Της Ελένης Φουρνάρου
«Γεννήθηκα σε μια πόλη που κλωσούσε αυγά από χάλυβα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου, όταν γινόσουν υπερβολικά πιεστικός με τις ερωτήσεις σου, ανακάλυπτες ότι οι άνθρωποι ήταν φτιαγμένοι από βαμμένο χάλυβα. Άκουσα ανθρώπους να ξεκοιλιάζουν τον ουρανό για να τον αδειάσουν από τις αστραπές του. Όταν γεννήθηκα, με ξάπλωσαν στο εσωτερικό ενός λίκνου από μαντέμι, σα μισή οβίδα. Ξαπλωμένος ανάσκελα, αιχμάλωτος του λίκνου, ατένιζα τον ουρανό, τα σιδεράδικα των αγγέλων του και τα σύννεφα που, καθώς διασκορπίζονταν, μου σπάραζαν την καρδιά».
Ο Κριστιάν Μπομπέν γεννήθηκε στο Λε Κρεζό της Βουργουνδίας και ζει ακόμα εκεί. Μια μικρή πόλη της γαλλικής επαρχίας που αναπολεί την αλλοτινή της ευμάρεια επιλέγοντας για έμβλημά της «ένα ατμοκίνητο αερόσφυρο σαν το πρεσπαπιέ ενός γίγαντα, ξεχασμένο εκεί στην νότια είσοδο της πόλης» που «χρησίμευε άλλοτε για να σφυρηλατούνται οι μεταλλικοί θώρακες των πολεμικών πλοίων». Στην αφήγησή του εναλλάσσονται διαρκώς οι μαγευτικές εικόνες της ταπεινής φύσης «δηλαδή το πρόσωπο του Θεού που ρεμβάζει» με τις ρεαλιστικές, αλλά εξίσου μαγευτικές, εικόνες που δημιουργεί «ο πάταγος από το σφυροκόπημα της λαμαρίνας».
Ένας άγγελος φράζει την πόρτα του σπιτιού του συγγραφέα και τον εμποδίζει να βγει, από την παιδική του ακόμα ηλικία. Έτσι κι αυτός ονειροπολεί και ψάχνει τα σημάδια του Θεού ανάμεσα σ’ αυτά που ζωγραφίζονται στο περιορισμένο οπτικό του πεδίο: τα χορταράκια που σαλεύουν στον άνεμο, τα πουλιά που κουβαλούν στο ράμφος τους ηλιαχτίδες, τους μυριάδες εργάτες «άγιους» που «δραπέτευαν» από το εργοστάσιο τα μεσημέρια, τους γονείς και τα αδέλφια του, δυο αφημένες στο παρελθόν τους θείες και την πανταχού παρούσα μορφή της τρελής γιαγιάς που ζει στο ψυχιατρείο.
Το μικρό αυτοβιογραφικό διήγημα του Μπομπέν με τον όμορφο ποιητικό λόγο, αριστοτεχνικά αλλά φυσικά κεντημένο με λέξεις ταπεινές και ανεπιτήδευτες, αφηγείται τη γένεση ενός βλέμματος, όπως δηλώνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, αλλά και τη δημιουργία μιας προσωπικής φωνής. Μιας φωνής έμπλεης από εικόνες, ήχους και μυρωδιές του καθημερινού και πολυκοιταγμένου. Με αντικρουόμενες επιρροές του την αμερικανίδα Έμιλυ Ντίκινσον που πέρασε την περισσότερη ζωή της κλεισμένη στο σπίτι της και τον τσιγγάνο Ζαν-Μαρί Κερουίς που έζησε όλη του τη ζωή στο δρόμο, αφού «Για εκείνον που περιπλανιέται κάτω από το φεγγάρι, όπως και για εκείνον που δεν σηκώνεται από την καρέκλα, το ‘εδώ’ είναι συνώνυμο όλων των θαυμάτων».
Το «Αιχμάλωτος του Λίκνου» διαβάζεται με μια ανάσα κι ένα χαμόγελο, πότε της καλοσύνης και πότε της συμπόνιας. Είναι μια άποψη στάσης ζωής κι ακόμα μια ολοκληρωμένη πρόταση δημιουργίας ενός προσωπικού τρόπου γραψίματος. Όπως εξομολογείται αφοπλιστικά και ο Μπομπέν: «Για να γράψω αυτό το βιβλίο, ξερίζωσα το παράθυρο του παιδικού μου δωματίου και το έκανα καβαλέτο. Ζωγραφίζω εδώ και μήνες μια χιονονιφάδα κι ένα σύννεφο – τίποτα παραπάνω· τούτα θα έπρεπε να αρκούν για να συλλάβει κανείς όλο το φως αυτού του κόσμου – αλλά και του άλλου».
Φράσεις από το βιβλίο
«Υπάρχει κάτι μέσα μας που διαρκεί περισσότερο κι από την προσμονή μας».
«Μια κρυφή χάρη είναι, κάποιες φορές, η άλλη όψη μιας αναπηρίας».
«Τρελός είναι εκείνος που άφησε τον πόνο να πάρει τη θέση του».
«Πολλά πανέμορφα πράγματα μας περιμένουν, χωρίς ποτέ να αδημονούν που δεν μας βλέπουν να ερχόμαστε».
«Η ζωή ακτινοβολεί γιατί είναι ακατανόητη».
«Θέλω να με θάψουν σε μια χιονονιφάδα».
«Όταν θέλω να δω την άκρη του κόσμου, κοιτάζω την άκρη των παπουτσιών μου».
«…τίποτα όμως δεν θα είναι ποτέ πιο αχανές από ένα πρόσωπο διάπλατο από έκπληξη μπροστά στην έμπρακτη αγάπη».
«Η καθημερινή ζωή σπανίως αφήνει λείψανα κι έχει ελάχιστους πιστούς».
«Το ωραιότερο σ’ αυτή τη ζωή είναι να κοπιάζεις για κάποιον χωρίς αυτός να το αντιλαμβάνεται».
«Οι άνθρωποι θα έπρεπε να μπορούν μετά θάνατον να αναπαύονται σε μια πρόταση που θα αποτελούσε το λαμπερό ένδυμα της ψυχής τους».
«Ο καθένας, ακόμα κι ο πιο χαμένος απ’ τους ανθρώπους, έχει μες την ψυχή του ένα αχυροκάλυβο, με ένα καμπανάκι στην είσοδο. Καμιά φορά ο άνεμος το κάνει να σαλεύει».
«Στις τρεις το μεσημέρι, τα πάντα με απελπίζουν, στις τρεις και ένα, όλοι οι δρόμοι ξανανοίγουν».