Της Παυλίνας Μάρβιν
«Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον»
Τ ο κ α θ ε σ τ ώ ς τ ο υ Μ ε γ ά λ ο υ Α δ ε λ φ ο ύ
«Η εξουσία διαφθείρει, αλλά η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα.» Λόρδος Άκτον
Από τις πρώτες σελίδες ανάγνωσης, ο Όργουελ επιτυγχάνει να μας εισάγει σε μία πρωτοφανώς αποκρουστική ατμόσφαιρα, με τρόπο πειστικά ρεαλιστικό, ο οποίος ποτέ δεν γίνεται «απεγνωσμένος» ή στομφώδης: «Μέρα νύχταοι τηλεοθόνες σου έτρωγαν τα αυτιά με στατιστικές που αποδείκνυαν ότι οι άνθρωποι σήμερα είχαν περισσότερη τροφή, περισσότερα ρούχα, καλύτερα σπίτια, καλύτερη ψυχαγωγία, ότι ζούσαν περισσότερα χρόνια, δούλευαν λιγότερες ώρες, ήταν ψηλότεροι, πιο υγιείς, πιο ευτυχισμένοι, πιο δυνατοί, πιο μορφωμένοι απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν […] Η πραγματικότητα όμως, ήταν ερειπωμένες βρωμερές πόλεις όπου σέρνονταν υποσιτισμένοι άνθρωποι με τρύπια παπούτσια, που ζούσαν μέσα σε μπαλωμένα σπίτια του 19ου αιώνα, που μύριζαν πάντα λάχανο και ελεεινά αποχωρητήρια.» Τα απαίσια κτήρια, το μόνιμα ανθυγιεινό περιβάλλον, η ένδεια, η καχυποψία, μια εικόνα διαρκώς εντεινόμενης ασχήμιας τόσο του χώρου όσο και των ανθρώπων, αποτελούν τα πρώτα καθοριστικά σημεία σχετικά με το κράτος του Μεγάλου Αδελφού. Ο ίδιος είναι άχρονος και αόρατος αλλά ταυτόχρονα «πανταχού παρών» μέσα από τις γιγαντοαφίσες με την προσωπογραφία του που διατηρούν το διαπεραστικό του βλέμμα σε κάθε δρόμο της πόλης και σε κάθε της κτήριο, καθώς και μέσω των διαδραστικών τηλεοθονών που έχουν πρόσβαση ανά πάσα στιγμή σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας - όχι μόνο στους εξωτερικούς αλλά και σε άπαντες τους ιδιωτικούς χώρους. Βασικό σύνθημα της κυβέρνησης αποτελεί το τρίπτυχο:
Η άγνοια είναι δύναμη
Το κόμμα του ΑΓΓΣΟΣ, που με επανάσταση έχει εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του τα τελευταία περίπου 40 χρόνια, έχει διαιρέσει την κοινωνία σε τρία επίπεδα: Το πρώτο και το πιο προνομιούχο, αποτελείται από τα μέλη του εσωτερικού κόμματος, την κυβέρνηση δηλαδή, τους πιο στενούς συνεργάτες του Μεγάλου Αδελφού. Το δεύτερο, στο οποίο ανήκει και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Γουίνστον, είναι το Εξωτερικό Κόμμα. Εκεί, συναντούμε κάτι αντίστοιχο των δημοσίων υπαλλήλων στην φριχτότερη δυνατή του μορφή: Άπειρες ώρες ανιαρής εργασίας κάτω από αυστηρή παρακολούθηση σε δαιδαλώδη αποπνικτικά υπουργεία από πολύ νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Το τρίτο και κατώτατο κοινωνικό στρώμα συνιστούν οι προλετάριοι, για τους οποίους θα αφιερώσουμε αργότερα ξεχωριστό κεφάλαιο.
Ολόκληρος ο κυβερνητικός μηχανισμός είχε διαιρεθεί σε τέσσερα Υπουργεία: Πρόκειται για το Υπουργείο Αλήθειας, που ασχολείτο με τα νέα, την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση και τις καλές τέχνες, το Υπουργείο Ειρήνης που διαχειριζόταν τα θέματα του-ακατάπαυστου-πολέμου, το Υπουργείο Αγάπης που αγρυπνούσε για την τήρηση της τάξης και το Υπουργείο αφθονίας, υπεύθυνο για τα οικονομικά θέματα. Αρκεί να σχολιαστεί επ’αυτού, πώς, το Υπουργείο Αλήθειας (όπου ο Ουίνστον βρέθηκε εργαζόμενος) είχε τρεις χιλιάδες δωμάτια πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και τις αντίστοιχες υπόγειες διακλαδώσεις και πως το Υπουργείο Αγάπης ήταν το πιο τρομακτικό από όλα. Όσο για αυτά καθαυτά τα κυβερνητικά στελέχη, στεγάζονται στο, απρόσιτο για τους υπόλοιπους και εξαιρετικά μεγαλόπρεπο, Μέγαρο της Νίκης.
Το βασικότερο, όμως, όργανο για τη διατήρηση των ισορροπιών της κοινωνίας του Μεγάλου Αδελφού δεν είναι παρά η Αστυνομία της Σκέψης. Γνωρίζουμε καλά πως σε ένα δημοκρατικό καθεστώς όπου πρωταρχικός σκοπός του κράτους είναι ο σεβασμός και η προστασία του ατόμου ο νόμος δεν αφορά, σύμφωνα με το σύνταγμα, αυτό που σκέφτεσαι, αλλά αποκλειστικά και μόνο αυτό που κάνεις. Σε πλήρη αντίθεση με την παραπάνω αρχή, η δικτατορία του ΑΓΓΣΟΣ φρόντιζε ώστε η Αστυνομία της Σκέψης, η παρακολούθηση δηλαδή όλων των ήχων, των κινήσεων, των παραμικρών σημάτων που ένα ζωντανό όν μπορεί να εκπέμψει, να καθίσταται δυνατή με ένα σύστημα σχεδόν μόνιμης σύνδεσης των εν λόγω Κρατικών Αστυνόμων με τους πολίτες, κι όλ’αυτά μέσω των προαναφερθεισών οθόνων. Έπρεπε, ουσιαστικά, να συνηθίσει κανείς-κι αυτή η συνήθεια είχε αναχθεί σε ένστικτο-πως ακόμη και η πιο ανεπαίσθητη κίνησή του μπορούσε να γίνει αντιληπτή και ερμηνεύσιμη.
