Για τη μεταμοντέρνα νουβέλα του Arno Schmidt «Μαύροι καθρέφτες», μια περιπλάνηση στο δυστοπικό μεταπυρηνικό μέλλον της έρημης βόρειας Γερμανίας (μτφρ.-σημ.-επίμ.: Γιάννης Κοιλής, εκδ. Κίχλη). Η κεντρική εικόνα είναι από το εξώφυλλο της βιογραφίας του Σμιτ από τον Sven Hanuschek.
Του Νίκου Ξένιου
Οι Μαύροι καθρέφτες του Άρνο Σμιτ είναι μια νουβέλα περιπλάνησης στο δυστοπικό μεταπυρηνικό μέλλον της έρημης βόρειας Γερμανίας, μετά το τέλος του υποτιθέμενου Γ' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Μαύροι καθρέφτες αποτελούν μέρος της σαρκαστικής τριλογίας «Τα παιδιά του Νομποντάντυ» (Nobodaddy's Kinder: Trilogie, 1963), που ανιχνεύει τη ζωή στη Γερμανία από την εποχή των Ναζί έως τα μεταπολεμικά χρόνια, επεκτείνοντας το πνεύμα του Διαφωτισμού έως το αποκαλυπτικό μέλλον (σε σαφή αναφορά προς το εκτενές μυθιστόρημα του 18ου αιώνα H νήσος Φέλζενμπουργκ του Γιόχαν Γκόττφρηντ Σνάμπελ): ο αφηγητής φοβάται μήπως είναι ο τελευταίος εναπομείνας στην επιφάνεια της γης, μέχρι τη στιγμή όπου συναντά και άλλους εναπομείναντες και νέοι φόβοι γεννώνται. O Γιάννης Κοιλής έχει μεταφράσει άλλα δύο βιβλία του Σμιτ: Από τη ζωή ενός φαύνου (εκδ. Κριτική) και Το ρουμάνι του Μπραντ (εκδ. Οδυσσέας). Και τα δύο εκτός κυκλοφορίας.
Φουτουριστικές εικόνες πολιτικής δυστοπίας
Ο κυνισμός του συγγραφέα γίνεται όχημα πολιτικής και κοινωνικής κριτικής, απηχεί τον τρόμο για την απώλεια της πηγαίας ανθρώπινης επικοινωνίας. Η εξάλειψη του ανθρώπινου είδους έρχεται σε έντονη αντίθεση με την επιβίωση και άνθηση του φυσικού τοπίου, το οποίο παρίσταται με έντονα ρομαντικό τρόπο. Είναι πρωτοφανής η επιβίωση όλων των «αποθηκών» πολιτισμού του απολεσθέντος ανθρώπινου είδους, στη διάρκεια μιας περιπλάνησης σε «πόλεις-φαντάσματα» με άθικτες βιβλιοθήκες, μουσεία και γκαλερί έργων τέχνης: αυτό θα επιτρέψει στον επιζήσαντα να οικοδομήσει εκ νέου ένα πολιτιστικά ακμαίο στιλ ζωής, όπου θα μπορεί να συλλογάται ελεύθερα πάνω στον Θόροου και τα δάση του Ουώλντεν, καθιερώνοντας έντονη αντίθεση ανάμεσα στο μεταπυρηνικό εφιαλτικό σκηνικό και στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα φυσικού τοπίου, όπου ο πρωταγωνιστής θα επιδοθεί στην ανάγνωση των έργων της κλασικής λογοτεχνίας με εμμονικό, σχολαστικό τρόπο. Ενώ άλλοι συγγραφείς δυστοπιών ορμώνται από την πυρηνική καταστροφή για να επιφέρουν ρήξη με την Ιστορία και την παραδεδομένη γνώση (π.χ., στη δεκαετία του 1960, τα έργα του Τζ.Γκ. Μπάλαρντ και του Τόμας Μ. Ντις), ο Σμιτ δομεί την αφήγησή του με πυκνούς διακειμενικούς κόμβους που κυμαίνονται από την υπεράσπιση των αρχαίων Ελλήνων και τον Ηράκλειτο έως τη Βίβλο, από τον Ουίλιαμ Θάκερεϊ και τον Χάινε έως τον Χέμινγκουέϊ και τον Φώκνερ, από τον Τζέιμς Τζόις και τον Τόμας Γουλφ έως τον Καρλ Μέι και τον Νίτσε, από τον Μαρκ Τουέιν και τον Γκαίτε έως το Wyandotté του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ και την Πάτμο του Φρίντριχ Χέλντερλιν.
