Για το μυθιστόρημα του László Krasznahorkai «Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ» (μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι, εκδ. Πόλις).
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Το βιβλίο Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ του Ούγγρου συγγραφέα Λάσλο Κρασναχορκάι (1954) κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ουγγαρία το 2016. Είναι το πέμπτο βιβλίο του που κυκλοφορεί στη χώρα μας, μετά τα Πόλεμος και πόλεμος (2015), Η μελαγχολία της αντίστασης (2016), Το τανγκό του Σατανά (2018) και το Η Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω (2019), όλα από τις εκδόσεις Πόλις. Όπως και πολλά απ’ τα προηγούμενα, μπορεί εύκολα να διαβαστεί ως ένα μυθιστόρημα που ασχολείται με την γενικότερη έννοια της «αποκάλυψης». Το μυθιστόρημα τοποθετείται γεωγραφικά στην Ουγγαρία, γιατί το πληροφορούμαστε από το κείμενο, και χρονολογικά στο παρόν, δεδομένου ότι αφθονούν τα σχετικά σημεία που το μαρτυρούν. Αλλά ένα απ’ τα χαρακτηριστικά της γραφής του Κρασναχορκάι είναι ότι ούτε οι χαρακτήρες του ούτε τα τοπία του αισθάνονται αυστηρώς συνδεδεμένα με τον υλικό κόσμο. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες και οι πόλεις του είναι παράξενα δημιουργήματα, ονειρικές και ασταθείς κατασκευές βουτηγμένες στη μυθοπλασία, με αμφισβητήσιμη σύνδεση με το ρεαλιστικό στοιχείο. Παρά τις υπαινικτικές αναφορές στους μεταναστευτικούς πληθυσμούς της Ουγγαρίας, εξακολουθεί να αισθάνεται εκτός χρόνου, πλημμυρισμένο με μια παράξενα ιστορική παρακμή.
Ο βαρόνος του μυθιστορήματος φημολογείται ότι επιστρέφει από την Αργεντινή στη μικρή του πόλη στην Ουγγαρία, η οποία βρίσκεται σε καταθλιπτική κατάσταση. Η περιοχή είναι φτωχή, πνευματικά άγονη, με τους κατοίκους της προσκολλημένους σε ένα απύθμενο λήθαργο και ατελείωτη αποχαύνωση, αποφασισμένους για ευημερία με οποιοδήποτε κόστος. Όταν εξαπλώνεται η είδηση της επιστροφής του, αναδύεται η ελπίδα ότι ο πλούτος που μεταφέρει θα σώσει την πόλη. Ο πληθυσμός αρχίζει αναγκαστικά να κινητοποιείται. Οργανώνεται μια αλλόκοτη παρέλαση, το τοπικό ορφανοτροφείο μικρών παιδιών εκκενώνεται ταχέως για να φιλοξενήσει τον βαρόνο και σχεδόν όλοι μπαίνουν στη διαδικασία να τον ευχαριστήσουν όσο γίνεται. Αλλά ο εκκεντρικός βαρόνος έχει τις δικές του ανησυχίες και καημούς, δηλαδή ένα επαίσχυντο χρέος τυχερών παιχνιδιών και το δόλωμα μιας στοιχειωμένης παιδικής αγάπης, η οποία τώρα είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα στην παρακμάζουσα γενέτειρα πόλη του.
