Για το μυθιστόρημα του Luke Jerod Kummer «Η μπλε περίοδος» (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Κλειδάριθμος). Στην κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από τον πίνακα του Pablo Picasso «Γυναίκα με σταυρωμένα χέρια» (1901-1902), ο οποίος ανήκει στην μπλε περίοδο του ζωγράφου.
Του Διονύση Μαρίνου
Μπλε του κοβαλτίου. Πρωσικό μπλε. Μπλε ενός ουρανού που σκοτεινιάζει απειλητικά και κλείνει μέσα του τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Στρώσεις πράσινου που καταπίνουν τις φωτοσκιάσεις. Τόνοι ψυχροί που αποδιώχνουν κάθε εύκολο συναίσθημα και αποδίδουν με τραχύτητα τον μυστικισμό και την πνευματικότητα του δημιουργού τους.
Μόλις στην αρχή της λαμπρής καριέρας του, ήταν δεν ήταν είκοσι ετών, ο Πάμπλο Πικάσο δοκιμάζει τις αντοχές του και μαζί τα όρια της τέχνης του αφιερώνοντας χρόνο, σκέψη και έμπνευση για να αποτυπώσει μια σειρά πινάκων σε μονοχρωμία. Μεταβαίνοντας διαρκώς από τη Βαρκελώνη στο Παρίσι (και πίσω ξανά) πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα της εποχής και την πλήρη εμπορευματοποίηση της τέχνης και δημιουργεί μια σειρά θεμάτων που δεν θα γίνουν δεκτά από τους φημισμένους γκαλερίστες του Παρισιού, καθώς θεωρούνται απαισιόδοξα και αιχμηρά.
Η Μπλε Περίοδος του Πικάσο είναι γεμάτη από το duende της ψυχής του. Aυτή την εσωτερική φλόγα που προκαλεί θλίψη, αλλά και την ανάγκη να υπερβεί κανείς τον εαυτό του και να αντικρύσει πτυχές της ανθρωπινότητάς του που είναι υπερβατικές και ολότελα ποιητικές. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πικάσο λούστηκε στο μπλε ως αποτέλεσμα μιας έντονης ψυχικής κατάστασης στην οποία βρέθηκε εκείνη την περίοδο. Η αυτοκτονία του επιστήθιου φίλου του, του Καταλανού ποιητή και ζωγράφου, Κάρλες Καζαχέμας του βύθισε κάθε έννοια χαράς και ελπίδας που κουβαλούσε μέσα του ως εκείνη τη στιγμή.
Η αυτοκτονία του επιστήθιου φίλου του, του Καταλανού ποιητή και ζωγράφου, Κάρλες Καζαχέμας του βύθισε κάθε έννοια χαράς και ελπίδας που κουβαλούσε μέσα του ως εκείνη τη στιγμή.
Μόλις είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός ως παιδί-θαύμα. Αρκετοί μιλούσαν για τις ικανότητές του και ο ίδιος πέρασε στο Παρίσι με την ελπίδα να εδραιώσει τη φήμη του, αλλά και να θαμπωθεί από τα φώτα αυτής της μαγικής πόλης. Μέσα σ’ αυτή τη νεανική παραζάλη (πολύ ποτό, πολύ σεξ, πολλές στερήσεις, αλλά μπόλικη δημιουργικότητα), ο πάντα θλιμμένος Κάρλες χτυπημένος από την αρρώστια της ζήλειας θα αποπειραθεί να σκοτώσει την ερωμένη του Ζερμέν (μια αρκετά αυτόνομη έως και σκληρή κορασίδα που βγάζει τα προς το ζην ποζάροντας σε ζωγράφους) και στη συνέχεια θα αυτοκτονήσει.
Αυτό το καταλυτικό γεγονός θα οπλίσει τη θλίψη του Πικάσο. Η καταβύθισή του θα είναι κάθετη. Θα πλεύσει προς την απελπισία του μπλε, ενώ τα είδωλά του θα είναι παρίες, πόρνες, μέθυσοι, σαλοί. Η πίνακας του «Ζωή», έργο εκείνης της εποχής, αποτελεί ακόμη και στις μέρες έναν από τους σημαντικότερους πίνακες που έχει φτιάξει ανθρώπινο χέρι. Εκείνα τα τρία-τέσσερα χρόνια που κράτησε η περιπλάνηση του Πικάσο στην περιοχή του μπλε αποτελούν το αντικείμενο του μυθιστορήματος Η Μπλε Περίοδος (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Κλειδάριθμος) του πρωτοεμφανιζόμενου Λουκ Τζέροντ Κούμερ.