Η δικτατορία του ΑΓΓΣΟΣ, χρησιμοποιώντας ακραία μέσα, ενδιαφερόταν να εξασφαλίσει την έσχατη πολιτική ορθοδοξία εκ μέρους των πολιτών-υπηκόων της. Το χειρότερο παράπτωμα που μπορούσε κάποιος να διαπράξει, ήταν το Έγκλημα Σκέψης. Ο Ουίνστον, για παράδειγμα, νιώθοντας τον εαυτό του νεκρό και θέλοντας γι’αυτό να ζήσει όσο πιο πολύ γινόταν, ξεκινά να γράφει ημερολόγιο προσπαθώντας να εκτονώσει την οργή, τη δυσαρέσκεια, την προσωπική του μιζέρια μα κυρίως επιδιώκοντας να αποκρυσταλλώσει τις σκέψεις του στο χαρτί, να τις επεξεργαστεί καλύτερα βλέποντάς τις γραμμένες. Η πράξη του αυτή καθεαυτή, δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη διότι, όπως σχολιάζει ο Όργουελ «τίποτα δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράνομο»-σχόλιο που θα μπορούσε και να μας παραπλανήσει αν δεν στηριζόμασταν στις αλλεπάλληλες πληροφορίες που επιβεβαιώνουν, μαζί και με αυτό, μια απολύτως ολοκληρωτική εξουσία. Ο Ουίνστον λοιπόν, γνωρίζει καλά πως, είτε έγραφε ημερολόγιο είτε όχι, η Αστυνομία Σκέψης θα τον έπιανε. Το Έγκλημα Σκέψης-το οποίο είχε ούτως ή άλλως διαπράξει- εμπεριείχε μέσα του όλα τα υπόλοιπα εγκλήματα.
Σε αυτό το σημείο, προσεγγίζουμε για πρώτη φορά μια νευραλγικής σημασίας έννοια που ο Όργουελ εισάγει: Την έννοια της «διπλής σκέψης». Πρόκειται για έναν εγκεφαλικό λαβύρινθο-γρίφο που συνίσταται στο να ξέρει και ταυτόχρονα να μην ξέρει κανείς, να έχει συναίσθηση όλης της αλήθειας ενώ παράλληλα λέει έντεχνα κατασκευασμένα ψέματα, να έχει δύο γνώμες που η μία αναιρεί την άλλη πιστεύοντας ταυτόχρονα και στις δύο, να πιστεύει ότι η Δημοκρατία είναι αδύνατη υπό τις συνθήκες που ο Μεγάλος Αδελφός έχει διαμορφώσει αλλά ταυτόχρονα να την αξιώνει, να ξεχνά ό,τι είναι αναγκαίο να ξεχαστεί, και να το ξαναφέρνει στη μνήμη του τη στιγμή που χρειάζεται ενώ αμέσως μετά να το ξεχνά πάλι. Όπως ο Όργουελ σημειώνει «αυτή η ίδια η κατανόηση της λέξης «διπλή σκέψη» (που ονομάζεται αλλιώς και «έλεγχος της πραγματικότητας) εμπεριέχει τη χρησιμοποίησή της.
Όποιο πρόσωπο -αν και είναι μάλλον αδόκιμο να χρησιμοποιηθεί για την εν λόγω κοινωνία η έννοια του προσώπου- χάσει, έστω για λίγο, αυτόν τον τόσο περίπλοκο «έλεγχο της πραγματικότητας», περνάει από το καθεστώς της ημι-ύπαρξης σε αυτό της λεγόμενης «εξάτμισης». Η εξάτμιση συνιστά ουσιαστικά τον απόλυτο αφανισμό του: Ο παραβάτης συλλαμβάνεται πάντα νύχτα αφού «σκληρά πρόσωπα περικύκλωναν το κρεβάτι του και εκτυφλωτικά φώτα έπεφταν στα μάτια του». Το όνομά του και κάθε στοιχείο που τον αφορούσε εξαλειφόταν, σβηνόταν από κάθε μορφής κατάλογο. Η ύπαρξή του δεν αναγνωριζόταν ποτέ μετά την «εξάτμιση» και απαγορευόταν ο οιοσδήποτε να μιλήσει περί αυτής.
Μεταφέροντας σκέφτεται συχνά πως ο μεγαλύτερος εχθρός του είναι το νευρικό του σύστημα. Αυτό διότι η παραμικρή κίνηση, ένα ξεφύσημα, ένα ξαφνικό τίναγμα, κάποιο τικ, ένα κουρασμένο βλέμμα, είναι δυνατόν να ερμηνευτεί κατάλληλα και να τον προδώσει. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μόνο το Έγκλημα Σκέψης, μα και το Έγκλημα Έκφρασης.
Ο Μεγάλος Αδελφός δεν αφήνει καμία ελπίδα διαφυγής: Ακόμα και τα παιδιάτων πολιτών, παιδιά όλων των ηλικιών, εκπαιδεύονται ώστε να αναχθούν στα φανατικότερα όντα του συστήματος και εξαιρετικά συχνά γίνονται κατάσκοποι, όχι μόνο των ξένων σε εκείνα ανθρώπων, αλλά και των ίδιων των γονέων τους. Τα παιδιά παρακολουθούν τους ενήλικες με ειδικά, εξελιγμένα όργανα που τους έχουν προσφερθεί (ακουστικά για να ακούνε καλύτερα μέσα από τις κλειδαρότρυπες και άλλα συναφή σύνεργα) και καταδίδουν την παραμικρή ύποπτη κίνηση των ενηλίκων του σπιτιού στην αστυνομία, η οποία τα επιβραβεύει με ποικίλους τρόπους. Φυσικά, οι γονείς οφείλουν πάντοτε να ενθαρρύνουν αυτή την τόσο επιζήμια για τους ίδιους διαδικασία.
Η α ν α κ α τ α σ κ ε υ ή τ η ς ι σ τ ο ρ ί α ς
Ο Ουίνστον εργάζεται στο Υπουργείο Αλήθειας και συγκεκριμένα στο Τμήμα Αρχείων. Στο ίδιο δωμάτιο με αυτόν εργάζονται κι άλλοι, πολλοί συμπολίτες του, ως κρατικοί υπάλληλοι. Κανένας δεν γνωρίζει τι έργο επιτελεί ο διπλανός του. Στους τοίχους του γραφείου του Ουίνστον, υπάρχουν ένας φωνογράφος και τρία στόμια. Το ένα είναι ένας μικρός αεροσωλήνας για τις γραπτές εντολές που του δίνονται «εκ των άνω» και το άλλο ένας μεγαλύτερος από όπου φθάνουν και πάλι «εκ των άνω» οι Τάιμς-αυτή ήταν η ονομασία της επίσημης, κρατικής εφημερίδας. Το τρίτο στόμιο, μια φαρδιά παραλληλόγραμμη σχισμή προστατευόμενη από συρματόπλεγμα, ονομάζεται «τρύπα μνήμης». Εκεί, πετούσε κανείς όλα τα άχρηστα χαρτιά- όχι, όπως θα δούμε, μόνο με τη συνήθη έννοια της λέξης «άχρηστο». Τέτοιες τρύπες, υπήρχαν σε πολλές γωνίες των Υπουργείων.
Ο Ουίνστον, είχε καθήκον να «διορθώνει» άρθρα παλιών εφημερίδων που θεωρούνταν κακώς ενημερωμένα ή εμπεριείχαν για κάποιο λόγο εσφαλμένες πληροφορίες. Η δραστηριότητα αυτή δεν είναι, βέβαια, τόσο αθώα όσο αρχικά παρουσιάζεται. Στην πραγματικότητα, ο Ουίνστον όφειλε να επιβεβαιώνει πως «ο Μεγάλος Αδελφός προβλέπει πάντα αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα.» Για παράδειγμα, αν ο Μεγάλος Αδελφός προέβλεπε στους Times της χτεσινής ημέρας πως θα επικρατούσε ησυχία στο μέτωπο των Νοτίων Ινδιών και σήμερα εξαπολυόταν, σε πλήρη αντίθεση με τα λεγόμενά του, τρομερή επίθεση εναντίον τους, ο Ουίνστον έπρεπε να διορθώσει όλα τα «παλιά νούμερα» ώστε να τα κάνει να συμφωνούν με τα καινούργια-να ξαναγράψει, εν προκειμένω, το άρθρο, το οποίο θα λέει πλέον πως ο Μεγάλος Αδελφός είχε προβλέψει και με το παραπάνω την φοβερή επίθεση στις Ινδίες.
