Του Γιώργου Βέη
Ο συγγραφέας δεν χρειάζεται εδώ να επινοήσει και πολλά πράγματα. Όλοι και όλα είναι απλώς εκεί. Πρόσωπα, πράγματα, αδιέξοδες σχέσεις, νευρωσικές ως επί το πλείστον, συνιστούν ήδη τους βασικούς ιστούς του κειμένου. Εντοπίζονται με την πρώτη προσεκτική ματιά στο ευρύχωρο περιθώριο της Ιστορίας. Απλώς περιμένουν τον δικό τους πιστό, συστηματικό Ηρόδοτο.
Ασφαλώς δραματική από κάθε άποψη συγκυρία. Μεσοπόλεμος. Παρίσι. Λονδίνο. Στις γειτονιές των εξαθλιωμένων, των απέλπιδων και των παντελώς άτυχων. Ρήξεις αναπόφευκτες, μαθηματικά θλιβερές, οι οποίες γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα στο αναντίρρητο φιάσκο της ματαιότητας των ματαιοτήτων. Έστω δείγμα: «”Πούλησα το ξυράφι μου χωρίς να ξυριστώ πρώτα! Αν είναι δυνατόν!...”Δεν είχε φάει τίποτε από το πρωί, είχε περπατήσει κάμποσα μίλια με παραμορφωμένο πόδι, τα ρούχα του ήταν μουσκίδι και μόνο μισή πένα τον χώριζε από το να πεθάνει της πείνας. Παρ΄ όλα αυτά όμως, μπορούσε να γελάει για την απώλεια του ξυραφιού του. Ήταν δυνατόν να μην τον θαυμάσεις».
Ο ανθρώπινος βίος στην απόλυτη παραμόρφωσή του. Δεν μένει παρά ο συγγραφέας να μνημειώσει τα αρνητικά αυτά πρόσημα της ζωής, απερίσπαστος και αδιαπραγμάτευτος, διατηρώντας την υφολογική ισορροπία ανάμεσα στο υφέρπον γκροτέσκο στοιχείο και στις επιπολάζουσες ψευδονατουραλιστικές αποκλίσεις του καιρού του. Κι αυτό οφείλει να το κάνει για να σώσει συν τοις άλλοις και τον εαυτό του, μέσα από την ομοιοπαθητική διεργασία της δημιουργικής γραφής. Όντας «καταραμένος», άπορος και άστεγος ο ίδιος, ξορκίζει συνειδητά τους δαίμονες της ύστατης ανέχειας, καταγράφοντας, μεταξύ άλλων, πτώσεις της ύπαρξης, άθλους της καθημερινότητας και επιτεύγματα της ανθρώπινης αντοχής. Χωρίς εξάρσεις, αδιέξοδες ρητορείες ή περιττά, ενοχλητικά κηρύγματα, το κείμενο πρέπει να ζοριστεί να πει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια. Η πραγματικότητα φτάνει και περισσεύει. Τα υπόλοιπα είναι ζαβολιές, τις οποίες ο συγγραφέας φαίνεται ότι περιφρονεί πλήρως.
Εν τέλει, μια έκθεση πεπραγμένων που σπάει κόκαλα είναι αυτό το πρωτόλειο του πολύτροπου, πολύπλαγκτου George Orwell. Κυκλοφορήθηκε το 1933 και διατηρεί αμείωτη τόσο τη λάμψη μιας θερμής διακήρυξης ανθρωπισμού, όσο και την ανυπόκριτη θλίψη ενός αυθεντικού, πρωτογενούς επικηδείου. Διαχρονικά επίκαιρο το μυθιστόρημα αυτό, δείχνει με τον τρόπο του όλες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές του χάρτη της παγκοσμιοποιημένης δυστυχίας. Τα πάθη, όπως βιώνονται στις παραγκουπόλεις, στις φαβέλες και στα ζοφερά χωριά-παραπήγματα, τα οποία διαιωνίζουν σήμερα την αισχύνη της πενίας, κατάγονται δηλαδή απευθείας από τα προαναφερόμενα δεινά τωνΑθλίων του Παρισιού και του Λονδίνου. Μετά τον Κάρολο Ντίκενς, ο οποίος κυριολεκτικά ζωγράφισε τον κόσμο του Αποτρόπαιου κοσμοειδώλου, ο George Orwell θα πρέπει να θεωρηθεί ο εντιμότερος χρονικογράφος της Αναπηρίας του πολιτισμού. Του πολιτισμού εκείνου, ο οποίος, ενώ ανενδοίαστα υποσχέθηκε την άμεση ανάκτηση του απολεσθέντος Παραδείσου, παρέδωσε στους φορείς του στάχτες οραμάτων και ψίχουλα μουχλιασμένων ψωμιών.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων «Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).