Για το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν «Η Λόττε στη Βαϊμάρη» (μτφρ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος, εκδ. Πατάκη).
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Για πολλούς αναγνώστες και κριτικούς το Η Λόττε στη Βαϊμάρη θεωρείται ένα από τα πολλά αριστουργήματα του Τόμας Μαν, ενώ για κάποιους ακόμα και το καλύτερο μυθιστόρημά του. Ένα έξυπνα δομημένο κείμενο κάπου πεντακοσίων πενήντα σελίδων, στην ελληνική έκδοση, με έμφαση στους κύριους χαρακτήρες και το ευρύτερο περιβάλλον. Όμως, ανεξάρτητα από αυτά, το βιβλίο ξεπερνά ολοκάθαρα τον καιρό του και μπορεί να κινηθεί με άνεση όχι μόνο στην εποχή μας, αλλά με την ίδια ευκολία και στο μέλλον, αφού αφορά κατά βάση διαχρονικές ανθρώπινες καταστάσεις και παραμέτρους. Τουτέστιν, τον χρόνο και την απόσταση, τις αξίες, τη διάρκεια, τον θάνατο, τη δύναμη, την πειστικότητα, το κύρος και την επιρροή.
Ένα έξυπνα δομημένο κείμενο κάπου πεντακοσίων πενήντα σελίδων, στην ελληνική έκδοση, με έμφαση στους κύριους χαρακτήρες και το ευρύτερο περιβάλλον.
Αυτό που γίνεται γρήγορα αντιληπτό είναι ότι η ίδια η Λόττε είναι εκείνη που βοηθά στο ξεδίπλωμα της ιστορίας ενώ στην πραγματικότητα στρέφει με έκδηλη προτίμηση το βλέμμα της νοσταλγικά στο παρελθόν, στην παλιά της ζωή, με μια δύναμη που φαίνεται πως δανείζεται από τον Γκαίτε ο οποίος όμως βρίσκεται αποστασιοποιημένος και χωρίς να κάνει την εμφάνισή του στο μυθιστόρημα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Λόττε είναι μια γυναίκα της εποχής της, αλλά είναι επίσης μια γυναίκα που απαιτεί έλεγχο της ζωής της, δεδομένου ότι φημίζεται ως εκείνη της οποίας το όνομα βρίσκεται συνεχώς και αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τον Γκαίτε. Η εικόνα των γυναικών και της γυναικείας φύσης στο μυθιστόρημα είναι αμφίσημη επειδή έχουμε πολλές και διαφορετικές γυναικείες προσωπικότητες. Πρώτα απ’ όλα, ερχόμαστε σε επαφή με την προσωπικότητα της αποφασιστικής, προσανατολισμένης και αφοσιωμένης στους στόχους της γυναίκας, που είναι η Αντέλε, η νέα, αληθινή και καθαρόαιμη γυναίκα της Βαϊμάρης, πιστή μέχρι εσχάτων στις γνωστές γερμανικές αξίες. Ύστερα, έχουμε την αντίθετη πλευρά που είναι βασικά η Λόττε, η γυναίκα που επιθυμεί η ίδια να κατευθύνει το μέλλον της, αλλά παράλληλα δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί απ’ το παρελθόν της. Υπάρχουν λίγα που μπορεί να ειπωθούν για το μέλλον της, αλλά περισσότερα για την αέναη επιστροφή της στο παρελθόν ως αναβίωση, αναγέννηση και αποκατάσταση, με τον αναγνώστη να γνωρίζει πάντα ότι αυτό είναι στην πραγματικότητα εκείνο που τη χειραγωγεί και την ποδηγετεί στις σκέψεις και τις συμπεριφορές της. Σε μια εξομολόγησή της στον δόκτορα Ρίμερ, λέει:
Ναι, όσο κι αν αυτά τα χρόνια ήταν πλήρη χαράς και λύπης, μάλλον δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μη σκέφτηκα πολύ την τότε κατάσταση – οι επιπτώσεις της και ό,τι προέκυψε για τον κόσμο του πνεύματος το κάνουν, φαντάζομαι, κατανοητό.
Αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως ατομική ιστορία στην οποία ορισμένα σημεία πλοκής απαιτούν επεξεργασία, επανεξέταση, αναθεώρηση και αντιπαράθεση στην αυτοβιογραφία και στον μύθο του ρομαντισμού. Νιώθει να διαπερνάται ολόκληρη από ένα συντριπτικό και δυσβάσταχτο συναίσθημα, όπως αποδεικνύεται από τη χρήση της γλώσσας η οποία είναι συχνά υπερβολική, συναρπαστική και συνεχώς επικεντρωμένη στις ανάγκες της που βρίσκονται όμως πολύ μακριά από τη συγκεκριμένη στιγμή που ομιλεί. Αισθάνεται λυπημένη για τη θέση της στη ζωή, αφού έμεινε γνωστή και έγινε διασημότητα κυρίως ως η μούσα του Γκαίτε, αλλά αυτό έλαβε χώρα στο παρελθόν. Σε κάποια φάση, η μεμψιμοιρία, η αυτολύπηση, ο αρνητισμός, η γκρίνια, το αυτομαστίγωμα και ο μονόλογος της Λόττε, οδηγούν τον αναγνώστη να αναλογισθεί εάν στην πραγματικότητα και κατά πόσο επιθυμεί διακαώς να αντιμετωπίσει το παρελθόν της ή αν θέλει να δει ξανά τον εαυτό της σε μια σύγχρονη Βαϊμάρη, δίπλα σε μια διασημότητα:
Έκανα τις μικρές μου διαπιστώσεις εν πλήρη ανέσει, με αίσθηση της παραξενιάς του πράγματος, αλλά χωρίς πικρία. Βλέπετε άλλωστε, συμπεριφέρομαι σαν τον προφήτη που ήλθε εκείνος στο βουνό, όταν κάποτε το βουνό δεν θέλησε να πάει σ’ εκείνον. Εάν ο προφήτης ήταν εύθικτος, δεν θα ερχόταν. Αλλά έρχεται μόνον επ’ ευκαιρία, μην το ξεχνάμε αυτό. Το θέμα είναι ότι δεν σκοπεύει να αποφύγει το βουνό – γιατί αυτό θα έμοιαζε με ευθιξία…
Ο αναγνώστης παρατηρεί εδώ ξεκάθαρα ότι η Λόττε αναφέρεται έμμεσα στον εαυτό της, ως «προφήτης», ένας βιβλικός υπαινιγμός, από μια άποψη, ή ίσως δείγμα υπερηφάνειας. Και λίγο παρακάτω:
[…] υπάρχει ένας παλιός λογαριασμός ανάμερα σε μένα και το βουνό, ανεξόφλητος, και ότι ίσως είναι αυτός ο λογαριασμός που με φέρνει εδώ, ο παλιός, ανεξόφλητος, βασανιστικός λογαριασμός.
Το βουνό αναφέρεται σίγουρα στην πρότερη κατάσταση, στην αναμέτρηση και αντιπαράθεση που πρέπει να κάνει, αλλά προς το παρόν την αποφεύγει. Είναι κάτι, όμως, που θα επανέλθει αργότερα στο βιβλίο ως επανάληψη. Το αν φαίνεται να είναι ή να μην είναι ευαίσθητη είναι ασαφές, καθώς όταν την επισκέπτεται ο Άουγκουστ, είναι απίστευτα ευαίσθητη απέναντί του, μια κατάσταση βασισμένη κυρίως στο γεγονός ότι μοιάζει τόσο πολύ με τον πατέρα του. Μια άλλη πτυχή της Σαρλόττε που ο αναγνώστης παρατηρεί σχεδόν αμέσως είναι η υποσημαινόμενη αλαζονεία στον χαρακτήρα της. Η αρχική στάση της Λόττε απέναντι στις λογοτεχνικές συνήθειες της Αντέλε είναι μια από τις πιο άμεσες πράξεις υπεροψίας και αλαζονείας που βλέπουμε από τη Λόττε μέσα στο μυθιστόρημα. Επομένως, ο αναγνώστης μπορεί να δει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο η Σαρλόττε μιλά για τη σχέση της με τον Γκαίτε. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει την Αντέλε στη συνομιλία παραπέμπει στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες αλληλοεπιδρούν.