Μόλις μαζεύονταν και γίνονταν η αντιπαραβολή όλων των διορθώσεων που ήταν απαραίτητες για κάθε αριθμό τεύχους των Τάιμς, αυτή η έκδοση ξανατυπωνόταν , η αρχική καταστρεφόταν και στη θέση της τοποθετούσαν στα αρχεία τη διορθωμένη. Αυτή η διαδικασία των συνεχών διορθώσεων δεν αφορούσε μόνο στις εφημερίδες, αλλά και στα βιβλία και στα περιοδικά και στις αφίσες και στα κινούμενα σχέδια, στις ταινίες, στα φυλλάδια, στις ηχητικές εγγραφές, στις φωτογραφίες. Αφορούσε κάθε είδος λογοτεχνίας η εγγράφου που θα μπορούσε να έχει πολιτική ή ιδεολογική σημασία. Μέρα με τη μέρα και σχεδόν από λεπτό σε λεπτό το παρελθόν γίνεται παρόν. Έτσι, κάθε προφητεία του Κόμματος μπορούσε να παρουσιαστεί σωστή με γραπτές αποδείξεις. Δεν επιτρεπόταν να καταχωρηθεί καμιά πληροφορία που ερχόταν σε αντίθεση με τις ανάγκες της στιγμής. Όλη η ιστορία ήταν «από δεύτερο χέρι», σβησμένη και ξαναγραμμένη τόσες φορές όσες κρινόταν απαραίτητο. Από τη στιγμή που γινόταν η αλλαγή κανείς δεν μπορούσε να αποδείξει την παραποίηση. Μια έκδοση των Τάιμς μπορούσε να έχει ξαναγραφτεί δώδεκα φορές είτε λόγω λανθασμένων προβλέψεων είτε λόγω αλλαγής της πολιτικής γραμμής, πάντως υπήρχε στα αρχεία με την αρχική της ημερομηνία.
Και εννοείται πως, το Κόμμα, αρνείται κατηγορηματικά όλες τις μαρτυρίες των ματιών ή των αυτιών ενός ανθρώπου. Ο Όργουελ χαρακτηρίζει την επικρατούσα κατάσταση ως «κατευθυνόμενη τρέλα». Προσθέτει πως, όπως κάποτε ήταν τρελό να πιστεύει κανείς ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο, έτσι ήταν τρελό στην κοινωνία του Μεγάλου Αδελφού κάποιος να θεωρεί πως το παρελθόν είναι αμετάτρεπτο.
Αυτός ο έλεγχος της σκέψης σκόπευε ουσιαστικά σε μια πειθαρχία της μνήμης. Χωρίς κανενός είδους αποδείξεις ο κάθε πολίτης δεν θα μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του παρά μικρά, ανεπιβεβαίωτα και ανασφαλή αποσπάσματα ενός παρελθόντος εντελώς αβέβαιου το οποίο κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται σε μεγάλη η και σε ολοκληρωτική αντίθεση με τις υπάρχουσες ανακατασκευασμένες πλην όμως «ορθόδοξες» γραπτές μαρτυρίες. Άλλωστε, η βασική αρχή του Κόμματος για το εν λόγω ζήτημα, μας διαφωτίζει πλήρως σε σχέση με τις σκοπιμότητες του:
«Όποιος ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν
κι όπως ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον.»
Ο Ουίνστον σκέφτεται πως δεν πρόκειται καν για πλαστογραφία αλλά για αντικατάσταση της μιας ανοησίας από μιαν άλλη αφού, το μεγαλύτερο μέρος του υλικού για το οποίο λειτουργούσε όλος αυτός ο μηχανισμός δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Παραταύτα, η δουλειά του ήταν κατά βάση η μόνη του διασκέδαση, αφού πολλές από τις εντολές που λάμβανε αποτελούσαν πολυσύνθετους γρίφους μέσα στους οποίους χανόταν ξεχνώντας για λίγο την υπόλοιπη κάθε άλλο παρά ευχάριστη πραγματικότητά του.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου ας αναφέρουμε πως ένα πράο, άβουλο, ονειροπαρμένο πλάσμα με τριχωτά αυτιά που λεγόταν Άμπλφορθ, με εκπληκτικό ταλέντο στην κατασκευή στίχων και μέτρων, είχε αναλάβει να φτιάχνει διαστρεβλωμένες παραλλαγές-τις ονόμαζαν «οριστικά κείμενα» ― ποιημάτων που ήταν ιδεολογικά εναντίον του Κόμματος, αλλά για κάποιο λόγο έπρεπε να παραμείνουν στις ανθολογίες.
Η Ν έ α Ο μ ι λ ί α
Η Νέα Ομιλία (Newspeak)ήταν η επίσημη γλώσσα της Ωκεανίας και εφευρέθηκε για να καλύψει τις ανάγκες του ΑΓΓΣΟΣ. Στα 1984 δεν υπήρχε ακόμα κανείς που να χρησιμοποιεί τη Νέα Ομιλία σαν μοναδικό μέσο επικοινωνίας είτε στην Ομιλία είτε στη γραφή. Τα κύρια άρθρα των Τάιμς γράφονταν με αυτό τον τρόπο αλλά αυτό ήταν ένα κατόρθωμα που δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο από έναν ειδικό. Υπολόγιζαν ότι η Νέα Ομιλία θα υποσκελίσει την Παλαιά Ομιλία(τη συνηθισμένη γλώσσα όπως θα έπρεπε να τη λένε)γύρω στο 2050.
Εντωμεταξύ κέρδιζε σταθερά έδαφος. Τα μέλη του Κόμματος χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους κουβέντα ολοένα και περισσότερες λέξεις, καθώς και τη σύνταξη της Νέας Ομιλίας. Η έκδοση που χρησιμοποιούσαν το 1984 και που είχε ενσωματωθεί με την 9η και την 10η έκδοση του Λεξικού της Νέας Ομιλίας ήταν προσωρινή και περιείχε πολλές περιττές λέξεις και αρχαϊκούς τύπους που έπρεπε να καταργηθούν αργότερα. Ο σκοπός του εγχειρήματος της Νέας Ομιλίας θα ολοκληρωνόταν στην 11η, τελευταία και τελειοποιημένη έκδοση του εν λόγω Λεξικού.