Αν η επιστροφή αποδεικνύεται τελικά όφελος και πλεονέκτημα για τους κατοίκους της πόλης είναι ένα άλλο θέμα, επειδή το κύριο επίτευγμα του συγγραφέα εδώ, είναι το πορτρέτο της θνήσκουσας πόλης που δημιουργεί. Τα περισσότερα από τα δεκατρία μέρη του βιβλίου αποτελούνται από απίστευτα μεγάλες προτάσεις που εστιάζονται σε έναν συγκεκριμένο κάτοικο. Υπάρχουν προτάσεις που εκτείνονται σε πολλές σελίδες στο βιβλίο, κάτι που γίνεται συχνά στη σύγχρονη μυθοπλασία, ενώ κάποια διαλείμματα ανάμεσα στις παραγράφους περισσότερο υποδηλώνουν την μετατόπιση της οπτικής, ή μια άλλη διαφορετική άποψη και διάσταση του θέματος που αναλύεται, αλλά παρ’ όλα αυτά ρέουν ικανοποιητικά και μελωδικά με μικρές υποσημαινόμενες παύσεις. Όταν συμβαίνουν γεγονότα, ξεδιπλώνονται ονειρικά. Η παρέλαση για την επιστροφή του βαρόνου συνοδεύεται από ένα κακώς συγχρονισμένο σύνολο από κόρνες μοτοσικλετιστών και όχλο που προσπαθεί να πει το “Don’t Cry For Me Argentina”. Μια «ιπποδρομία» μυστηριωδών οχημάτων διασχίζει την πόλη προκαλώντας κατακλυσμιαία δυσλειτουργία της έννοιας του χρόνου.
Τα περισσότερα από τα δεκατρία μέρη του βιβλίου αποτελούνται από απίστευτα μεγάλες προτάσεις που εστιάζονται σε έναν συγκεκριμένο κάτοικο. Υπάρχουν προτάσεις που εκτείνονται σε πολλές σελίδες στο βιβλίο, κάτι που γίνεται συχνά στη σύγχρονη μυθοπλασία, ενώ κάποια διαλείμματα ανάμεσα στις παραγράφους περισσότερο υποδηλώνουν την μετατόπιση της οπτικής, ή μια άλλη διαφορετική άποψη και διάσταση του θέματος που αναλύεται.
Υπάρχει αφήγηση, αλλά υποτάσσεται στον σκοπό και τη δράση. Η προσέγγιση, διάθεση, υφή, πλοκή και ύφανση του βιβλίου, καθώς και οι εσωτερικοί μονόλογοι του όποιου χαρακτήρα και αφηγητή, όπως όλα τα ακατέργαστα συστατικά του μυθιστορήματος, συναρμολογούνται με μια υπνωτική ροή, ενώ πολλά πράγματα απλώς δεν έχουν λογική εξήγηση. Το μυθιστόρημα αυτό του Λάσλο Κρασναχορκάι, είναι ένα από τα πιο αλλόκοτα έργα μυθοπλασίας που πιθανόν να συναντήσει ένας αναγνώστης στην αναγνωστική του καριέρα και φοβίζει σχεδόν από τις πρώτες του σελίδες με την περιβόητη «προειδοποίηση», φέρνοντας στο νου μας άλλους συγγραφείς, όπως τον ιδιαίτερα αγαπητό στον Κρασναχορκάι, Κάφκα.
Στην αρχή της «επιστροφής του βαρόνου» σε μια επαρχιακή πόλη της Ουγγαρίας, διαδραματίζεται μια σκηνή θυγατρικής αντιπαράθεσης. Ο καθηγητής, ένας διάσημος εμπειρογνώμονας για τα βρύα, κρύβεται σε ένα καλύβι, σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της πόλης, στα λεγόμενα Βάτα, όπως την αποκαλούσαν ειρωνικά οι ντόπιοι, μια απροσπέλαστη, και εγκαταλειμμένη στην τύχη της έκταση. Εδώ, οι μέρες του κυμαίνονται ανάμεσα σε αυτό που αποκαλεί «ασκήσεις πνευματικής αποφόρτισης» και στο ψυχικό παραλήρημα. Όλα αλλάζουν, ωστόσο, όταν η δεκαεννιάχρονη κόρη του, μαζί με ένα τηλεοπτικό συνεργείο, εμφανίζεται και απαιτεί επιτακτικά διατροφή, την οποία όπως ισχυρίζεται, εκείνος τής οφείλει. Σύντομα, ο καθηγητής αρχίζει τους πυροβολισμούς δεξιά και αριστερά.