Πλάνο από τη μεταφορά του μυθιστορήματος στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία το Egon Günters (1975). |
Το πλέον ενδιαφέρον όμως συμπέρασμα στην όλη συζήτηση βρίσκεται σίγουρα στο κεφάλαιο όπου συζητούν για την πίστη στον εκσυγχρονισμό της Βαϊμάρης και το μέλλον της. Η παρουσίαση της Σαρλόττε ως μιας γυναίκας πάνω από τις άλλες, είναι αρκετά εμφανής ήδη από το πρώτο μισό του βιβλίου. Σίγουρα δεν είναι ικανοποιημένη ως μούσα και «πρώην» αγαπημένη, αλλά επίσης λυπάται επειδή άλλες γυναίκες δεν έχουν υψηλότερες φιλοδοξίες ή δεν έχουν τη δέουσα εσωτερική δύναμη για να αντέξουν την κατάσταση, όπως η ίδια. Εδώ διαφαίνεται μια κατακόρυφη ένταση όταν η Σαρλόττε δηλώνει για εκείνο το φτωχό κορίτσι που δεν είχε καμία δύναμη να ξυπνήσει και να ξεσηκώσει τον εαυτό της ώστε να οδηγηθεί σε μια ευτυχισμένη και έντιμη ζωή, δηλαδή να παντρευτεί έναν έντιμο και ικανό άνδρα και να τον αγαπήσει ως πατέρα των παιδιών της:
Το να ζεις μόνο με τις αναμνήσεις είναι το προνόμιο της ηλικίας, αλλά μετά την ολοκλήρωση των καθηκόντων της ζωής. Στα νιάτα, σημαίνει θάνατος!
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η Σαρλόττε παίρνει την προχωρημένη της ηλικία ως προνομιακό σημείο, είτε επειδή το πιστεύει στην πραγματικότητα, είτε γιατί προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη μεταβαλλόμενη ζωή της γυναίκας της Βαϊμάρης καθώς συνεχώς εκσυγχρονίζεται. Ταυτόχρονα όμως, μας δείχνει την πλεονεκτική της θέση γιατί έκανε ότι μπόρεσε ως γυναίκα, αλλά την ίδια στιγμή λυπάται για τις άλλες γυναίκες καθώς μεγαλώνουν και δεν έχουν αυτές τις αναμνήσεις λόγω ακριβώς αυτού του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας της Βαϊμάρης.
Όταν η Σαρλόττε αντικρίζει τον Άουγκουστ για πρώτη φορά, εκπλήσσεται από την ομοιότητα με τον πατέρα του, αλλά δεν το δείχνει. Είναι στην ουσία το πρώτο που παρατηρεί παρόλο που δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τις εμφανίσεις των ανθρώπων. Αντ’ αυτού, η μνήμη ξεπετάγεται μπροστά όπως και πολλές φορές προηγουμένως, παρατηρώντας τις ομοιότητες και τις διαφορές του Άουγκουστ και του Γκαίτε:
Το ακριβώς κληροδοτημένο βαθυκάστανο αυτών των ελαφρώς ανεπίτρεπτων ματιών, και το ότι βρίσκονταν κοντά το ένα με το άλλο […] την έκανε επιδεκτική για την ομοιότητα του Άουγκουστ με τον πατέρα του. Ήταν αναγνωρισμένη ομοιότητα και τόσο χτυπητή όσο και δυσδιάκριτη στις λεπτομέρειες. Παρά το στενότερο μέτωπο, τη λιγότερο κυρτή μύτη, το μικρότερο και θηλυπρεπέστερο στόμα, παρέμεινε απαραγνώριστη μια ομοιότητα που εκείνος την έφερε δειλά, με μια θλιμμένη απόχρωση από τη συνείδηση της μειονεκτικότητάς της και σαν να παρακαλούσε για συγχώρεση… Η Σαρλόττε ήταν βαθιά συγκινημένη…