Ο σκοπός της Νέας Ομιλίας ήταν όχι μόνο να δώσει έναν τρόπο έκφρασης της κοσμοθεωρίας και των διανοητικών συνηθειών του ΑΓΓΣΟΣ, αλλά και να καταργήσει κάθε άλλο τρόπο σκέψης. Η πρόθεση που υπήρχε ήταν, όταν η Νέα Ομιλία υιοθετηθεί μια για πάντα και η Παλαιά Ομιλία ξεχαστεί, μια σκέψη αιρετική, δηλαδή μια σκέψη που βρίσκεται σε διάσταση με τις αρχές του ΑΓΓΣΟΣ, να είναι αδύνατον να γίνει τουλάχιστον ως το βαθμό που η σκέψη εξαρτάται από τις λέξεις.
Το λεξιλόγιο της Νέας Ομιλίας ήταν έτσι φτιαγμένο, ώστε να δίνει μια ακριβή και συχνά με πολλές αποχρώσεις έκφραση, σε κάθε έννοια που ένα μέλος του Κόμματος θα ήθελε να εκφράσει με τον κατάλληλο τρόπο, αποκλείοντας συγχρόνως όλες τις άλλες έννοιες κι ακόμα και τη δυνατότητα να τις πλησιάσει κανείς με έμμεσες μεθόδους.
Σε αυτό το σκοπό συνέβαλαν, πρώτον, η εφεύρεση καινούργιων λέξεων, αλλά κυρίως η εξάλειψη ανεπιθύμητων λέξεων και η απογύμνωση των λέξεων με ανορθόδοξο νόημα που απέμειναν, από κάθε δευτερεύουσα έννοια. Έτσι η λέξη «ελεύθερος» εξακολουθούσε να υπάρχει στη Νέα Ομιλία, αλλά δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παρά σε φράσεις όπως «ο δρόμος είναι ελεύθερος» ή «θα είμαι ελεύθερος από τις τρεις ως τις πέντε». Δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με την παλιά έννοια της πολιτικής ελευθερίας ή της διανοητικής ελευθερίας. Η πολιτική και η διανοητική ελευθερία δεν υπήρχαν πια ούτε καν με τη μορφή της γενικής ιδέας, επομένως αναγκαστικά δεν είχαν και όνομα.
Εκτός από την κατάργηση των λέξεων με αιρετικό περιεχόμενο, η μείωση του λεξιλογίου θεωρείτο αυτοσκοπός και δεν άφησαν να επιζήσει καμιά λέξη που έκριναν περιττή. Η Νέα Ομιλία είχε σαν σκοπό όχι να εξαπλώσει αλλά να περιορίσει τον ορίζοντα της σκέψης και αυτός ο σκοπός εξυπηρετήθηκε άμεσα μειώνοντας στο ελάχιστο την εκλογή των λέξεων.
Η Νέα Ομιλία βασίστηκε πάνω στην Αγγλική γλώσσα όπως την ξέρουμε, παρ’όλο που πολλές φράσεις της Νέας Ομιλίας ακόμα και όταν δεν περιέχουν καμιά καινούργια λέξη, θα ήταν δύσκολα καταληπτές στην εποχή μας.
Η Νέα Ομιλία, η μόνη γλώσσα στον κόσμο της οποίας το λεξιλόγιο λιγοστεύει κάθε χρόνο, στοχεύει ουσιαστικά σε μιαν ουδετεροποίηση της γλώσσας. Αρκεί να σκεφτούμε πως, σύμφωνα με τα λόγια του Σαϊμ, ενός από την τεράστια ομάδα εμπειρογνωμόνων που ασχολούνταν με την οριστική έκδοση του λεξικού, όλη η θεωρία του κακού θα μπορούσε, όταν η γλώσσα έφτανε στο τελικό της στάδιο, να εκφραστεί μέσα σε έξι λέξεις. Ο Σάιμ συμπληρώνει: «Η επανάσταση θα ολοκληρωθεί όταν κατορθωθεί η έλλειψη συνείδησης. Ορθοδοξία σημαίνει να μην σκέφτεσαι. Δεν υπάρχει λόγος να σκέφτεσαι! Θα κάνουμε αδύνατο το έγκλημα σκέψης, διότι δεν θα υπάρχει καμία λέξη για να το εκφράσεις». Το τελευταίο αυτό στάδιο της γλώσσας οι καθεστωτικοί το ονομάζουν μάλιστα «παπιομιλιά». Αυτό, διότι στην εν λόγω φάση οι άνθρωποι δεν θα μιλούν κανονικά, αλλά θα κρώζουν παράγοντας ήχους παρόμοιους με αυτούς των πουλιών και δεν θα καταλαβαίνουν ακριβώς τι αρθρώνουν, παρά θα μιλούν ρομποτικά θυμίζοντας όχι ανθρώπους αλλά ανδρείκελα.
Τ ί θ α κ ά ν α μ ε χ ω ρ ί ς β α ρ β ά ρ ο υς
Ο Ουίνστον δεν θυμάται καμία περίοδο στη ζωή του που η χώρα του να μη βρισκόταν σε πόλεμο: «Το ιδανικό που είχε ορίσει το Κόμμα ήταν κάτι τεράστιο, τρομερό, αστραφτερό, ένας κόσμος από ατσάλι και μπετόν με τερατώδεις μηχανές και φοβερά όπλα, ένα έθνος από πολεμιστές και φανατικούς που προχωρούσαν εμπρός μέσα σε τέλεια ενότητα, που έκαναν τις ιδέες σκέψεις, κραύγαζαν τα ίδια συνθήματα, που αιώνια εργάζονταν, πολεμούσαν, θριάμβευαν, καταδίωκαν. 300 εκατομμύρια άνθρωποι, όλοι με το ίδιο πρόσωπο.» Όπως προείπαμε, η Ωκεανία παρουσιάζεται ως μία από τις τρεις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου. Οι άλλες δυο είναι η Ευρασία ή η Ανατολασία, οι οποίες βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ωκεανία εναλλάξ.
Ο βασικότερος όμως «Εχθρός του Λαού» είναι ο Εμμανουήλ Γκολντστάιν. Πρόκειται για το σύμβολο του αποστάτη, του παραβάτη, ενός ανθρώπου που υπήρξε κάποτε ως μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του Κόμματος, σχεδόν στο επίπεδο του Μεγάλου Αδελφού, και μετά ανακατεύτηκε σε αντεπαναστατικές ενέργειες, καταδικάστηκε σε θάνατο, και κατά μυστήριο τρόπο δραπέτευσε και εξαφανίστηκε. Ήταν ο μεγαλύτερος προδότης όλων, το πρόσωπου που «κηλίδωνε την αγνότητα του Κόμματος».
