Για τη συλλογή διηγημάτων της Jelena Lengold «Ο μάγος του Λούνα Παρκ» (μτφρ. Γιώργος Γκούμας, εκδ. Βακχικόν).
Του Γιώργου Ρούσκα
Βιβλίο που εκδόθηκε στη χώρα μας πρόσφατα με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού και Τύπου της Σερβίας, χωρίς τίποτε να προδίδει την ηλικία του (κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Βελιγράδι το 2008). Να οφείλεται στα δεκαέξι ως τώρα βιβλία της συγγραφέα; Στο ότι τα μισά από αυτά είναι ποιητικές συλλογές; Στην εμπειρία που αποκόμισε ως δημοσιογράφος και συντάκτρια στο Ράδιο Βελιγράδι ή ως συντονίστρια του τομέα Διαχείρισης των Συγκρούσεων στην Ακαδημία Ανθρωπιστικών Σπουδών Nansenskolen στη Νορβηγία; Στο βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης 2011; Ή στο ταλέντο της να παράγει λόγο ποιοτικό, διαχρονικό, με ένα ιδιαίτερο και άμεσα αναγνωρίσιμο ύφος που έλκει τον αναγνώστη;
Στην επιτυχία σαφώς συντείνει και η ενσωμάτωση στοχασμών ή φιλοσοφικών σπαραγμάτων εκεί που δεν το περιμένεις, με τρόπο φυσικό και αναπόσπαστο με το διήγημα, έτσι όπως καμιά φορά, μιλώντας με παππούδες, ακούμε από το στόμα τους ρήσεις σοφίας από το «πουθενά»:
«Η ελευθερία αρχίζει την ημέρα που θα σταματήσεις να μετράς τις κάθετες πτώσεις σου και θα αφεθείς επειδή αυτή η πτώση είναι αναπόφευκτη».
«Μάρτιν, καμιά φορά η αγάπη έχει ένα άσχημο πρόσωπο αλλά η ψυχή της είναι σε μια κατάσταση τελειότητας».
«Οι άνθρωποι θέλουν να δουν ένα θαύμα, και σύμφωνα με εκείνους, θαύμα είναι ό,τι τους είναι αδύνατο να κάνουν, ενώ αυτό που μπορούν να κάνουν δεν είναι ένα θαύμα αλλά απλώς κάτι το συνηθισμένο».
Κυρίαρχο θέμα στα διηγήματα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, με κορυφαίες την αγάπη και τον έρωτα, εκπληρωμένες ή μη, βιωμένες ή φανταστικές, με όλα τα συνεπακόλουθά τους, τις διακυμάνσεις και το πεδίο άνθησής τους, ήτοι το σώμα, το μυαλό, την εικονική πραγματικότητα.
Κυρίαρχο θέμα στα διηγήματα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, με κορυφαίες την αγάπη και τον έρωτα, εκπληρωμένες ή μη, βιωμένες ή φανταστικές, με όλα τα συνεπακόλουθά τους, τις διακυμάνσεις και το πεδίο άνθησής τους, ήτοι το σώμα, το μυαλό, την εικονική πραγματικότητα. Ο ερωτισμός κυμαίνεται από την ψυχοπαθολογία ως τον ρεαλισμό, από τον ρομαντισμό ως τον υπερρεαλισμό, από τα θέλω ως τα πρέπει, από τα φανερά ως τα κρυμμένα και, ως είναι φυσικό, κινεί γη και ουρανό. Πολλές οι αφηγηματικές τεχνικές, οι πρωτοτυπίες (το διήγημα λ.χ. του οποίου τον τίτλο δανείστηκε το βιβλίο, είναι εξ ολοκλήρου μία και μόνο πρόταση δεκατριών γεμάτων σελίδων), οι εκπλήξεις, όλες έξω από την ομπρέλα των κλασικών λογοτεχνικών κανόνων, σε μια απελευθερωμένη επιλογή μετα-δημιουργικής –τολμώ να πω– γραφής.
Η τολμηρή γλώσσα εμφανίζεται συχνότατα αλλά παρ’ όλα αυτά ακόμα και ο συντηρητικός αναγνώστης δύσκολα θα κλείσει πριν την ώρα του το βιβλίο. Ζει και βασιλεύει είτε σε επίπεδο ωμότητας ερωτήσεων και διδόμενων απαντήσεων:
«Τον ρώτησα για ποιον λόγο εκείνη ήταν καλύτερη. Μου είπε “μπορώ να της πω τα πάντα ενώ σε εσένα δεν μπορούσα”».
είτε σε επίπεδο περιγραφικό:
«…μόνο δέκα ή δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ήδη μπορούσε να ακούει τον οργασμό μου για πρώτη φορά και να μου ψιθυρίζει. “Δώσε μου την αναπνοή σου, δώσε μου την αναπνοή σου”».
είτε σε καθαρά γλωσσικό-εκφραστικό:
«...προσπαθεί να φανταστεί πώς είναι να είσαι γυναίκα, πώς είναι όταν κάποιος σου τον βάζει, πώς είναι να ανοίγεις τα πόδια σου και να αφήνεις κάποιον να μπαίνει μέσα σου και σχεδόν το πετυχαίνει, αισθάνεται σχεδόν μια σχισμή στα σκέλια του...»