Ο κυνισμός του συγγραφέα γίνεται όχημα πολιτικής και κοινωνικής κριτικής, απηχεί τον τρόμο για την απώλεια της πηγαίας ανθρώπινης επικοινωνίας. Η εξάλειψη του ανθρώπινου είδους έρχεται σε έντονη αντίθεση με την επιβίωση και άνθηση του φυσικού τοπίου, το οποίο παρίσταται με έντονα ρομαντικό τρόπο.
Για παράδειγμα, σε άλλα έργα του, εικόνες από τον Ψυχρό Πόλεμο και τη διχασμένη Γερμανία των δεκαετιών του ’50 και του ’60 συνθέτουν φουτουριστικά σενάρια: η Gelehrtenrepublik (αναφορά στο έργο του Φρίντριχ Γκότλιμπ Κλόπστοκ Η Δημοκρατία των Μελετητών, του 1774) είναι τοποθετημένη στις αρχές του 21ου αιώνα, όπου ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τσαρλς Ουίνερ διασχίζει έναν στενό διάδρομο μήκους τετρακοσίων μιλίων της βόρειας Αμερικής και συναντά περίεργα νέα ζωϊκά είδη, κατά το ήμισυ ανθρωπόμορφα και κατά το ήμισυ ζωόμορφα, προϊόντα της ακτινοβολίας. Ένα πλωτό μεταλλικό νησί (αναφορά στο Νησί με τους Έλικες του Ιουλίου Βερν) είναι το καταφύγιο όπου έχουν επιβιώσει οι ταλαντούχοι των τριών υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ, της Σοβιετικής Ένωσης και των «Ουδετέρων». Στο KAFF Auch Mare Crisium η δράση εκτυλίσσεται στη Γερμανία της δεκαετίας του 1950: εκεί, ειδικός Νόμος επιτρέπει τη μετάφραση και κυκλοφορία ορισμών «πολιτικών ή με άλλο τρόπο προσβλητικών φυλλαδίων» στις νεκρές, ιστορικές γλώσσες. Ο επιβιώσας ήρωας Καρλ Ρίχτερ σαγηνεύει την κοπέλα του αφηγούμενος την ιστορία δύο αποικιών στη Σελήνη, της Αμερικανικής και της Σοβιετικής, όπου οι επιβιώσαντες της βόμβας υδρογόνου συνεχίζουν τον πολιτισμό, ανταγωνιζόμενοι οι μεν τους δε με όπλο τα βιβλία που έχουν κρατήσει. Η Σχολή των Αθεϊστών, μια κωμική νουβέλα του, ξεκινά μ’ έναν κατάλογο των ρόλων (“dramatis personae”) και είναι γραμμένη σαν θεατρικό έργο, με τη διαφορά ότι αυτό το έργο δεν μπορεί να ανέβει επί σκηνής, εφόσον οι σκέψεις των προσώπων, η δράση τους, οι μεγαλόφωνοι διάλογοι και οι σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα αναμειγνύονται διαρκώς.