Μια πολύ ενδιαφέρουσα και ενδεικτική πρακτική που εφάρμοζε καθημερινά το Κόμμα στα γραφεία όπου εργάζονταν οι υπάλληλοί του, ήταν το λεγόμενο «Δίλεπτο Μίσους». Σε κάθε χώρο εργασίας, σε μια συγκεκριμένη στιγμή της μέρας ή και σε περισσότερες, οι εργαζόμενοι μαζεύονταν γύρω από τη γιγάντια τηλεοθόνη, για να ακούσουν τον Γκολστάιν να εξαπολύει θανάσιμη επίθεση εναντίον του Μεγάλου Αδελφού. Το ακροατήριο ήταν υποχρεωμένο να φανατιστεί, να ξεσπάσει σε κραυγές λύσσας εναντίον του «Εχθρού» και να οδηγηθεί σε οργιαστικό παραλήρημα από ύβρεις που κατέληγαν σε ακατανόητα βελάσματα-ουρλιαχτά. Το εντυπωσιακό με τον Γκολστάιν είναι πως, ενώ πρόκειται για τον ορισμό του μισητού προσώπου, πάντα υπάρχουν νέα θύματα έτοιμα να παραπλανηθούν από αυτόν. Ο ίδιος είχε ιδρύσει την περιβόητη «Αδελφότητα», ένα μυστικό δίκτυο συνωμοτών με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης. Υποτίθεται μάλιστα πως είχε συγγράψει ένα τρομερό και δυσεύρετο βιβλίο με θέμα αυτήν ακριβώς την εναντίωσή του στο Μεγάλο Αδελφό.
Στο «Δίλεπτο Μίσους» ο Ουίνστον, προσπαθώντας να κρύψει βέβαια την απόγνωσή του από την απελπιστική ροή των πραγμάτων εν γένει, δεν παύει να αναζητά έστω ένα βλέμμα, ενός μόνο προσώπου που να αποκαλύπτει, ελάχιστα τουλάχιστον, πολιτική ανορθοδοξία. Κάποια στιγμή εντοπίζει τον Ο΄ Μπράιεν ο οποίος μοιάζει να κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση. Ο τελευταίος, κάποιο καιρό αργότερα, συναντά τον Ουίνστον σε κάποιο διάδρομο Υπουργείου, τον προσκαλεί στο σπίτι του και μέσα από μυστικές διαδικασίες του παραχωρεί το δήθεν πολύτιμο ΒΙΒΛΙΟ του Γκολστάιν. Ο πρωταγωνιστής διαβάζοντας το δεν μαθαίνει τίποτα καινούργιο για την κατάσταση που τον περιβάλλει ούτε του γεννιέται ελπίδα για μια ενδεχόμενη ανατροπή της διότι το σύγγραμμα δεν εμπεριέχει κανενός είδους λύσεις. Σύντομα αποκαλύπτεται πως ο Ομπράιεν δεν είναι παρά ένα από τα περισσότερο ισχυρά στελέχη του Κόμματος, πιθανότατα αρχηγός της Αστυνομίας της Σκέψης. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου είναι εκείνος που τον συλλαμβάνει και τον βασανίζει μέχρι τελικής πτώσεως.
Ουσιαστικά, πουθενά μέσα στις σελίδες του 1984 δεν αποδεικνύεται πειστικά η ύπαρξη εχθρών. Πιο πολύ δίνεται μάλλον η εντύπωση πως είναι άλλη μία πρακτική του Κόμματος προκειμένου να ιεροποιήσει τον εαυτό του. Κάλλιστα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ο Γκολστάιν είναι ανύπαρκτος και πως ακόμη όλες εκείνες οι τρομερές συγκρούσεις της Ωκεανίας με ξένες δυνάμεις είναι κατασκευάσματα της κυβέρνησης που, κρατώντας τους πολίτες σε έναν διαρκή εκφοβισμό, τους δημιουργεί ψευδείς ανάγκες προστασίας, επιβεβαιώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητά της και τη θέση της. Όμως ούτε και αυτό το ψεύδος μας διευκρινίζει ο Όργουελ, θέλοντας να μετατοπίσει αλλού την ουσία της κατάστασης και να δείξει πως τα σύνθετα ζητήματα δεν έχουν εύκολες απαντήσεις. Αναγράφεται βέβαια σε κάποιο σημείο της «βίβλου» του Γκολστάιν πως, στόχος του πολέμου είναι απλά να καταστρέφεται ο ανθρώπινος μόχθος, να καταναλίσκονται δηλαδή τα βιομηχανικά προϊόντα χωρίς να πραγματοποιείται άνοδος του βιοτικού επιπέδου, γεγονός που ίσως ενθάρρυνε τους πολίτες στο να εξεγερθούν. Μια ιεραρχική, λοιπόν, κοινωνία, όπως αυτή που δημιούργησε ο Μεγάλος Αδελφός, δεν μπορούσε να βασιστεί με ασφάλεια παρά στη φτώχια και στην άγνοια.
Πρέπει τέλος να παρατηρήσουμε πως η ίδια η λέξη πόλεμος είναι εσφαλμένη αν την αντιληφθούμε με την έννοια που είθισται να γίνεται αντιληπτή, εφόσον την καταργεί το διαρκές του πολέμου. Κι όταν ο πόλεμος γίνεται κυριολεκτικά αδιάκοπος, παύει να είναι επικίνδυνος. Γι’αυτό άλλωστε και το σύνθημα: «Ο πόλεμος είναι ειρήνη».
Έ ρ ω τ α ς: Η κ α τ ε ξ ο χ ή ν π ο λ ι τ ι κ ο π ο ι η μ έ ν η π ρ ά ξ η
Στην κοινωνία του Μεγάλου Αδελφού, η ιδιωτική ζωή θεωρείται εκκεντρικότητα και ατομισμός. Στην πραγματικότητα, είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να νιώσει κανείς οποιοδήποτε συναίσθημα, όπως ας πούμε αγάπη ή πόθο, χωρίς αυτό να είναι ανακατωμένο με φόβο ή μίσος. Οι γάμοι από φυσική έλξη δεν εγκρίνονται. Μοναδικός σκοπός του γάμου είναι η δημιουργία παιδιών από «καθήκον προς το Κόμμα». Στα άμεσα σχέδια του Κόμματος είναι μάλιστα να εφαρμοστεί καθολικά η μέθοδος της τεχνητής γονιμοποίησης ως μοναδική μέθοδος τεκνοποιίας.
Οι νέες γυναίκες παρουσιάζονται ως αντιπαθητικά νευρωτικά πλάσματα. Οι πλέον λυγερόκορμες είναι συνήθως και οι πλέον απωθητικές. Περνούν-όπως όλοι άλλωστε-τον περισσότερο χρόνο τους στην εργασία τους, και έπειτα σε αθλητικούς συλλόγους και σε Αντισεξουαλικούς Συνδέσμους Νεολαίας, έτσι ώστε να μην υπάρχει καθόλου καιρός μοναξιάς ή συνεύρεσης με πρόσωπα της επιλογής τους. Θεωρείται αυτονόητο πως από το σεξ πρέπει να αφαιρεθεί κάθε ηδονικό στοιχείο.
Ο Ουίνστον συναντά για πρώτη φορά τη Τζούλια σε κάποιο «δίλεπτο μίσους». Την αντιπαθεί από την πρώτη στιγμή για τον φανατισμό και την ολοκληρωτική της αφοσίωση στο Κόμμα. Εκείνη όμως, βρίσκει τρόπο να του εξομολογηθεί τον έρωτά της και να τον συναντήσει σε κάποιο απόμερο εξοχικό μέρος. Του αποκαλύπτει πως αυτή η πρόφαση ορθοδοξίας, κανονικότητας και υπερβολικού ενδιαφέροντος για τα πολιτικά πράγματα αποτελεί την ασφάλειά της, αφού, εφόσον δεν θεωρείται ύποπτη, της ασκείται λιγότερος έλεγχος και μπορεί να κάνει περισσότερες παρασκηνιακές ανορθόδοξες επιλογές-έτσι νόμιζε τουλάχιστον.
