Για το μυθιστόρημα του László Krasznahorkai «Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ» (μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι, εκδ. Πόλις).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Η επιστροφή στην πατρίδα είναι ένα θέμα που συναντάμε συχνά στη λογοτεχνία, από τον Όμηρο έως τον Ντοστογιέφσκι, τον Έρμαν Έσσε, τον Κούντερα κ.ά., καθώς το φαινόμενο του εκπατρισμού, που μπορεί να οφείλεται σε πολιτικούς, οικονομικούς ή άλλους λόγους, είναι σύνηθες στην ανθρώπινη ιστορία. Στο ανά χείρας βιβλίο η επιστροφή αυτή είναι μόνο η αφορμή, το έναυσμα για την εξιστόρηση των γεγονότων και την περιγραφή της κατάστασης που επικρατεί στην χώρα που αυτή πραγματοποιείται. Κι αν το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται στην Ουγγαρία, στην πραγματικότητα περιγράφει την κατάσταση σε πολλές άλλες χώρες του σήμερα.
Η υπόθεση
Τα υπέρογκα χρέη του σε κάθε ένα από τα καζίνο της πόλης αναγκάζουν τον βαρόνο Βένκχαϊμ να φύγει από το Μπουένος Άιρες. Η οικογένειά του τον φυγαδεύει από την Αργεντινή, εξασφαλίζοντάς του τα έξοδα για το ταξίδι της επιστροφής στην πατρώα γη. Επιστρέφει λοιπόν, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, σε μια επαρχιακή πόλη της Ουγγαρίας για να αποφύγει τη φυλακή και –ελπίζοντας– να συναντήσει ξανά τη Μάριετα, τον εφηβικό του έρωτα. Κατά την επιστροφή στην πατρίδα, ο βαρόνος ξαφνιάζεται από τη διαπίστωση ότι, ενώ όλα φαινομενικά είναι όπως τα άφησε την εποχή όπου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη, ταυτόχρονα τίποτα δεν είναι το ίδιο. Και στο πρόσωπο της ώριμης κυρίας που τον υποδέχεται με την ελπίδα της αναζωπύρωσης του παλιού πάθους, δεν αναγνωρίζει τη δροσερή κοπέλα του τότε. «Ένας έρωτας, η απατηλή ύπαρξη του οποίου μόνο στο τέλος της ζωής του αποκαλύφθηκε, ότι δηλαδή ήταν απατηλός, ότι δεν υπήρχε κι ίσως να μην είχε υπάρξει ποτέ». Σοκάρεται από τις ματαιωμένες προσδοκίες της ερωτευμένης του καρδιάς μα και από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι συμπολίτες και η πατρίδα του.
«Ένας έρωτας, η απατηλή ύπαρξη του οποίου μόνο στο τέλος της ζωής του αποκαλύφθηκε, ότι δηλαδή ήταν απατηλός, ότι δεν υπήρχε κι ίσως να μην είχε υπάρξει ποτέ».
Ο βαρόνος αντικρίζει μια πόλη και κατ’ επέκταση μια χώρα σε παρακμή, καθώς «αυτή η χώρα έχει πια τελείως ξεπέσει». Τίποτα δεν λειτουργεί όπως πρέπει, καμία δημόσια αρχή δεν επιτελεί το καθήκον της, ναζιστικές ομάδες συνεργάζονται με την αστυνομία για την τήρηση της τάξης, οι πολίτες κλείνονται στον εαυτό τους και στα σπίτια τους, μην περιμένοντας να συμβεί τίποτα καλό και μην ελπίζοντας σε καμιά αλλαγή της κατάστασης. Η φτώχεια, η έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής, η βία, η κατάχρηση εξουσίας, η έλλειψη ελευθερίας, η επιθετικότητα και ο αυταρχισμός, είναι φαινόμενα της καθημερινότητας. Η μεγαλειώδης υποδοχή που ετοιμάζουν στον βαρόνο οι αρχές της πόλης αποσκοπεί σε οικονομικές απολαβές από την υποτιθέμενη περιουσία του. Κι όταν γίνεται γνωστό ότι η περιουσία αυτή είναι ανύπαρκτη, η δουλοπρέπειά τους μετατρέπεται σε αλαζονεία.