Η εικόνα του μέλλοντος και η κουλτούρα του παρελθόντος
Για τη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία έχει γίνει η κατηγοριοποίηση ανάμεσα στη «σοβαρή, υψηλή λογοτεχνία (Ernste Literatur: Γκίντερ Γκρας, Χάινριχ Μπελ, κοκ) και στην «ελαφρά, απλοϊκή» λογοτεχνία (Unterhaltungsliteratur). Οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας έχουν πάρει τη θέση τους στο πάνθεον των λογοτεχνών, μετά την αναγνώριση του έργου των Χ.Τζ. Ουέλς, Άλντους Χάξλεϊ, Τζορτζ Όργουελ και Στανισλάβ Λεμ, ενώ στη χορεία της σοβαρής «φουτουριστικής λογοτεχνίας» προστέθηκε και ο Άρνο Σμιτ, συγγραφέας ενός πειραματικού είδους, με αφηγηματικές ιδιοτυπίες, επηρεασμένος από τον Τζέιμς Τζόις και τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, με ιδιοσυγκρασιακή γραφή (και εκτύπωση) των έργων του, με οπτικές και ηχητικές παρεμβάσεις στο κείμενο, με συνεχή εναλλαγή προφορικού ύφους και γλωσσικών ποικιλιών ή διαλέκτων της Γερμανικής, καθώς και με πληθώρα αναφορών, υπαινιγμών και παρωδιών έργων της κλασικής Βρετανικής και Γαλλικής λογοτεχνίας. Κυρίαρχο μέλημα του συγγραφέα, καθώς και του αφηγητή του, είναι η τύχη της κουλτούρας: στα πλαίσια αυτής της ακαδημαϊκής οπτικής ο αφηγητής παίρνει βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Αμβούργου και απευθύνει μιαν επιστολή στον συγγραφέα ενός τεύχους του Reader's Digest που αναφέρεται εσφαλμένα στην κατάσταση της κουλτούρας. Εννοείται πως η εικόνα αυτή συνιστά, ταυτόχρονα, και την προσωπική οπτική του συγγραφέα για την κατάσταση της κουλτούρας στη μεταπολεμική Γερμανία.
Κυρίαρχο μέλημα του συγγραφέα, καθώς και του αφηγητή του, είναι η τύχη της κουλτούρας: στα πλαίσια αυτής της ακαδημαϊκής οπτικής ο αφηγητής παίρνει βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Αμβούργου και απευθύνει μιαν επιστολή στον συγγραφέα ενός τεύχους του Reader's Digest που αναφέρεται εσφαλμένα στην κατάσταση της κουλτούρας.
Το 1939, με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σμιτ υποχρεώθηκε να υπηρετήσει στη Βέρμαχτ· υπηρέτησε στην Αλσατία και στη Νορβηγία, ενώ εθελοντικά βρέθηκε στη Βόρεια Γερμανία το 1945, απ’ όπου προγραμμάτισε τη δραπέτευσή του στον Κόκκινο Στρατό, προς το τέλος του πολέμου. Παραδόθηκε στις βρετανικές δυνάμεις κι έχασε όλη του την περιουσία. Ξεκίνησε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά, ενώ άρχισε να γράφει επαγγελματικά, διατηρώντας ακόμη την ιδιότητα του πρόσφυγα. Υπό αυτήν την ιδιότητα βρέθηκε στη Δυτική Γερμανία, στο Κόρντινγκεν και στο Κάστελ της συντηρητικής καθολικής περιοχής Ρηνανίας-Παλατινάτου. Από εκεί διώχθηκε για λόγους ηθικής και βρέθηκε με τη γυναίκα του στο προτεσταντικό Ντάρμσταν της Έσσης. Το 1958 μετακόμισε, μαζί με τη σύζυγό του, από το Ντάρμσταντ σ’ ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Μπαργκφελντ της Κάτω Σαξονίας, όπου και έζησε έως τις 3 Ιουνίου του 1979 και στο οποίο έγραψε το Zettel’s Traum, το σπουδαιότερο και πλέον δυσμετάφραστο έργο του, στο πρότυπο του Οδυσσέα και της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν. Εννοείται πως ελάχιστες χιλιάδες αντιτύπων των έργων του Σμιτ κατόρθωσαν να πουληθούν, και με το ζόρι –και με την οικονομική βοήθεια φίλων– ο συγγραφέας κατόρθωσε να τελειώσει το μυθιστόρημά του Abend mit Goldrand (1975).
