι ακριβολόγοι, έχει σαφείς περιορισμούς και όρια αξεπέραστα. Ό,τι δηλαδή με πείσμα και με ακατάβλητο σθένος οι απανταχού αναλυτικοί φιλόσοφοι διαδίδουν.
Και όχι μόνον. Μοιάζουμε με χρυσόψαρα, υποστηρίζει ο απρόοπτος αστροφυσικός Στίβεν Χόκινγκ και μαζί του ο εταίρος του Λέοναρντ Μλοντίνοου, στο πρόσφατο, λίαν ευπώλητο έργο τους Μεγάλο Σχέδιο, το οποίο κυκλοφόρησε την ίδια ακριβώς περίοδο με την ελληνική εκδοχή της Απόδειξης: η αντίληψή μας θυμίζει έντονα τα κυρτά κάτοπτρα της γυάλας των οικιακών ιχθύων. Μέσα από παρόμοια κάτοπτρα προσπαθούμε κι εμείς να παρατηρήσουμε και να σπουδάσουμε, συνήθως εκστατικοί, τον κόσμο που μας περιβάλλει. Μήπως, για να δούμε εν τέλει την αλήθεια, την προαιώνια υφή της όντως ούσης Αντικειμενικότητας, χρειαζόμαστε την άνωθεν παρέμβαση; Μήπως μόνον η θεία Πρόνοια όλων των μονοθεϊσμών μπορεί να εγγυηθεί την απόλυτη γνώση του κόσμου και τουτέστιν του Πατρός ημών;
Ναι, λένε με μια φωνή ορισμένοι πεπρωμένοι μοναχοί της Λωράνς Κοσέ (1950, Boulogne-Billncourt), απαραίτητα στελέχη του επινοημένου Τάγματος των Καζουιστών, το οποίο παραπέμπει με τη σειρά του στο υπαρκτό Τάγμα των Ιησουϊτών. Η εξασέλιδη επιστολή, η οποία βρίσκει ένα πρωί τον υποψιασμένο, ευαίσθητο καθόλα δέκτη, αρκούντως μορφωμένο μοναχό Μπερτράν στο γραφείο του, συνιστά την πλέον ακαταμάχητη απόδειξη της ύπαρξής του Τριαδικού Θεού των Χριστιανών. Περιώνυμοι θεολόγοι επιβεβαιώνουν πάραυτα τη συναρπαστική και άλλο τόσο ορθή αυτή απόδειξη, η οποία καταργεί ταυτοχρόνως τη Θεολογία, ως παντελώς πλέον άχρηστη, αλλά και την Καθολική Εκκλησία. Οι καθώς πρέπει πιστοί θα σώζουν από εδώ και πέρα τις ψυχές τους από μόνοι τους. Απολύτως βέβαιοι, ως νεοφώτιστοι φανατικοί Διαμαρτυρόμενοι, ότι ο Θεός υπάρχει και γι’ αυτούς σε άμεση μάλιστα, πλήρως βιωματική σχέση.
Το οξύμωρον της απόδειξης, η οποία κατ΄ ουσίαν ακυρώνει την πρόοδο, όπως τη γνωρίσαμε στον πλανήτη μας, επί τη αναμονή της μετάβασης πλησίον Εκείνου, αποτελεί το αποτελεσματικό αλατοπίπερο της ραγδαίας, εν πολλοίς αστυνομικής εξέλιξης των πραγμάτων. Η συγγραφέας δεν τσιγκουνεύεται δόκιμα από το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν κειμενικά τερτίπια. Έτσι ένα μικρό κι απλό ανέκδοτο, όπως θα μπορούσε να μείνει αυτή η ιδέα, διαρθρώνεται σε πραγματεία, ευκολοδιάβαστη και διδακτική συνάμα, περί την Πολιτική Τέχνη, την Κοινωνιολογία της Κατανάλωσης, την υπερδομή του Θεάματος και την Θρησκεία ως υπέρτατο πολιτιστικό αγαθό. Ούτε βλάσφημη, ούτε εξωτερικά ανατρεπτική η Απόδειξη παραμένει έξυπνα αιρετική, συνειδητά χαριτωμένη και επαγγελματικά σοφιστική από την αρχή έως το τέλος. Το διηγητικό χάρισμα της συνετά θεολογούσης συγγραφέως είναι το δώρο, το οποίο χαίρονται δια βίου οι τυχεροί αναγνώστες της. Εμπλέκεται βεβαίως μαζί με τους κύκλους του άγρυπνου θεματοφύλακα της Πίστης, του Βατικανού, και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Ο τελευταίος μάλιστα θα συνθλιβεί από τη βαρύτητα και τις τρομερές συνέπειες αυτής της Απόδειξης, η οποία ενδέχεται να αποτελέσει και το περιβόητο τέλος της Ιστορίας. Έτσι ίσως να ουσιώνεται στην αφηγηματική πράξη και η κατά τα φαινόμενα υπερβολική πρόβλεψη του Αντρέ Μαλρώ: «Ο 21ος αιώνας θα είναι θρησκευτικός ή δεν θα υπάρξει καθόλου».