Της Νέλλης Βουτσινά
Μπέλφαστ, έτος 2005. Από την αποφράδα Μαύρη Κυριακή του '72 έχουν παρέλθει τρεις δεκαετίες ταραχών και μόλις επτά χρόνια από την ιστορική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, που άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων του IRA με αντάλλαγμα την παραίτηση από τον ένοπλο αγώνα, και την ισότιμη συμμετοχή των καθολικών στην τοπική κυβέρνηση της Βορείου Ιρλανδίας.
Εφτά μόλις χρόνια μιας εύθραυστης ειρήνης ενώ μια δύσκολη ισορροπία είναι σε εξέλιξη, καθώς το πέρασμα στην κοινοβουλευτική συνύπαρξη και πολιτική διευθέτηση των εμφύλιων διαφορών και των ιστορικών τραυμάτων δεν στάθηκε ποτέ απλή υπόθεση, πόσω μάλλον για τη Βόρειο Ιρλανδία και το Μπέλφαστ, πολύπαθο θέατρο αιματηρών συγκρούσεων και πόλη στοιχειωμένη με τα φαντάσματα της Ιστορίας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στη Δυτική Ευρώπη. Δεν είναι μόνο που τα τείχη αργούν να πέσουν, κυρίως στις καρδιές, είναι ακόμα και ότι η βία ανέκαθεν παρέδιδε τα όπλα τελευταία.
Τζέρι Φέγκαν, πρώην θρυλικός εκτελεστής του IRA και νυν σαρανταπεντάρης, αποφυλακισθείς, αλκοολικός και ψυχικά καταβεβλημένος, πρωτίστως θα ευχόταν να είχε ήρεμο ύπνο και χέρια καθαρά από αίμα, όμως το παρελθόν, το δικό του και της πόλης του δεν τού το επιτρέπει. Τα τελευταία εφτά χρόνια περιορίζει τα κουρασμένα βήματά του από την παμπ στο σπίτι, προσπαθώντας πάντα να λιποθυμά στο κρεβάτι όσο πιο μεθυσμένος γίνεται, αρκεί να μην ακούει. Γιατί ο Φέγκαν δεν είναι μόνος. Στοιχειώνεται από σκιές που ακολουθούν τα βήματά του και ουρλιάζουν στ' αυτιά του. Δώδεκα τον αριθμό σκιές παλιών θυμάτων του που, σε πείσμα του ψυχολόγου της φυλακής που τού της ονόμασε ενοχές, ο ίδιος αποκαλεί "ακόλουθους". Οι ακόλουθοι, με την εκκίνηση της ιστορίας (και δοθείσης μοιραίας αφορμής), αρχίζουν επίσης να ζητούν επιτακτικά εκδίκηση σηκώνοντας το δάκτυλο και υποδεικνύοντας ο καθένας τον βασικό υπαίτιο του θανάτου του. Και ο Φέγκαν, έρμαιο των τύψεων και της ανάγκης για εξιλέωση, στις δώδεκα ενότητες του βιβλίου, θα διαπράξει δώδεκα τον αριθμό φόνους παλιών του συντρόφων, πριν οι σκιές σηκώσουν το δάκτυλο και υποδείξουν και τον ίδιο.
Το σχήμα απλό (θα το 'λεγες και απλοϊκό) και οπωσδήποτε ξέρουμε από την αρχή τον δολοφόνο. Πιθανόν οι ελπίδες για σασπένς να εξανεμίζονταν εδώ, αν ο Νέβιλ (του οποίου το παρόν αποτελεί και πρώτη συγγραφική εμφάνιση) δεν αποδεικνυόταν ένας καθ' όλα ικανός χειριστής του είδους. Μηχανεύεται και παραδίδει τρόπους για να κρατήσει αδιάπτωτη την ένταση του ενδιαφέροντος και της ανάγνωσης σ' όλη την έκταση των 450 σελίδων, συνδέοντας την ενοχική βεντέτα του ήρωά του με τη γενικότερη εικόνα και τις κακοτράχαλες, σκοτεινές και σύνθετες όψεις του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου. Καθώς η δολοφονική τροχιά του Φέγκαν απειλώντας να τινάξει στον αέρα όλη την εύθραυστη ισορροπία των ειρηνικών διαπραγματεύσεων και της πολιτικής ομαλότητας θα αποκαλύψει σταδιακά την κάθε άλλο παρά ομαλή, πίσω όψη της πορείας αυτής προς την ειρηνική συνύπαρξη: μια τεταμένη και εύφλεκτη διελκυστίνδα ανάμεσα στην πολιτική και στη βία, ανάμεσα στα καθάρματα της πιάτσας και σε όσους είχαν πιο πολιτική σκέψη, ανάμεσα στους νομιμόφρονες και μετριοπαθείς και στους ενεργούς θύλακες των ακραίων, ανάμεσα σ' όλους αυτούς που οι ειρηνευτικές διαδικασίες είχαν αφήσει χωρίς δουλειά αλλά και στους καιροσκόπους επιβαίνοντες στο άρμα της πολιτικής κρατώντας ζωντανούς ακόμα τους δεσμούς με την προβοκατόρικη δράση και την παρακρατική βία. Μ' άλλα λόγια ανάμεσα στις παλιές και στις καινούργιες συνήθειες, στην ενεργή και επικίνδυνη γκρίζα ζώνη ενός κόσμου που κινείται στα όρια της νομιμότητας και αποτυγχάνει να απενεργοποιήσει τους δεσμούς με το βίαιο παρελθόν, και η εικόνα προκύπτει σκοτεινή, απειλητική και πυκνά κατοικημένη από σκιές, φαντάσματα και παλιές σκληρές ιστορίες.
Και δεδομένου του διαταραγμένου και στοιχειωμένου ήρωά του, που αρχίζει να φαντάζει σαν καθαρή συμπύκνωση της ψυχής της πόλης, ο Νέβιλ καταφέρνει να εμβολιάσει εύστοχα τις υποβλητικές φωτοσκιάσεις του θρίλερ, και δη του φανταστικού, στην αμιγώς νουάρ κατά τα άλλα αφήγησή του. Η χορογραφία των σκιών γύρω από τον Φέγκαν που τον οδηγούν σε αναμόχλευση του παρελθόντος υποδεικνύοντάς του τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας τους θα έμοιαζε ξένο σώμα εδώ αν δεν προέκυπτε τόσο λειτουργικά ενταγμένη στη ροή της ιστορίας και οπωσδήποτε ενδεχόμενη (ακόμα κι απαραίτητη) ως οικείος εκφραστικός τόπος ιρλανδέζικης καθολικής φαντασίας. Της ίδιας φαντασίας ζητούμενο, όταν όλοι είναι δολοφόνοι, δεν είναι πια ο δολοφόνος, αλλά η τιμωρία και κυρίως το έλεος. Και ο Νέβιλ οδηγώντας τον ήρωά του, αυτή τη βασανισμένη μηχανή θανάτου, θύτη μαζί και θύμα στο δρόμο προς το τελικό λουτρό αίματος, αναρωτιέται αν έχει έρθει η ώρα επιτέλους να υπάρξει έλεος. Κατάμαυρο και χορταστικό, μια ομολογουμένως εντυπωσιακή πρώτη εμφάνιση.
Νέλλη Βουτσινά (http://nellivou.wordpress.com)