Για την κοπιώδη μετάφραση των εκδόσεων Κίχλη
Τα κείμενα του Σμιτ είναι μεταμοντέρνα και δυσμετάφραστα. Στους Μαύρους καθρέφτες, η επιλογή τυπογραφικών στοιχείων με διαφορετικούς γραμματότυπους, υπερκείμενο με σχόλια και ποικιλία μεγεθών στα γράμματα, πλάγιες στήλες με κείμενα σχολιαστικά του κυρίως κειμένου και υπέρθεση φωτογραφικού υλικού ή άλλων κειμένων, καθιστούν το έργο του Σμιτ δαιδαλώδες και μαρτυρικό για τον επίδοξο μεταφραστή. Είναι χαρακτηριστική η χιουμοριστική ομολογία του Γιάννη Κοιλή στο επίμετρό του, όταν αναφέρεται στην περιπέτεια της εμπλοκής του με τη μετάφραση του Σμιτ: «Έμπλεξα!». Αναγκαστικά ο μεταφραστής γίνεται γλωσσοπλάστης, επιστρατεύει λέξεις νεοφανείς όπως «χρώμα βαγονοκόκκινο», «αυγοκαύκαλο», «περίθαμνες» ή νεολογισμούς όπως «Μαγιόλανο», «σελαντόνειο» ή «κρεατόριο» (που θα υποχρεωθεί να υποστηρίξει στις επόμενες σελίδες), ή να αφήσει αμετάφραστη την παρεμβολή γαλλικών ή λατινικών λέξεων κι εκφράσεων του Σμιτ: «besant d’ or», «citoyen», «dic mihi», «voila un homme», «d’ abord je ne vis rien… brusquement», κ.ο.κ. Στην ορθογραφία του Σμιτ ο συμφυρμός «Roh=Mann=Tick» στη θέση της γερμανικής λέξης «Romantik» είναι χαρακτηριστική, όπως και το ότι τα «άτομα» των λέξεων που φέρουν τον «πυρήνα» της ετυμολογίας τους αποκαλούνται «Etyme». Η ανθρώπινη συνθήκη σε αναφορά προς τον γύρω Κόσμο δεν είναι για τον Σμιτ παρά μια αφηρημένη έννοια που αντλεί τη βαρύτητά της από τον «καθαρό» κόσμο της μαθηματικής λογικής.
Ένα βιβλίο που είναι μεν αξιοθαύμαστο για την επιμέλεια, τη φιλολογική αρτιότητα, τη συνέπεια και τον περφεκσιονισμό της κυρίας Γιώτας Κριτσέλη και του –πλέον– εξοικειωμένου με τον Σμιτ κύριου Γιάννη Κοιλή, ωστόσο δυσκολεύει ιδιαίτερα τον μέσο αναγνώστη...
Οπτικοακουστικός συγγραφέας όπως είναι, ο Σμιτ επιστρατεύει παιχνίδια λέξεων, αρκτικόλεξα, σταυρόλεξα, ποικιλία τυπογραφικών στοιχείων και δομών, ώστε να παραγάγει ένα αίσθημα εγκατάλειψης τύπου Ροβινσώνα, απομόνωση, μοναξιά και μελαγχολία. Στις τεχνικές του εντάσσεται το αβάντ-γκαρντ ημερολόγιο και ο εσωτερικός μονόλογος, κάποια πνευματώδη «παίγνια» Φιλοσοφίας, Θεολογίας και θεωρήματα, πολλές φόρμουλες και τύποι των Μαθηματικών. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του στον «δόλιο δημιουργό Λεβιάθαν», τον «απάνθρωπο Θεό», ενώ στη θεωρητική του σκευή έχουν επισημανθεί ο ιντιβιντουαλισμός, ο σολιψισμός και η νοσταλγία της μαλθουσιανής θεωρίας για την καταστροφή της ανθρωπότητας. Στη στόχευσή του μπορεί κανείς να διαβλέψει ελιτισμό και σαρκασμό προς την ηθική των μαζών. Μια επιπλέον ιδιοτυπία είναι το γεγονός ότι, ενώ ο χρόνος συρρικνώνεται σε μικρές παραγράφους, ο αφηγητής επιδίδεται, αίφνης, στην επίλυση ενός τελευταίου θεωρήματος του Φερμά.
Τα ιδιάζοντα γνωρίσματα της πειραματικής, μετανεωτερικής λογοτεχνίας του Σμιτ, σε συνδυασμό με τον άθλο της μετάφρασής του, φέρνουν στα χέρια μας ένα βιβλίο που είναι μεν αξιοθαύμαστο για την επιμέλεια, τη φιλολογική αρτιότητα, τη συνέπεια και τον περφεκσιονισμό της κυρίας Γιώτας Κριτσέλη και του –πλέον– εξοικειωμένου με τον Σμιτ κύριου Γιάννη Κοιλή, ωστόσο δυσκολεύει ιδιαίτερα τον μέσο αναγνώστη, εμπλέκοντάς τον σε μια περιπέτεια κατανόησης και σε μιαν ανωφέρεια αναγνωστική που παρακωλύει την απόλαυση της τόσο εκκεντρικής αυτής νουβέλας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).