Η συγκεκριμένη παράγραφος αποκαλύπτει ότι δεν είχε ιδιαίτερη σημασία η εμφάνιση του Άουγκουστ, αλλά μάλλον οι ομοιότητες και οι διαφορές που παρατήρησε συγκριτικά πάντα με την αντίστοιχη του πατέρα του, εκείνη την εποχή. Η Σαρλόττε καταφεύγει και επανεξετάζει τις αναμνήσεις της από σαράντα χρόνια πριν και σύντομα συνειδητοποιεί ότι θα υπήρχε σίγουρα ομοιότητα μεταξύ των δύο εάν η σύγκριση παρακολουθούσε το διάστημα του χρόνου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Γκαίτε, τότε, θα φαινόταν εκπληκτικά νεότερος σε σχέση με τον γιο του, τώρα. Η Σαρλόττε ανησυχεί βαθιά με την ευγένεια της γυναικείας ψυχής καθώς και τη μνήμη της, ίσως επειδή η πολλαπλώς φημισμένη σχέση της με τον Γκαίτε προκάλεσε αυτήν ακριβώς την σχεδόν επιβλητική ευγένεια της ψυχής της, τουλάχιστον όπως θέλει εκείνη να τη βλέπει. Προφανώς βρίσκεται εγκλωβισμένη να ενθυμείται συνεχώς όλα τα γεγονότα εκείνων των ημερών επιβεβαιώνοντας ποικιλοτρόπως τον εαυτό της, κι αυτό αποτελεί ψεγάδι του χαρακτήρα της, ως ισχυρή δηλαδή προσωπικότητα που δεν μπορεί να συγκριθεί με τις άλλες του μυθιστορήματος. Συμπερασματικά, ο χαρακτήρας του Σαρλόττε φαντάζει ως παράξενο μείγμα μεταξύ του παλαιού και του επερχόμενου στη Βαϊμάρη. Η επιθυμία της να θυμηθεί τη ζωή που είχε, σαράντα χρόνια πριν, και να επιστρέψει σε αυτή, φανερώνει ότι ήταν ξεκάθαρα υπέρ των παλαιότερων, πιο παθιασμένων και ευαίσθητων ημερών, γεγονός που τη φέρνει σε εμφανή αντιπαράθεση με την Αντέλε. Αν και τελικά είναι υπερήφανη για τη ζωή εκείνη, ίσως τώρα εμφανίζει έναν αμυντικό μηχανισμό ενάντια σε όλες τις νεότερες γυναίκες που εμφανίζονται πιο μορφωμένες, πιο εξωστρεφείς από την ίδια και τη γενιά της, και δείχνει να απειλείται απ’ τη συγκεκριμένη διαπίστωση.
Η Σαρλόττε ανησυχεί βαθιά με την ευγένεια της γυναικείας ψυχής καθώς και τη μνήμη της, ίσως επειδή η πολλαπλώς φημισμένη σχέση της με τον Γκαίτε προκάλεσε αυτήν ακριβώς την σχεδόν επιβλητική ευγένεια της ψυχής της, τουλάχιστον όπως θέλει εκείνη να τη βλέπει.
Η χήρα Λόττε καταφτάνει στη Βαϊμάρη, όπως μαθαίνουμε αρχικά, με σκοπό να επισκεφτεί την αδελφή της, αλλά αργότερα ομολογεί στον Γκαίτε ότι ο ουσιαστικός σκοπός του ερχομού της ήταν να δει τον ίδιο! Πριν ιδωθούν απολαμβάνουμε τις συναντήσεις και τους διαλόγους της με τον καμαριέρη του πανδοχείου, τη νεαρή και εκκεντρική Αγγλίδα, τον γραμματέα και τον γιο του Γκαίτε και κάποιους άλλους. Κανείς τους δεν ξεχνά ούτε στιγμή πως η γυναίκα που βρίσκεται μπροστά τους είναι εκείνη η μορφή που ενέπνευσε σε δεδομένη στιγμή τον Γκαίτε και ανήκει πλέον και η ίδια στην Ιστορία. Ο Τόμας Μαν χτίζει σιγά και σταδιακά τον μύθο του μεγάλου ποιητή της Γερμανίας, με ό,τι θετικό και ακραίο ή αρνητικό στον χαρακτήρα και τη Λόττε να ονειροπολεί ενδιαμέσως, χωρίς να απεμπολεί την υπόθεση ότι πιθανόν εκείνος τη χρησιμοποίησε ώστε να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα. Όμως μέσα σε όλα αυτά, η απώτερη προσπάθεια του Τόμας Μαν είναι να φέρει στην επιφάνεια εκείνες τις λεπτομέρειες που αφορούσαν τις σχέσεις του Γκαίτε με τα ρεύματα της εποχής του, τον χώρο της τέχνης κι ακόμα τον διάχυτο στην κοινωνία γερμανικό εθνικισμό. Κάπου διαβάζουμε πως:
Ο Γερμανός, αντί να αυτοπεριορίζεται, πρέπει να δεχτεί τον κόσμο μέσα του, για να μπορέσει να επιδράσει στον κόσμο. Ο στόχος μας δεν πρέπει να είναι η εχθρική αποκοπή από τους άλλους λαούς, αλλά η φιλική συναναστροφή με όλον τον κόσμο, η διαμόρφωση των κοινωνικών αρετών, έστω και εις βάρος εγγενών συναισθημάτων, ακόμα και δικαιωμάτων…