Ο Αμερικανός δημοσιογράφος (άρθρα του δημοσιεύονται στους Νew York Times, τη Washington Post και σε άλλα ονομαστά έντυπα), έπειτα από μακρά έρευνα και αναψηλάφηση μιας εκτενούς βιβλιογραφίας για εκείνη την περίοδο της ζωής του Πικάσο, αποφάσισε να βάλει ένα υψηλό στοίχημα με τον εαυτό του. Να μεταφέρει με μυθοπλαστικό τρόπο τα ταραγμένα χρόνια της Μπλε Περιόδου. Απόφαση διόλου εύκολη, καθώς έχουμε να κάνουμε με μια φυσιογνωμία –εν προκειμένω και ήρωα για τις ανάγκες της μυθοπλαστικής βιογραφίας– που υπήρξε bigger than life.
Ο Πικάσο δεν ήταν μόνο ένας εμπνευσμένος ζωγράφος και εικαστικός, αλλά μια μορφή που καθόρισε με το έργο του τον 20ο αιώνα. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια να ενταχθεί σε ένα μυθοπλαστικό σχήμα προσκρούει στην έντονη περσόνα του που ήταν από μόνη της μυθιστορηματική.
Ο Πικάσο δεν ήταν μόνο ένας εμπνευσμένος ζωγράφος και εικαστικός, αλλά μια μορφή που καθόρισε με το έργο του τον 20ο αιώνα. Ανήκει στους σπουδαίους του ανθρώπινου πολιτισμού. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια να ενταχθεί σε ένα μυθοπλαστικό σχήμα προσκρούει στην έντονη περσόνα του που ήταν από μόνη της μυθιστορηματική.
Εντούτοις, ο Κούμερ δεν τρώει τα μούτρα του. Με την επίρρωση της έρευνάς του καταφέρνει να μας μεταφέρει –έστω, στο μέτρο του δυνατού– την ξέφρενη πορεία του νεαρού ακόμη Πικάσο από την ασφάλεια του σπιτιού του (εκεί όπου δέχθηκε τα πρώτα μαθήματα από τον ζωγράφο πατέρα του), έως τη μαγεία και την άγρια συνειδητοποίηση στο Παρίσι.
Ο Λουκ Τζέροντ Κούμερ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στους New York Times και τη Washington Post, καθώς και στα New Republic, Washingtonian, Bloomberg Businessweek, Village Voice, Literary Hub και The Millions. Η Μπλε Περίοδος είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. |
Μαζί με τον Κάρλες θα γευτούν όλους τους απαγορευμένους καρπούς που θα τους προσφέρει απλόχερα το Παρίσι. Φαντασιώσεις, έμπνευση, ερωτικούς χυμούς, απογοήτευση, πείνα, ενοχή και τελικά πόνο και απαντοχή. Ο Κάρλες δεν θα αντέξει, ο Πάμπλο, ως γνήσιος ταυρομάχος στην αρένα, θα αντλήσει από αυτή την μεταιχμιακή εμπειρία τη βαθιά γνώση για τη ζωή, αλλά και την έμπνευση για να αποτυπώσει στον καμβά αυτό το μέγα θαύμα της ύπαρξης που δεν φέρει μόνο χαρά, αλλά και τον θάνατο. Ο Κούμερ αποτυπώνει πιστά το κλίμα της εποχής με τους ανέγνωρους γκαλερίστες που βλέπουν τους πίνακες ως ένα ακόμη είδος εμπορίου και τους άλλους που λειτουργούν ωσάν δουλέμποροι τέχνης.