Ο κύριος Καθηγητής
Στην ίδια πόλη ζει και ο κύριος Καθηγητής, ο οποίος μέχρι τώρα συγκαταλεγόταν από τους συμπολίτες του στους σοφούς του κόσμου, ενώ τώρα αγγίζει γι’ αυτούς τα όρια της τρέλας και ο οποίος «μην μπορώντας να εμποδίσει μέσα του τον αρρωστημένο καταναγκασμό του σκέπτεσθαι» βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τον εαυτό του. Μέσα από δαιδαλώδεις συλλογισμούς, σκέψεις και επιχειρήματα, φτάνει να αναθεωρήσει την έως τότε συμπεριφορά του. Ενώ κατοικεί σε ένα σπίτι με όλες τις ανέσεις –έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, αποστειρωμένο περιβάλλον λόγω του εργαστηρίου στο οποίο μελετάει τα βρύα– αποφασίζει ξαφνικά να πουλήσει τα πάντα για να απαλλαγεί από κάθε αντικείμενο που του είναι περιττό και ανούσιο για τη ζωή του. «Εφορμώ στον απόλυτο παραλογισμό της θεώρησης του χρόνου, εφορμώ στο παλιοπάζαρο των εννοιών μας, και σκορπάω γύρω τα πράγματα που μοιάζουν να είναι αξίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι άχρηστα, δεκάδες χιλιάδες παρεξηγήσεις στα θεμέλια της σκέψης μας, και μας χασκογελούν, αφού είναι σίγουρες ότι τις έχουμε χτισμένες τόσο καλά, ώστε δεν έχουμε την παραμικρή πιθανότητα να απελευθερωθούμε, ας κατεβούμε στα θεμέλια λοιπόν κι εκεί να εξετάσουμε με προσοχή τι έχει απομείνει από το ουσιώδες». Παίρνοντας μαζί του ελάχιστα απολύτως απαραίτητα αντικείμενα, πάει να ζήσει σε μια καλύβα, σε μια περιοχή έξω από την πόλη όπου δεν πλησιάζει κανείς κι όπου υπάρχουν μόνο άχρηστα πράγματα και σκουπίδια. Εκεί που δεν θα τον αναζητήσει κανείς, αφού «ποιος νοιάζεται μέσα στο σύμπαν αν είσαι εσύ ή κάποιος άλλος».
Ένα εντελώς ξεχωριστό στιλ γραφής
Στον Κρασναχορκάι ο όρος μακροπερίοδος λόγος χάνει το νόημά του. Μια πρόταση μπορεί να εκτείνεται από μια παράγραφο έως και έξι ή δέκα σελίδες. Ο συγγραφέας, όπως αναφέρει σε συνέντευξή του, αντιδρώντας στο καθιερωμένο σύστημα της ουγγρικής γλώσσας που απαιτεί να μιλάει κανείς με σύντομες προτάσεις, δομεί έναν λόγο χειμαρρώδη, παραληρηματικό, περίπλοκο, κατά το πρότυπο της σκέψης του ανθρώπου, η οποία ουδέποτε χρησιμοποιεί τελεία. Οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες είναι ανύπαρκτοι στο κείμενο. Τα σημεία στίξης ή θα απουσιάζουν εντελώς ή θα συναντώνται ανά δύο ή και τρία μαζί.
Η αφήγηση γίνεται είτε από τον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή είτε από το κάθε πρόσωπο που λαμβάνει μέρος στη δράση. Ο ευθύς λόγος ενσωματώνεται στην αφήγηση και η αλλαγή αφηγητή γίνεται συχνά μέσα στην ίδια πρόταση.
Η αφήγηση γίνεται είτε από τον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή είτε από το κάθε πρόσωπο που λαμβάνει μέρος στη δράση. Ο ευθύς λόγος ενσωματώνεται στην αφήγηση και η αλλαγή αφηγητή γίνεται συχνά μέσα στην ίδια πρόταση. Ο αρχηγός της αστυνομίας, ο διευθυντής της βιβλιοθήκης, ο βαρόνος, η Μάριετα, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας, ο Καθηγητής μα κι όλοι οι υπόλοιποι που πλαισιώνουν τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, από τον αρχιφύλακα που γράφει τους λόγους του διοικητή και τον ταβερνιάρη, μέχρι τον σταβλάρχη, τον ταχυδρόμο και την καφετζού, όλοι παίρνουν μέρος στην αφήγηση της ιστορίας, ο καθένας από την πλευρά του. Το γεγονός αυτό, παραδόξως, δεν κουράζει, δεν ξενίζει ούτε αποστασιοποιεί τον αναγνώστη αλλά τον προκαλεί να συνεχίσει, τον καθιστά μέλος της συζήτησης, αυτήκοο και αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων. Και η ανάγνωση του βιβλίου, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται δυσανάγνωστο και αριθμεί πάνω από πεντακόσιες σελίδες, γίνεται κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα.