Πάντως είναι αλήθεια πως ο Ουίνστον θεωρητικοποιεί πολύ περισσότερο την πραγματικότητά του και όσα τον κάνουν να θλίβεται, ενώ η Τζούλια έχει μάθει να επιδοκιμάζει ή να αποδοκιμάζει τα γενόμενα χωρίς να καταναλώνει περισσότερη ενέργεια σκεπτόμενη αίτια και συνέπειες. Θα λέγαμε πως έχει μια πιο θετική αντιμετώπιση απέναντι στη ζωή, ίσως και εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της, χωρίς να σημαίνει πως δεν κάνει κριτική, αφού μάλλον με περισσότερο ενθουσιασμό απ’ότι ο Ουίνστον υπερασπίζει την επανάσταση ενάντια στην τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Ο Όργουελ σχολιάζει χαρακτηριστικά πως το κακό δεν άφηνε σ’αυτήν κανένα υπόλειμμα, ακριβώς όπως ένα σπυρί σιτάρι που διαπερνά το σώμα ενός πουλιού χωρίς να χωνευτεί.
Ο Ουίνστον και η Τζούλια καταφέρνουν να νοικιάσουν από κοινού ένα δωμάτιο που βρίσκεται στην κατοχή ενός παντοπώλη, σε μια προλεταριακή γειτονιά. Από εκείνη τη στιγμή η μεγαλύτερη κατάκτηση και ευτυχία για τους δύο, είναι που έχουν τη δυνατότητα να περνούν μαζί, σε αυτό το σπίτι, κάποιες ώρες κάθε βδομάδα. Γνωρίζουν ότι η πράξη τους είναι η πλέον ανορθόδοξη και πως ανά πάσα στιγμή θα τους συλλάβουν. Όμως, ακόμη και το ότι επιτεύχθηκε μια βραχυπρόθεσμη ευτυχία, αλλά κυρίως, μια μυστική αντίδραση στο μισητό κατεστημένο, είναι γι’αυτούς μέγιστη προσωπική κατάκτηση.
Η τ ρ ί τ η τ ά ξ η
Οι προλετάριοι αποτελούν το 80% της κοινωνίας του Μεγάλου Αδελφού. Εκείνοι, όπως και τα ζώα, είναι τα μοναδικά όντα στο κράτος που αποκαλούνται ελεύθερα. Ο Ουίνστον θεωρεί πως αν υπάρχει ελπίδα για την ανατροπή του καθεστώτος βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο σε αυτούς. Όμως, οι ελπίδες του διαψεύδονται: Περιδιαβαίνοντας στις προλεταριακές γειτονιές, βρίσκεται αντιμέτωπος με φοβερούς καβγάδες, και ενώ ελπίζει πως πρόκειται για τον πρόλογο κάποιας αντικαθεστωτικής εξέγερσης, δεν είναι παρά η μάχη για την κατοχή μιας μαγειρικής κατσαρόλας.
Οι προλετάριοι είναι ελεύθεροι απλά και μόνο γιατί θεωρούνται τελείως ακίνδυνοι. Χαρακτηριστική είναι η σκέψη του Ουίνστον, πως «δεν θα επαναστατήσουν αν δεν αποκτήσουν συνείδηση και δεν θα αποκτήσουν συνείδηση εάν δεν επαναστατήσουν. Η ζωή τους ξοδεύεται στην εργασία και την αναπαραγωγή.
Ταυτόχρονα όμως, είναι με κάποιο τρόπο και οι μόνοι που διασώζουν, εν μέρει εν αγνοία τους, το παλαιό στοιχείο, εξασφαλίζοντας έτσι στο, καθ’όλα προγραμματισμένο, παρόν, μιαν αναπάντεχη σχέση με το, «σατανικό» για τους καθεστωτικούς, παρελθόν. Τα σπίτια τους, τα σκεύη που χρησιμοποιούν, τα ρούχα τους, η γλώσσα που μιλούν, η καθημερινότητά τους, όλα παραπέμπουν στη ζωή πριν την Επανάσταση. Γνωρίζοντάς το αυτό, ο Ουίνστον αποφασίζει να πλησιάσει και να ρωτήσει τους παλαιότερους εξ’αυτών αν ζούσαν καλύτερα πριν η μετά την εγκατάσταση της δικτατορίας του Μεγάλου Αδελφού. Με μεγάλη του απογοήτευση προσκρούει στη μνήμη των προλετάριων που δεν είναι παρά ένας σωρός από άχρηστες λεπτομέρειες. Οι κουβέντες που κάνει μαζί τους καταλήγουν σε ασυνάρτητους μονολόγους των ίδιων, οι οποίοι άκριτα και αλόγιστα εξιστορούν αποσπάσματα των προσωπικών τους μικρόκοσμων, ουσιαστικά παραληρώντας.
Ένας πρωτόγονος πατριωτισμός που τους διακρίνει δεν έχει την παραμικρή σχέση με πολιτική συνείδηση. Το Κόμμα ενδιαφέρεται άλλωστε να τους κρατήσει όσο τον δυνατόν πιο μακριά από την πραγματικότητα. Φροντίζει μάλιστα για τον αποπροσανατολισμό τους. Ενδεικτικό του τελευταίου είναι η ύπαρξη ενός λαχείου με τεράστια πλην όμως υποτιθέμενα κέρδη, το οποίο το εκδίδει και το παρέχει το Κόμμα ειδικά στις προλεταριακές μάζες. Οι προλετάριοι το αγοράζουν με τις λιγοστές οικονομίες τους και αναμένουν με αγωνία κάθε φορά τα αποτελέσματα, όμως, οι τυχεροί αριθμοί ποτέ δεν είναι οι δικοί τους, αφού η όλη υπόθεση είναι ανύπαρκτη επί της ουσίας.
Α γ ά π η γ ι α τ ο π α ρ ε λ θ ό ν
Ο Ουίνστον και η Τζούλια, προκειμένου να αποδεσμευτούν έστω και ελάχιστα από το δυσβάσταχτο φορτίο του παρόντος και του μέλλοντος-το τελευταίο ούτε για μια στιγμή δεν προβλέπεται ευνοϊκότερο-με κάθε αφορμή επιδιώκουν να συνδεθούν με στοιχεία του παρελθόντος. Το παρελθόν μοιάζει καλύτερο, πιο ανθρώπινο και γι’αυτό εξιδανικεύεται.
