Του Δημήτρη Αργασταρά
Ένα ψυχολογικό, αστυνομικό θρίλερ για τις σκοτεινές παρορμήσεις που οδηγούν τους ανθρώπους να διαπράξουν τις πλέον απεχθείς πράξεις είναι το μυθιστόρημα της Μινέτ Γουόλτερς ‘‘Η Σκιά του Χαμαιλέοντα’’ (Ψυχογιός). Ένα βιβλίο σχετικά με τον θυμό που κρύβουμε μέσα μας και την σκοτεινή πλευρά της ύπαρξής μας.
Στην ιστορία παρακολουθούμε ένα παλαίμαχο του Ιράκ, πληγωμένο σωματικά και ψυχολογικά, να επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις του με τους ανθρώπους, να προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του, να διερευνά τις σκοτεινές γωνιές του εαυτού του καθώς αυτές αναδύονται απρόσκλητες στο προσκήνιο.
Όλα ξεκινούν ένα συνηθισμένο, φαινομενικά ήρεμο πρωινό στην Βαγδάτη. Ο υπολοχαγός του βρετανικού στρατού Τσάρλς Άκλαντ, μόλις 26 ετών, διασχίζει μαζί με την ομάδα του την εθνική οδό της Βασόρας μέσα σ’ ένα τεθωρακισμένο όχημα. Ο Άκλαντ είναι φιλικός χαρακτήρας, χαμηλών τόνων και εμφανισιακά όμορφος. Ξαφνικά, η αποστολή τους δέχεται επίθεση, αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί καταφέρνουν να αναποδογυρίσουν το όχημά τους, και το σκηνικό μετατρέπεται σε κόλαση. Μοναδικός επιζών ο Άκλαντ, θα συνέλθει λίγες ώρες αργότερα στο νοσοκομείο. Είναι, όμως, παραμορφωμένος ανεπανόρθωτα στο πρόσωπο, μπορεί να δει μόνο από το ένα μάτι, και έχει σοβαρούς τραυματισμούς στο κεφάλι. Επίσης, γρήγορα γίνεται αντιληπτό ότι κάτι δεν πάει καλά με τον χαρακτήρα του.
Καθώς ο υπολοχαγός αναρρώνει, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι διαπιστώνουν τις ιδιαίτερα δύστροπες αντιδράσεις του. Αρνείται να ακολουθήσει την φαρμακευτική αγωγή, αρνείται ν’ απαντήσει στις απλές ερωτήσεις του γιατρού, εκδηλώνει ένα έντονο θυμό προς τις νοσοκόμες που τον φροντίζουν, και γενικά εμφανίζει μια οργισμένη συμπεριφορά προς τις γυναίκες. Φέρεται ψυχρά ακόμη και στους γονείς του και επιχειρεί να στραγγαλίσει την πρώην μνηστή του, όταν αυτή τον επισκέπτεται. Έτσι, ακολουθεί μια σειρά συναντήσεων με τον ψυχίατρο του νοσοκομείου, Δρ. Ρόμπερτ Γουίλις, ο οποίος προσπαθεί ν’ αναλύσει την κατάστασή του και να τον βοηθήσει.
Με την έξοδό του από το νοσοκομείο, ο Άκλαντ θα επιχειρήσει να επιστρέψει στον στρατό αλλά η αίτησή του θα απορριφθεί κι έτσι θα γυρίσει στο Λονδίνο. Εκεί αποφεύγει τις επαφές με τους ανθρώπους, προτιμά την επιφυλακτική απόσυρση, ενώ αναπτύσσει μεγάλη απέχθεια προς οποιονδήποτε κυκλοφορεί με αραβική ή μουσουλμανική περιβολή. Μια μέρα, όμως, μετά από έναν έντονο καβγά σε κάποιο μπαρ, όπου παραλίγο να σκοτώσει έναν μουσουλμάνο θαμώνα που του ζήτησε να μετακινηθεί από την θέση του, ο βίαιος χαρακτήρας του θα αναδυθεί ξανά στην επιφάνεια και, τελικά, θα βρεθεί υπό την επίβλεψη της δόκτωρ Τζάκσον. Η Τζάκσον είναι η συνιδιοκτήτρια του μπαρ, μία εκκεντρική μεγαλόσωμη γυναίκα, πρώην αθλήτρια του μπόντι-μπίλντιγκ και ομοφυλόφιλη. Χάρη σε αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία της, και παρά την απέχθεια του υπολοχαγού προς τις γυναίκες, ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί μια πολύ στενή σχέση.