Το δυστοπικό σκηνικό του βιβλίου
Ο συγγραφέας είναι έντονα επηρεασμένος από τα κείμενα του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα και του Μπέρνχαρτ. Από το εξώφυλλο (ασπρόμαυρη φωτογραφία του Lenke Szilagyi) στο οποίο εικονίζονται κάποια δέντρα σε μια ώρα της ημέρας χωρίς έντονο φως, χωρίς ξεκάθαρα περιγράμματα και με φόντο τα γκρίζα σύννεφα, εισάγεται ο αναγνώστης στο ιδιαίτερο κλίμα που θα συναντήσει στις σελίδες του βιβλίου. Μια διάχυτη μελαγχολία τον καταλαμβάνει για τις ανελέητες συνθήκες τις οποίες αναγκάζονται να αντιμετωπίζουν οι πολίτες της συγκεκριμένης πόλης. Ένα σκηνικό ταινίας τρόμου. Ο καιρός είναι μουντός, συννεφιασμένος, φυσάει και βρέχει, συμβαδίζοντας με τη διάθεση των ανθρώπων της πόλης. «Όλοι ζούσαν βαθιά μέσα στο φόβο ότι εκείνοι θα ήταν οι επόμενοι, έτσι κι έβγαιναν έξω, που θα τους δολοφονούσαν, θα τους βίαζαν, θα τους ατίμωναν, θα τους εξαφάνιζαν…» Ένας διάχυτος φόβος παντού. Άνθρωποι που φοβούνται να μιλήσουν γιατί «ο φόβος της διακοπής της ύπαρξης είναι μια δύναμη τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να μετρηθεί. Κανένα άλλο πράγμα δεν έχει τόση δύναμη όσο ο φόβος».
Ο László Krasznahorkai είναι Ούγγρος μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος. Γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1954 στο Γκιούλα της Ουγγαρίας. Πραγματοποίησε νομικές και φιλολογικές σπουδές σε πανεπιστήμια της χώρας του. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής. Με τα βιβλία του απέσπασε πολυάριθμες διακρίσεις και λογοτεχνικά βραβεία τόσο στη χώρα του όσο και σε άλλες χώρες (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία κ.ά.). Το 2015 κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ και ήταν ο πρώτος Ούγγρος που κατάφερε ποτέ κάτι τέτοιο. Δύο από τα μυθιστορήματά του, τα Η μελαγχολία της αντίστασης και Satantango, μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τον Ούγγρο σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, πολωνικά, τσεχικά, βουλγαρικά, εβραϊκά, ιαπωνικά. |
Διάφοροι τύποι ανθρώπων
Στις σελίδες του βιβλίου θα συναντήσουμε ανθρώπους προσγειωμένους και ρεαλιστές, που προσπαθούν να επιβιώσουν με ελάχιστα. Ανθρώπους ρομαντικούς που ζουν στα σύννεφα και περιμένουν να συμβεί το θαύμα. Ανθρώπους που εκμεταλλεύονται καταστάσεις για να κερδοσκοπήσουν. Ανθρώπους που κάνουν κατάχρηση εξουσίας και εκφοβίζουν, βιαιοπραγούν, ή καταφέρνουν με δημαγωγίες να νομιμοποιούν τις πράξεις τους. Ανθρώπους που αναγνωρίζουν το πρόβλημα, όμως παραμένουν σε απραξία λόγω του φόβου που πλανάται πάνω από το κεφάλι τους. Αλλά και ανθρώπους που σκέφτονται και ψάχνουν την ουσία και το βάθος των πραγμάτων, αναθεωρούν απόψεις και αναζητούν λύσεις.
Η κατ’ επίφαση δημοκρατία, η καταστρατήγηση κάθε ελευθερίας, ο ηθικός ξεπεσμός, στηλιτεύονται έντονα από τον συγγραφέα, ο οποίος αποδίδει ευθύνες στον κάθε πολίτη της χώρας που επιτρέπει να διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση. Κάθε πολίτης αυτής της χώρας, γράφει ο συντάκτης μιας επιστολής που δημοσιεύεται στην τοπική εφημερίδα «είναι ανήθικος και διπρόσωπος, επικίνδυνος για όλο το ανθρώπινο είδος, η επιτομή του φθόνου, της μικροπρέπειας, της ευτέλειας, της τεμπελιάς, της ύπουλης αναξιοπιστίας, της ξεδιάντροπης δειλίας, της ατιμίας, της διαρκούς ετοιμότητας για προδοσία, και ταυτόχρονα εκείνος που απαντά με αλαζονεία στη δική του άγνοια, στη δική του αμορφωσιά, στη δική του αναισθησία».
Η εξεικόνιση της ζοφερής πραγματικότητας της φτώχειας και της εξαθλίωσης, μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση και η ατομική και συλλογική ευθύνη για τη διαιώνιση της κατάστασης, και, τέλος, η ισχνή, με προϋποθέσεις, ελπίδα κάθαρσης, εξαγνισμού και πιθανής αναγέννησης, όλα αποδίδονται στην εξαιρετική μετάφραση της κυρίας Μανουέλας Μπέρκι, που κατάφερε να αποδώσει αυτό το δύσκολο και απαιτητικό κείμενο χωρίς να αφαιρέσει τίποτα από τη γοητεία και το βάθος του.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ
László Krasznahorkai
Μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι
Πόλις 2020
Σελ. 560, τιμή εκδότη €22,00