Κάποια διηγήματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν φεμινιστικά, κάποια «αντι-ανδρικά», «μισοφαλλικά» (κατά το «μισογυνικά»), με τη γυναίκα πάντοτε σε πρώτο πλάνο, ακόμα και όταν φαίνεται ότι είναι στο παρασκήνιο. Η συγγραφέας κάποτε προειδοποιεί:
«Σε προειδοποιώ, αναγνώστη, αυτό που ακολουθεί μοιάζει πολύ περισσότερο με… φεμινιστική ιστορία. Γι’ αυτό, αν δεν θέλεις να διαβάσεις μια τέτοιου είδους ιστορία, πήδηξε στην επόμενη. Γυναίκα εννοώ. Ίσως να περάσεις καλύτερα μαζί της. […] Καλύτερα θα ήταν να χάιδευες τα γκριζαρισμένα μπαλάκια σου και να τα πήγαινες εκεί που οι άνθρωποι γράφουν ιστορίες, που θα τα κάνουν χαρωπά και ζωηρά».
Αυτό όμως που διαρκώς διαπραγματεύεται είναι η ανθρώπινη φύση, ασχέτως φύλου. Η πονηριά, η ανωμαλία, το μη αναμενόμενο, το παραβατικό, το πέρα από φαινομενικά όρια, το φανταστικό, οι πεποιθήσεις, τα συμπλέγματα, τα αρχέτυπα, τα κοινωνικώς αποδεκτά και επιβαλλόμενα συρματοπλέγματα που ματώνουν, η ανάγκη για συντροφιά, ο φόβος του γήρατος και του θανάτου, τα στραβά μάτια σε ελαττώματα προκειμένου να μη μείνεις μόνος, η μοίρα, όλα εδώ, όλα σε ρόλο ενεργό και κάποτε υπερβατικό:
«“Ένα πράγμα είναι σίγουρο” της απάντησε, κλείνοντάς μου το μάτι από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. “Αυτό που χάνει κάποιος, το κερδίζει κάποιος άλλος”».
που εκκινεί από τα όρια του εγώ και μπορεί να φτάσει ώς τα όρια της ενσυναίσθησης, αντιδρώντας σε μία κοινωνικά επιβεβλημένη κατάσταση, άσχετα από το αν αυτή είναι αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών:
«Αναρωτιέμαι γιατί αυτές οι όμορφες κοπέλες να είναι πάντα μόνες τους. […] Είναι αυτό ένα είδος δικαιοσύνης;»
Ευτυχώς υπάρχει η άυλη ισορροπία της Ποίησης για να επιφέρει την απαιτούμενη –για την απαντοχή του τώρα ή για το επόμενο βήμα– αρμονία:
«Ήξερα απ’ έξω το κάθε ποίημα του βιβλίου, αλλά συνέχισα να τα διαβάζω σα μαγεμένη. Χωρίς να το γνωρίζω τότε, όπως κανείς στα είκοσι ένα του χρόνια δεν μπορεί να το γνωρίζει, ήταν ακριβώς εκεί, σ’ αυτήν τη στιγμή της ζωής μου, σε εκείνο το βιβλίο και τα ποιήματα, όπου δημιουργήθηκε ένας ρυθμός που έμελλε να με συνοδεύει για πάντα».
Η ατελείωτη, θαυμαστή πορεία της συγγραφής. Για τους συνοδοιπορούντες ο συνδετικός κρίκος είναι ένα μυστικό, το οποίο ο «Μάγος του λούνα παρκ» σκοπίμως μαρτυράει:
«Ένας έμπειρος αναγνώστης ποιοτικής λογοτεχνίας, όμως, ξέρει ότι κάθε παράγραφος είναι απλώς ένα μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης ιστορίας που δεν έχει τελειώσει ακόμα, και που το τέλος της δεν έχει γραφτεί ακόμα».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ είναι ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ως άλλος Τάλως» (εκδ. Κοράλι).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ξυπνώ με εκείνο το χαζοτράγουδο των Parni Valjak στον νου και ξάφνου όλα είναι εδώ, η οργή με τους δημιουργούς, με τη νεολαία που φθονούν, με τους άντρες, με όλες εκείνες τις γυναίκες που δεν δόθηκαν ποτέ όταν θα έπρεπε, ή με εκείνες που δόθηκαν. Γι’ αυτό βρίσκομαι τώρα ξαπλωμένη εδώ μόνη μου, μην έχοντας κάποιον να μου γλείψει τα δάχτυλα και να με ξυπνήσει όπως θα ήθελα. Δεν γίνεται διαφορετικά. Μίσος για χάρη του μίσους. Οι δημιουργοί έχουν δίκιο. Η αγάπη μας αποκάλυψε τον Θεό. Τώρα θα Τον σκοτώσουμε και θα πάμε στον άλλο κόσμο ως αμαρτωλοί, κάτι που πάντα ήμασταν».