Οι δύο προσπαθούν να συλλέξουν αντικείμενα που ανήκουν σε άλλη εποχή, πριν την Επανάσταση, και τα βρίσκουν πάντοτε όμορφα, ακόμη κι όταν δεν καταλαβαίνουν την χρησιμότητά τους. Ο Ουίνστον αγοράζει παλιούς πίνακες, ακόμη και σπασμένα διακοσμητικά αντικείμενα. Η Τζούλια αγοράζει επίσης πράγματα από τις προλεταριακές γειτονιές, όπως φουστάνια, παπούτσια με τακούνια, σετ μακιγιάζ, απαγορευμένα για τα μέλη του Κόμματος, προκειμένου να νιώσει περισσότερο γυναίκα. Τα συνδέει όλα αυτά με την ελευθερία της. Το ζευγάρι, αγαπά να ακούει τα τραγούδια της προλετάριας γυναίκας η οποία ζει κάτω από το δωμάτιο που έχουν νοικιάσει. Προσπαθούν να απομνημονεύσουν τους στίχους και να αποκωδικοποιήσουν τη σημασία τους. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Ουίνστον βρίσκει πολύ όμορφη την εν λόγω μεσήλικη παχουλή γυναίκα με τα πολλά παιδιά και τα τραχιά χέρια, πιο όμορφη από τις λυγερές κοπέλες του Κόμματος, τις οποίες θεωρεί ψυχρές, καταπιεσμένες και ανελεύθερες (φυσικά έτσι υποχρεούται και ο ίδιος να συμπεριφέρεται) ή αλλιώς παθολογικά ορθόδοξες, πράγμα που τον κάνει να τις αντιμετωπίζει με ακόμη μεγαλύτερη απέχθεια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάγκη του πρωταγωνιστή να ανακαλεί διαρκώς μικρές, αποσπασματικές μνήμες από το μακρινό παρελθόν του, ιδίως από την παιδική του ηλικία, προκειμένου να οικοδομήσει με αυτές έναν ζωτικό χώρο μέσα στο κεφάλι του, σωτήριο χώρο, αντιστεκόμενο στην ανυπόφορη εξωγενή πραγματικότητα.
Ο Όργουελ σημειώνει, ερμηνεύοντας ουσιαστικά αυτή την «αγάπη για το παρελθόν», πως, απορρίπτοντας κανείς την καθημερινότητά του ως μονίμως δυσβάσταχτη, αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας άλλης, διαφορετικής, καλύτερης πραγματικότητας, κάπου άλλου: «ΙΣΩΣ να ήταν αλήθεια ότι ο μέσος άνθρωπος ζούσε καλύτερα τώρα απ’ότι πριν από την Επανάσταση. Η μόνη μαρτυρία για το αντίθετο ήταν η σιωπηλή διαμαρτυρία που ένιωθες μέσα σου, το ενστικτώδες αίσθημα ότι οι συνθήκες της ζωής σου σήμερα είναι ανυπόφορες και ότι κάποτε στο παρελθόν θα πρέπει να ήταν διαφορετικές (…)»
Κι αφού το μέλλον προοιωνίζεται εξίσου οδυνηρό, μοναδική ελπίδα διαφυγής είναι η δημιουργία μιας προσωπικής-και διαπροσωπικής-μυθιστορίας, που καθίσταται δυνατή μόνο μέσω της ανοικοδόμησης του παρελθόντος.
Β ί α κ α ι υ π ο τ α γ ή
Όπως προαναφέρθηκε, στο τρίτο μέρος του βιβλίου, περιγράφεται η κατάσταση του Γουίνστον μετά τη σύλληψή του: Ο πρωταγωνιστής, εγκλωβισμένος στις κρατικές φυλακές, σε κελιά μέσα στα οποία δεν υπάρχει καθόλου η αίσθηση του χρόνου-αδύνατον να καταλάβει κάποιος αν είναι μέρα ή νύχτα-υποβάλλεται σε άπειρα βασανιστήρια ασιτίας, αϋπνίας και κάθε είδους κακοποίησης, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αναλαμβάνει ο δήθεν ανορθόδοξος αντικαθεστωτικός μα στην πραγματικότητα βασικό μέλος του Εσωτερικού Κόμματος και της Αστυνομίας της Σκέψης, Ο΄Μπράιεν, ο οποίος θέτει το ζήτημα ως εξής: «Μην φανταστείς ότι θα σωθείς Ουίνστον, ακόμη κι αν μας παραδοθείς ολοκληρωτικά. Ό,τι σου συμβαίνει εδώ, θα σε σημαδέψει για πάντα. Ποτέ ξανά δεν θα είσαι ικανός να νιώσεις ένα οποιοδήποτε ανθρώπινο αίσθημα. Το κάθε τι θα νεκρώσει μέσα σου. Θα είσαι κούφιος. Θα σε στύψουμε ώσπου ν’αδειάσεις και έπειτα θα σε γεμίσουμε με τους εαυτούς μας(…)ΟΙ Γερμανοί Ναζί και οι Ρώσοι Κομμουνιστές μας πλησίασαν πολύ στις μεθόδους, αλλά δεν είχαν ποτέ το θάρρος να αναγνωρίσουν τα κίνητρά τους. Εμείς ξέρουμε πως κανείς δεν αρπάζει την εξουσία με την πρόθεση να την αφήσει έπειτα. Η εξουσία δεν είναι μέσον, είναι σκοπός. Δεν εγκαθιδρύει κανείς μια δικτατορία για να προστατέψει μια επανάσταση. Το αντικείμενο της καταδίωξης είναι η καταδίωξη. Το αντικείμενο των βασανιστηρίων είναι τα βασανιστήρια. Το αντικείμενο της εξουσίας είναι η εξουσία. Αρχίζεις τώρα να με καταλαβαίνεις;»
Η αισιοδοξία του Ουίνστον (και της Τζούλιας) πως όση βία κι αν ασκηθεί πάνω του, τα βάθη της ψυχής του θα μείνουν απαραβίαστα, διαψεύδεται: Οι εξαντλητικές ανακρίσεις, τα παραισθησιογόνα, η συστηματική καταγραφή όλων των αντιδράσεων του νευρικού συστήματος από ευαίσθητα όργανα, η απομόνωση, η βαθμιαία ελάττωση της αντίστασης από τις κακουχίες, τον κάνουν να ομολογήσει όσα έκανε ή σκέφτηκε ποτέ του, μα πολύ περισσότερο όσα δεν έκανε, κάθε ενδεχόμενη και μη ενδεχόμενη πράξη, αδυνατώντας στο τέλος να ξεχωρίσει και ο ίδιος το πραγματικό από το φανταστικό.
Αποκορύφωμα της βιαιότητας στα κρατητήρια συνιστά ο περιβόητος θάλαμος 101 που συμβολίζει μια ατελείωτη μάχη με τον προσωπικό εφιάλτη του κάθε φυλακισμένου. Ο Ούινστον εν προκειμένω, χρειάστηκε να παλέψει με τα ποντίκια μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι να αποδεχτεί πραγματικά-προσοχή!όχι να ψεύδεται ενσυνείδητα, να το αποδεχτεί-ότι «δύο και δύο ίσον πέντε».
Μετά από μέρες και μήνες βασανιστηρίων και αδιανόητης μεταχείρισης, όντας ισχνός, απόλυτα αδύναμος, ξεδοντιασμένος, γεμάτος πληγές και πενταβρώμικος, κάθε άλλο παρά υγιής, ο νέος Ουίνστον « κοίταξε το τεράστιο πρόσωπο. Του χρειάστηκαν πάνω από σαράντα χρόνια για να μάθει τι είδους χαμόγελο κρυβόταν πίσω από το μαύρο μουστάκι. Ω σκληρή, ανώφελη παρεξήγηση! Ω πεισματάρη που εξορίστηκες με τη θέλησή σου από την πατρική αγκαλιά! Δυο δάκρυα που μύριζαν τζιν κύλησαν στα πλάγια της μύτης του. Αλλά όλα ήταν εντάξει, όλα πήγαιναν καλά, ο αγώνας είχε τελειώσει. Είχε κερδίσει τη μάχη με τον εαυτό του. ΑΓΑΠΟΥΣΕ το Μεγάλο Αδελφό.»