Στην Μονμάρτη, ωστόσο, εκείνα τα χρόνια θα μαζευτούν όλα τα φωτεινά μυαλά της εποχής. Ποιητές, ζωγράφοι, αναρχικοί, άνθρωποι τρελοί με τη ζωή, νέοι που θέλουν να πάνε κόντρα στην κατεστημένη τάξη των πραγμάτων. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Πικάσο που δένεται στο άρμα του έρωτα (για τη Ζερμέν), του αγοραίου σεξ (κάπως έτσι κολλάει σύφιλη), της έμπνευσης (ζωγραφίζει με πυρετώδεις ρυθμούς) και της απόγνωσης (έφτασε να είναι νηστικός και να κοιμάται σε όποιο ατελιέ έβρισκε πρόχειρο).
Ο Κούμερ προσπαθεί να φανταστεί πώς θα ήταν, τι θα σκεφτόταν, γιατί οδηγήθηκε στην απόφαση να αποτυπώνει με ένα μόνο χρώμα την ψυχολογική του κατάσταση. Εντέλει, πόσο οι απώλειες (πρώτα της μιας αδελφής του και εν συνεχεία του φίλου του), επηρέασαν έντονα τον ψυχισμό του. Είναι ένα μυθιστόρημα με δραματικούς τόνους που σε ρουφάει. Απλώς, δεν ξέρεις αν σε ρουφάει ο μύθος ή η πραγματικότητα που βίωσε αυτή η θεϊκή μορφή με το όνομα Πάμπλο Πικάσο.
Είναι ένα μυθιστόρημα με δραματικούς τόνους που σε ρουφάει. Απλώς, δεν ξέρεις αν σε ρουφάει ο μύθος ή η πραγματικότητα που βίωσε αυτή η θεϊκή μορφή με το όνομα Πάμπλο Πικάσο.
Όταν θα τελειώσει η Μπλε Περίοδος, τότε που θα βρει ξανά τη χαρά της ζωής, θα ξεκινήσει η Ρόδινη Περίοδός του όπου τα χρώματά του γίνονται πιο γήινα και οι επιρροές του από τη γαλλική ζωγραφική θα είναι πιο έντονες. Σε αντίθεση με την Μπλε Περίοδο που κουβαλάει μέσα της μπόλικο Ελ Γκρέκο, Γκόγια και Βαν Γκονγκ.
Το να γράψει κανείς τη βιογραφία ενός σπουδαίου άντρα (εδώ, βέβαια, έχουμε ένα μέρος της ζωής του Πικάσο) είναι σαφώς ένα δύσκολο έργο. Το να προσπαθήσει να την κάνει και μυθιστόρημα, τότε μιλάμε για λεπταίσθητη εργασία που κρύβει πολλούς κινδύνους. Ο Κούμερ, εν πολλοίς, τα καταφέρνει. Αρκεί να έχουμε πάντα κατά νου πως οτιδήποτε γραφτεί ή λεχθεί για τον Πικάσο θα υπολείπεται πάντα της προσωπικότητας και του έργου του. Η μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά είναι στρωτή, «καθαρή» στα νοήματα που μεταφέρει και επομένως και βοηθητική στην ανάγνωση.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Η μπλε περίοδος
LUKE JEROD KUMMER
Μτφρ. ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΟΦΩΛΙΑΣ
ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ 2020
Σελ. 496, τιμή εκδότη €16,60
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έκαναν έρωτα τόσο άγρια, που τα πούπουλα του παπλώματος άρχισαν να τινάζονται από τις ραφές. Με τα κορμιά τους να στριφογυρίζουν, γλίστρησαν στην άκρη του στρώματος. Ο Πάμπλο είδε μια σταγόνα ιδρώτα να κυλάει από τη μύτη του στο μάγουλο της Ζερμέν. Το τραγούδι του σουμιέ και το μπάσο μπούφο από τις σανίδες του πατώματος ενώθηκαν σε μια ουράνια μελωδία. Όμως. Τη στιγμή που άγγιζαν το χείλος της κορύφωσης, σωριάστηκαν στο πάτωμα. Με την ευλυγισία του ακροβάτη, η Ζερμέν άρχισε να στριφογυρίζει μαζί του πάνω στο χαλί. Ξαφνικά βρέθηκε πάνω από τον Πάμπλο, σαν να καβαλούσε άλογο. Ηταν λες και πιλοτάριζε μια πειραματική ιπτάμενη εφεύρεση που αψηφά τη βαρύτητα και παραβγαίνει με τα πουλιά».