Και κάπου αλλού:
Κακορίζικος λαός, δε θα έχει καλό τέλος γιατί δεν θέλει να καταλάβει τον εαυτό του και κάθε παρανόηση του εαυτού του δεν προκαλεί μονάχα γέλιο, προκαλεί το μίσος του κόσμου και τον φέρνει σε τρομερό κίνδυνο…
Στη νύφη του Γκαίτε, Οττίλιε, γυναίκα του γιου του, Άουγκουστ, ο Τόμας Μαν βλέπει μια καινούργια γερμανική γενιά η οποία εμφορείται από πατριωτικές αξίες και ιδεώδη τα οποία μπορεί να οδηγήσουν τη χώρα σε απύθμενη φρίκη, παρά το γεγονός ότι ο Γκαίτε οραματιζόταν και ονειρευόταν μια ενωμένη Ευρώπη, έστω με τη μορφή που επιθυμούσε ο κατακτητής Ναπολέων. Έτσι η απόφαση του ποιητή να μην αφήσει τον γιο του να στρατολογηθεί στην εκστρατεία εναντίον του Ναπολέοντα, ίσως εντάσσεται σε αυτό το σκεπτικό. Υποθέτουμε, φυσικά, ότι ο συγγραφέας μέσω του Γκαίτε επιθυμούσε να προειδοποιήσει για τα χειρότερα που βρίσκονταν μπροστά! Άλλωστε, η συγγραφή του βιβλίου έλαβε χώρα τη δεκαετία ανόδου των ναζί στη Γερμανία, λίγο πριν αρχίσει δηλαδή να ξεδιπλώνεται ο δεύτερος παγκόσμιος όλεθρος. Ο μονόλογος του Γκαίτε εστιάζεται σε σκέψεις και απόψεις γύρω από θέματα ανθρώπινων σχέσεων, πολιτικής, λογοτεχνίας, ηθικής και τέχνης, η οποία ειδικά παριστά το αποτέλεσμα «στέρησης», επανερχόμενος συνεχώς σε εκείνα που αφορούν τον γερμανικό πολιτισμό. Σε ένα εδάφιο, που αφορά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη μεσαιωνική πόλη Έγκερ, δεν παραλείπει να αναφερθεί στο θέμα των Εβραίων, προχωρώντας σε προφητικές αναφορές κι αποκαλύψεις του τύπου ότι μπορεί να έρθει κάποια μέρα που οι Γερμανοί θα μισηθούν από τον κόσμο όπως τότε οι Εβραίοι. Η τελευταία συνάντηση της Λόττε με τον Γκαίτε μέσα στην άμαξα του τελευταίου θα φέρει στην επιφάνεια ζητήματα που αφορούν το πέρασμα του χρόνου, τα νιάτα και τα δειλινά της ζωής, τη μεταμόρφωση και το σημάδεμα του ενός από το άλλο, την ανάδυση του όποιου «νέου» μέσα στον ηλικιωμένο, τις ανασφάλειες κάποιων και τις βεβαιότητες άλλων, την εναλλαγή των πραγμάτων μέσα στην αιωνιότητα.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η ανθολογία κειμένων «Παραδουνάβιες σελίδες» (εκδ. Οδός Πανός).
Η Λόττε στη Βαϊμάρη
ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ
Μτφρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2020
Σελ. 544, τιμή €22,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αλλά εγώ γνωρίζω τις δυσκολίες του υπερβολικού φιλελευθερισμού, ο οποίος προκαλεί τις απαιτήσεις του καθενός να εκφραστούν, έτσι που από τις πολλές επιθυμίες στο τέλος κανείς δεν ξέρει ποιες πρέπει να ικανοποιηθούν. Πάντοτε αποδεικνύεται ότι με την υπερβολική καλοσύνη, επιείκεια και ηθική αβροφροσύνη οι από πάνω, όταν χρειασθεί, δεν τα βγάζουν πέρα να κρατήσουν σε τάξη και σεβασμό έναν κόσμο ανάμεικτο με αχρεία στοιχεία. Η αυστηρή επιβολή του νόμου είναι απαραίτητη. Στο ζήτημα του καταλογισμού ευθυνών σε εγκληματίες δεν έχουν αρχίσει ήδη να δείχνουν ηπιότητα και χαλαρότητα αποδεχόμενοι ιατρικές γνωματεύσεις και βεβαιώσεις που βοηθούν κακούργους να ξεφύγουν από την επιβαλλόμενη ποινή. Χρειάζεται ισχυρός χαρακτήρας για να μείνει κανείς σταθερός μέσα στη γενική χαλάρωση…»