Προχωρώντας στο δεύτερο μέρος, βρίσκουμε τον βαρόνο Βένκχαϊμ ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα του ύστερα από σαράντα χρόνια απουσίας στο Μπουένος Άιρες, απ’ όπου έφυγε έχοντας συγκεντρώσει τεράστια χρέη τζόγου. Φτάνοντας στη γενέτειρα είναι ευπρόσδεκτος και όλοι αναμένουν ότι θα πλημμυρίσει την καταρρέουσα πόλη με τις πολύ αναγκαίες γι’ αυτή αγαθοεργίες του. Οι κάτοικοι της πόλης, ωστόσο, δεν γνωρίζουν την απύθμενη φτώχεια του βαρόνου. Η διαρρύθμιση και το περιεχόμενο του κειμένου, μερικές φορές μαγευτικά και σε άλλες κουραστικά, εγκλωβίζουν έξυπνα τον αναγνώστη σε μια ζοφερή κατάσταση. Ταυτόχρονα, δεν ξεφεύγει της προσοχής ότι το μυθιστόρημα, στην πραγματικότητα, βρίθει φτηνών και παράλογων αστείων αφηγήσεων.
Η διαρρύθμιση και το περιεχόμενο του κειμένου, μερικές φορές μαγευτικά και σε άλλες κουραστικά, εγκλωβίζουν έξυπνα τον αναγνώστη σε μια ζοφερή κατάσταση. Ταυτόχρονα, δεν ξεφεύγει της προσοχής ότι το μυθιστόρημα, στην πραγματικότητα, βρίθει φτηνών και παράλογων αστείων αφηγήσεων.
Ανοίγοντας την πρώτη σελίδα της Επιστροφής του βαρόνου Βένκχαϊμ, ο έκπληκτος αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα κείμενο που επιγράφεται «Προειδοποίηση». Στις έξι-επτά σελίδες του οι οποίες τοποθετούνται πριν από τη σελίδα του τίτλου, τη σελίδα πνευματικών δικαιωμάτων και κάποιων άλλων συνήθων υποσημειώσεων, αυτός ο πρόλογος, αν θα μπορούσε να ονομαστεί έτσι, αποτελείται από μια σκηνή στην οποία ένας μυστηριώδης διευθυντής ορχήστρας δίνει οδηγίες στους μουσικούς του με τον τρόπο και τις άλλες λεπτομέρειες της απόδοσης στην παράστασή τους. Στην ομιλία του, ο διευθυντής καθορίζει μερικά πράγματα. Εν πρώτοις, η μουσική πρέπει να παίζεται επειδή πρέπει να παίζεται! Δεύτερον, αυτή η παράσταση δεν θα είναι ευχάριστη για αυτούς, τους μουσικούς, αλλά μπορούν να παρηγορηθούν από το γεγονός ότι ούτε εκείνος θα βιώσει κάποια ευχαρίστηση αφού, σχολιάζει στο τέλος του κεφαλαίου, «εγώ είμαι εκείνος που δεν δημιουργεί, αλλά απλώς παρίσταται πριν από κάθε φωνή, διότι εγώ είμαι εκείνος, που μα το Θεό, περιμένει μονάχα να τελειώσουν όλα αυτά»!
