Για τη συλλογή διηγημάτων του Fernando Pessoa «Περί θανάτου και άλλων μυστηρίων» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα © Francesco Masiero.
Της Άννας Λυδάκη
«Τελικά πού πήγαινα; Από ποια μεριά ήταν η νύχτα; Αυτό συνέβαινε στη ζωή; Η ζωή; Όλα ήταν μακριά όπως η νύχτα και το περίγραμμα της πεδιάδας… Όλη αυτή η έφιππη πορεία των πολλών ήταν μια ανθρώπινη μοναξιά».
Μέσα στο σκοτάδι, όπου μόνο η βροχή μιλάει, άνθρωποι και άλογα προχωρούν αβέβαιοι στον «δρόμο της λήθης». Αυτοί που πορεύονται μπροστά είναι ταυτόχρονα και πίσω και αριστερά και δεξιά. Οι αισθήσεις και οι σκέψεις τους, οι φόβοι και οι αγωνίες τους, το ατομικό και το συλλογικό μπερδεύονται και το θνητό της ύπαρξης καθένας το βλέπει από τη δική του σκοπιά. Όλα είναι συγκεχυμένα και το μόνο που μπορεί να ακούσει κανείς είναι «το εσωτερικό μέρος αυτού που ακούμε», γράφει ο Πεσσόα στο πρώτο αφήγημα της εκπληκτικής συλλογής διηγημάτων του Περί θανάτου και άλλων μυστηρίων.
Σε όλα τα αφηγήματα πρωταγωνιστεί ο θάνατος που, ενώ είναι η κοινή μοίρα όλων μας, προσλαμβάνεται και βιώνεται διαφορετικά από τον καθένα, καθώς ο στρατιώτης, ο καταπιεσμένος, ο μελλοθάνατος φονιάς, ο κυνηγημένος και άλλοι είτε βρίσκονται ενώπιόν του είτε τον προκαλούν σε άλλους. «Γι’ αυτό και το καλύτερο είναι», γράφει ο Πεσσόα σε ένα από τα διηγήματά του, «να μην κρίνουμε τους άλλους, γιατί είναι άλλοι και δεν ξέρουμε τι έχουν μέσα τους… Καθένας γεννιέται με την καρδιά του, και μ’ αυτήν πρέπει να αισθάνεται και να υποφέρει». Και αλλού: «καθένας έχει τον δικό του ιδιαίτερο ψυχισμό και ανάλογα με το μέσα του, μπορεί να δει τα πράγματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο». Κανένας δεν γνωρίζει τον άλλο, τελικά. Τα γεγονότα από τον περίγυρο «λίγο βαραίνουν στο ισοζύγιο του πεπρωμένου», πιστεύει ο ποιητής.
Ενώ αρχικά όπως φαίνεται και από τον τίτλο, αναφέρεται στο γεγονός του θανάτου, τον ηθελημένο ή αθέλητο, το έγκλημα και το αναίτιο τέλος, εν τέλει για τη ζωή και τα μυστήριά της γράφει. Για τη ζωή, που ούτως ή άλλως εμπεριέχει τον θάνατο.
Ένα πεπρωμένο απρόσμενο για τους ίδιους, περιμένει συνήθως τους ήρωες των διηγημάτων, και ο Πεσσόα φανερώνει ή αφήνει να εννοηθούν οι κρυφές αιτίες που το προκαλούν:
Ο δραπέτης «δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να ξέρει, τα ανθρώπινα μονοπάτια της μοίρας». Το ανθρωποκυνηγητό έγινε την ώρα του ηλιοβασιλέματος εκείνη την υπέροχη μέρα. Αυτός «ένιωσε να τον κυριεύει η τρομακτική τρέλα του να βλέπεις καθαρά». Σκαρφάλωσε στον τοίχο και πέρασε στην άλλη πλευρά με παράξενο τρόπο. Το πλήθος ολόγυρα εξακολουθούσε να απολαμβάνει το ήρεμο τέλος του απογεύματος.
Μια καθωσπρέπει γυναίκα, που απολογείται για τον φόνο του άντρα της, δηλώνει ότι δεν είναι εύκολο να ζεις χωρίς φαντασία και να μην μπορείς καν να κλάψεις με την ησυχία σου. Και ο καταπιεσμένος κάποια στιγμή ξεσπάει και αντιλαμβάνεται ότι αυτό που νομίζει αγάπη είναι απλώς μια επινόηση.