Ταυτόχρονα, μια σειρά από δολοφονικές επιθέσεις απασχολούν τις αρχές του Λονδίνου, δολοφονίες που φαίνεται να υποκινούνται από ακραία οργή. Τα θύματα είναι συνταξιούχοι στρατιωτικοί, ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι, που ληστεύτηκαν και χτυπήθηκαν άγρια από έναν μανιασμένο επιτιθέμενο. Η προσοχή των αρχών δεν θα αργήσει να στραφεί προς τον Άκλαντ, ο οποίος φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στο προφίλ του δράστη. Έτσι, εισερχόμαστε στην περιοχή του αστυνομικού μυστηρίου, το οποίο θα διατηρήσει το ενδιαφέρον μας μέχρι το τέλος, μέσα από ένα συνεχόμενο γαϊτανάκι αμφιβολιών, ενδείξεων και συγκρούσεων.
Αυτό που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το βιβλίο είναι η παρουσία ισχυρών, αντιφατικών χαρακτήρων, που συνδυάζουν ασυνήθιστα στοιχεία στην προσωπικότητά τους. Ιδιαίτερα γήινοι, χειροπιαστοί και αδροί, αυτοί οι ήρωες καλούνται να συνυπάρξουν, να αναπτύξουν σχέσεις, να βοηθήσουν τελικά ο ένας τον άλλον. Μετά το ατύχημά του ο υπολοχαγός Άκλαντ είναι ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του, εχθρικός απέναντι στους άλλους, ανίκανος για κανονική κοινωνική ζωή. Κι όμως, στην μεγαλόσωμη ανδρογυναίκα Τζάκσον θα αναγνωρίσει μια φίλη, θα δεχθεί την βοήθεια και την συντροφιά της, θα μπει πρόθυμα κάτω από την ογκώδη φτερούγα της. Η Τζάκσον, από την άλλη, συνηθισμένη ν’ αντιμετωπίζει ευθέως τα πράγματα, δεν θα επιτρέψει στον Άκλαντ να παραμείνει κρυμμένος από τους άλλους και από τον εαυτό του. Άλλωστε η φυσική της παρουσία – ομοφυλόφιλη και πρώην αθλήτρια μπόντι-μπίλντιγκ – θέτει συχνά και την ίδια στο επίκεντρο της προσοχής με ανεπιθύμητους τρόπους, κι έτσι μπορεί να κατανοήσει καλύτερα από τους άλλους την δυσάρεστη θέση στην οποία βρίσκεται ο παραμορφωμένος στρατιωτικός.
Άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι οι διαφορετικές ιστορίες, που ‘‘τρέχουν’’ για ένα διάστημα παράλληλα και τελικά συνδέονται μεταξύ τους. Ενώ στην αρχή παρακολουθούμε την προσωπική περιπέτεια του Άκλαντ, την αποκατάστασή του, τις αλλαγές στην προσωπικότητά του, την αποδοχή του σωματικού του τραυματισμού, στην συνέχεια η ιστορία ξετυλίγεται από την πλευρά των αστυνομικών αρχών που προσπαθούν να λύσουν τις πολλαπλές δολοφονίες. Ανάμεσα στα κεφάλαια διαβάζουμε επίσης τα αποκόμματα των εφημερίδων που αναφέρονται στις επιθέσεις, τις ιατρικές σημειώσεις του Δρ. Γουίλις που παρακολουθεί αρχικά τον Άκλαντ, και τα σημειώματα των καταθέσεων στο αστυνομικό τμήμα. Το σφοδρό επεισόδιο του ξυλοδαρμού στο μπαρ, το ότι συχνάζει στα μέρη των επιθέσεων και φέρεται να γνωρίζει κάποια από τα θύματα, κάνουν την αστυνομία να βλέπει τον Άκλαντ ως βασικό ύποπτο, οπότε και η ιστορία εξελίσσεται στον καμβά των αμφιβολιών για την φύση του δολοφόνου. Ο Άκλαντ είναι χτυπημένος στο κεφάλι, υποφέρει από ημικρανίες, αρχίζει να παθαίνει διαλείψεις κατά τις οποίες χάνει την συνείδηση του εαυτού του, είναι όμως ικανός για αυτές τις ψυχρές δολοφονίες ;
Εν κατακλείδι, θα χαρακτήριζα την ‘‘Σκιά του Χαμαιλέοντα’’ ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, ένα καλό δείγμα αστυνομικού θρίλερ με ψυχολογικές προεκτάσεις, που καταφέρνει να απορροφήσει τον αναγνώστη και να τον κρατήσει σε αγωνία μέχρι το συγκλονιστικό, ανατρεπτικό τέλος.