Ε π ί λ ο γ ο ς : Η δ υ σ τ ο π ί α τ ο υ π α ρ ό ν τ ο ς κ α ι η θ έ α τ ο υ μ έ λ λ ο ν τ ο ς
«Το τελευταίο μου μυθιστόρημα δεν προτίθεται να επιτεθεί στον Σοσιαλισμό ή στο Βρετανικό Εργατικό Κόμμα (του οποίου είμαι υποστηρικτής), αλλά να καταδείξει τις διαστροφές στις οποίες υπόκειται μία οικονομία κεντρικής διαχείρισης, ζήτημα το οποίο έχει μερικώς πραγματοποιηθεί στον Κομμουνισμό και το Φασισμό. Δεν πιστεύω πως το είδος της κοινωνίας που περιγράφω απαραίτητα θα υπάρξει στο μέλλον, αλλά πιστεύω (λαμβάνοντας υπ’όψιν μεταξύ άλλων πως το βιβλίο μου είναι μία σάτιρα) ότι κάτι παρεμφερές με αυτό μπορεί να επιτευχθεί. Θεωρώ επίσης ότι οι ολοκληρωτικές ιδέες έχουν ριζωθεί στα κεφάλια των απανταχού διανοούμενων και προσπαθώ μέσω αυτού του μυθιστορήματος να τις οδηγήσω στις λογικές τους συνέπειες. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Βρετανία έτσι ώστε να καταστεί σαφές ότι οι αγγλόφωνες φυλές δεν είναι εκ φύσεως καλύτερες από οποιεσδήποτε άλλες και ότι ο ολοκληρωτισμός, αν δεν πολεμηθεί, μπορεί να ριζώσει παντού(…) Για κάποιο λόγο, σχεδόν όλη η Αγγλική Αριστερά έχει οδηγηθεί στο να αποδεχθεί το Ρωσικό καθεστώς σαν «σοσιαλιστικό», ενώ σιωπηλά αναγνωρίζεται πως το πνεύμα και οι πρακτικές του είναι εντελώς ξένες σε ό,τι σημαίνει σοσιαλισμός. Όμως, έχει υιοθετηθεί ένας σχιζοφρενικός τρόπος σκέψης, κατά τον οποίο λέξεις όπως «δημοκρατία» μπορούν να έχουν δύο αλληλοσυγκρουόμενες σημασίες και έννοιες όπως «στρατόπεδα συγκέντρωσης ή «ομαδικές μετακινήσεις» μπορούν να ερμηνεύονται ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά»
(Απόσπασμα από γράμμα του Orwell στον Francis A. Hendon (United Automobile Workers Union), 16 Ιουνίου 1949)
Αν εξαιρέσουμε την πρόβλεψη για την πολλαπλή, μαζική και συστηματική χρήση της τηλεοθόνης που δεν είναι καθόλου μικρό επίτευγμα αλλά ούτε και το μόνο, το 1984 αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα βιβλίο του οποίου ο προφητικός χαρακτήρας έχει υπερτονιστεί, αν λάβουμε υπ’όψιν μας την εξαιρετικά στενή του σχέση με τον χώρο και το χρόνο γύρω από την περίοδο κατά την οποία γράφτηκε-εξ’ου και «παροντική δυστοπία». Ο ίδιος ο Όργουελ, άλλωστε, σπεύδει να επισημάνει πως πρόκειται για μια σάτιρα, μια ιδιοφυή κριτική θα λέγαμε, δύο υπαρκτότατων καθεστώτων στα οποία εκατομμύρια άνθρωποι επένδυσαν: Του Κομμουνιστικού και του Ναζιστικού. Οι συνθήκες διαβίωσης, το κανονιστικό πρότυπο, τα «νόμιμα» και «μη νόμιμα» προϊόντα προς κατανάλωση, η εργασία, ο παραλογισμός, ο απομονωτισμός, ακόμη και οι συνθήκες θανάτου (πρβ. «εξάτμιση»), όλα όσα ιστορούνται μα κι εκείνα που εμμέσως τίθενται, είναι «πράγματα της πραγματικότητας».
Το 1984 δεν εμπεριέχει απολύτως κανένα στοιχείο μεταφυσικής. Ο συγγραφέας αποπειράται να σχηματοποιήσει υπαρκτές πολιτικοκοινωνικές πρακτικές τραβώντας τες στα άκρα. Ο ίδιος, έχοντας εργαστεί ως δημοσιογράφος, έχοντας πολεμήσει στον Ισπανικό Εμφύλιο, έχοντας ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, έχοντας διαφωνήσει και αποχωρήσει από χώρους αυτής, διακρίνεται από μία πολυπρισματική προσέγγιση που του επιτρέπει να διεισδύσει και να αξιολογήσει το ολοκληρωτικό καθεστώς από πολλών ειδών πλευρές: Οι παρατηρήσεις του αφορούν ζητήματα κοινωνικά, θέματα ατομικής ψυχολογίας, πολιτικής διαχείρισης, τεχνολογίας. Από το έργο του αυτό, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για τους φόβους των ανθρώπων εκείνης της εποχής, όπως καταγράφονται μέσω της ευαισθησίας και της, υψηλής ποιοτικά, αντίληψης του συγγραφέα. Τους φόβους αυτούς θα ήταν ενδιαφέρον να τους συγκρίνουμε και με τους φόβους του καιρού μας: Δημιουργούνται σήμερα αναλόγου ύφους δυστοπίες; Πώς θα μπορούσε να εκφραστεί ένας μελλοντικός ολοκληρωτισμός; Τί από τον ορυμαγδό της τεχνολογικής εξέλιξης προοιωνίζεται επίφοβο; Ποιός θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του «Μεγάλου Αδελφού»;
Στο εφιαλτικό 1984, οι περισσότεροι εφιάλτες είτε υπονοούνται είτε έπονται. Όσο για τις στιγμές αισιοδοξίας, είναι ελάχιστες και συγκρατημένες. Εντυπωσιακό είναι πως, το―κυριολεκτικά―ιστορικής σημασίας, αυτό, βιβλίο, που αναμφίβολα ανάγεται σε μια διαχρονική προειδοποίηση και ,όπως λέγεται, «διαβάζεται σαν μανιφέστο», συνιστά ταυτόχρονα ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό έργο αποδεικνύοντας πως και η λογοτεχνία ενίοτε «γράφει ιστορία».
* Η ΠΑΥΛΙΝΑ ΜΑΡΒΙΝ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, ο τόμος με πεζά και ποιήματα «Ιστορίες απ' όλον τον κόσμο μου» (εκδ. Κίχλη).
* Χρησιμοποιήθηκε η έκδοση του «1984» από τις Εκδόσεις Κάκτος (1999), σε μετάφραση Νίνας Μπάρτη.