Ο μελλοθάνατος, λίγο πριν από την εκτέλεση, εξομολογείται πως πάντα ένιωθε απέχθεια για τον εαυτό του που τον έβλεπε να αντανακλάται παντού: «Ανέκαθεν ενοποιούσα τα πάντα, κάνοντας με τα πάντα, με το καθετί, έναν καθρέφτη για τα όνειρά μου». Όμως: «δεν μπορεί να πει την αλήθεια, γιατί όλη η αλήθεια υπάρχει μόνο στη ζωή και όχι στην περιγραφή της».
Το παιδί, που έμαθε να ζει στους θορύβους και κάτω από τους λαμπτήρες της πόλης, δεν αντέχει την ησυχία και τον ήλιο. Αγαπάει μόνο το τρένο, «το ιστίο που περνούσε στον ορίζοντα της εξόριστης ζωής του».
Ο ασήμαντος Σερντέιρα, αιώνιος βοηθός βιολογίας στην Ιατρική Σχολή, ερωτεύεται την Κοντέσα και «κλέβει από τον θεό» τον όμορφο Αντόνιο. Μεταμορφώνεται και οι άλλοι τον βλέπουν τώρα διαφορετικά, του δείχνουν εκτίμηση και συμπάθεια.
Τα δύο τελευταία αφηγήματα είναι αλληγορίες με «ηθικό δίδαγμα», όπως γράφει ο ίδιος, για την εξουσία και τους πολιτικούς.
Σε όλα τα διηγήματα κυρίαρχο στοιχείο είναι το απροσδόκητο, ενώ καμιά φορά διακρίνει κανείς και μαύρο χιούμορ. Όμως ο Πεσσόα δείχνει ότι το «απροσδόκητο» έχει μια ιστορία που δεν την υποψιαζόμαστε γιατί μαθαίνουμε να ζούμε με το αυτονόητο, το μαθημένο, με τη συνήθεια να βλέπουμε τις καταστάσεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο ξεχνώντας τον εαυτό μας: «Μαθαίνεις να ζεις με το λάθος της συνηθισμένης συνείδησης», γράφει «όμως κάποια στιγμή έρχεται μια αναλαμπή αλήθειας και οι κανονικότητες ξεθωριάζουν και τότε αντιλαμβάνεσαι με αγωνία το “λάθος να τα θεωρούμε όλα φυσικά”».
Στο βιβλίο του Πεσσόα ανακαλύπτεις συνεχώς πράγματα, όσες φορές και αν το διαβάσεις. Και το συμπέρασμα είναι πως, ενώ αρχικά όπως φαίνεται και από τον τίτλο, αναφέρεται στο γεγονός του θανάτου, τον ηθελημένο ή αθέλητο, το έγκλημα και το αναίτιο τέλος, εν τέλει για τη ζωή και τα μυστήριά της γράφει. Για τη ζωή, που ούτως ή άλλως εμπεριέχει τον θάνατο, και για μια πραγματικότητα ψευδή:
«Ο κόσμος είναι μη πραγματικός γιατί στην πραγματικότητα βλέπουμε μόνο μέρος αυτού που στ’ αλήθεια είναι ο κόσμος».
Η υπέροχη ποιητική γλώσσα του Πεσσόα αποδίδεται άψογα από τη Μαρία Παπαδήμα, η οποία έκανε και την επιλογή των κειμένων. Στην εξαιρετική εισαγωγή της με τίτλο (τη φράση του Πεσσόα): «Θάνατος είναι η στροφή του δρόμου», αναλύει το θέμα του θανάτου στο έργο του σπουδαίου συγγραφέα, όχι μόνο στην παρούσα έκδοση αλλά και σε άλλα έργα του, αναφέροντας και τα διάφορα ετερώνυμα που χρησιμοποιούσε κάθε φορά. Η εικονογράφηση του Γιώργου Παγγοζίδη δένει απόλυτα με τις σκέψεις και τις δράσεις των ηρώων των διηγημάτων.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελευταία βιβλία της, η μελέτη Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα: Επιτόπια έρευνα, κατανόηση, ερμηνεία (εκδ. Παπαζήση) και η επιμέλεια του τόμου Ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα (εκδ. Παπαζήση).