Ούτε ο διευθυντής της ορχήστρας ούτε οι μουσικοί του επανεμφανίζονται κατά τη διάρκεια του βιβλίου. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε; Βρίσκονται σταθερά έξω από την πλοκή του μυθιστορήματος, και δεν αποτελούν χαρακτήρες του. Ο διευθυντής και σκηνοθέτης της όλης παράστασης είναι, απλώς, ο Θεός, ή, γιατί όχι, οποιαδήποτε δύναμη βάζει σε κίνηση αυτό το σύμπαν και οι μουσικοί ή οι παίκτες μας είμαστε φυσικά εμείς, καταδικασμένοι να παίξουμε το τραγούδι μας έως ότου τελειώσει η ζωή και όλοι ανηφορίσουμε προς… τη φλόγα. Και αυτό θα κάνουμε. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που υπόσχεται Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ, με μια απόλυτη και ήρεμη βεβαιότητα. Παρά τις ατέλειωτες αστειότητες, τις κουραστικές, επαναλαμβανόμενες και παράλογες στιγμές, στο μεγαλύτερο μέρος του ογκώδους βιβλίου, καθώς προχωράει η ανάγνωση μέσω των πεντακοσίων εξήντα περίπου σελίδων του, ρίχνει τη μάσκα ελαφρότητας για να αποκαλύψει την πραγματική του φύση, την κατάθλιψη και το δέος που προκαλεί στον αναγνώστη, και αυτό σε τελική είναι το αληθινό δώρο του ταλαντούχου Ούγγρου μυθιστοριογράφου, οδυνηρά συμπονετικό και την ίδια στιγμή αναίσθητο και βάναυσο.
Ο Λάσλο Κρασναχορκάι γεννήθηκε το 1954 στην πόλη Gyula της Ουγγαρίας. Σπούδασε νομικά και φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Ζέγκεντ και της Βουδαπέστης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ούγγρους συγγραφείς, ο οποίος υπηρετεί πιστά μια λογοτεχνία φιλόδοξη και απαιτητική. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία (ανάμεσά τους το βραβείο Kossuth, που αποτελεί την πιο σημαντική διάκριση της Ουγγαρίας, και το γερμανικό βραβείο Bestenliste-Prize). Το 2015 συμπεριελήφθη στην τελική λίστα για το The Man Booker International Prize. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα τσέχικα, τα βουλγάρικα, τα εβραϊκά, τα ιαπωνικά και πλέον και στα ελληνικά. Δύο βιβλία του (Το Τανγκό του Σατανά και η Μελαγχολία της Αντίστασης) έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον φίλο του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, για τον οποίο έχει γράψει επίσης πρωτότυπα σενάρια.
|
Ο βαρόνος έχοντας ζήσει ολόκληρη την ενήλικη ζωή του στο Μπουένος Άιρες, τώρα στο τέλος της, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αργεντινή και αποφασίζει την επιστροφή για να πεθάνει στη μικρή ουγγρική γενέτειρα πόλη. Οι φήμες λένε ότι ο βαρόνος έπρεπε να φύγει λόγω προβλημάτων τζόγου και ενώ αυτό δεν είναι ακριβώς ψέμα, η πραγματικότητα είναι ότι ο βαρόνος πάσχει από νευροεκφυλιστική ασθένεια και αγωνίζεται με καίρια και θεμελιώδη γνωστικά προβλήματα. Το μόνο που επιθυμεί διακαώς ο Βένκχαϊμ είναι να δει την παλιά αγαπημένη του για άλλη μια φορά, να αναζωπυρώσει εκείνη τη ρομαντική σχέση, ανίκανος όμως να καταλάβει ότι και εκείνη θα έχει γεράσει στα χρόνια που μεσολάβησαν, ενώ όλοι, πολιτικοί, αστυνομικοί και καλλιτέχνες στην πόλη θέλουν να κερδίσουν τη συμπάθειά του λόγω της αναφερόμενης τρανταχτής περιουσίας του. Καθώς πλησιάζει το τραίνο μέσα από ένα πλέον ξένο τοπίο, το σκηνικό ετοιμάζεται για απρόβλεπτες εκρήξεις και αποκαλύψεις που παραπέμπουν όχι σε κάποια συνήθη αποκάλυψη, όπως φυσική ή οικολογική καταστροφή, αλλά σε «τελείωμα» και θάνατο. «Για πάντα. Ας κρατήσει όσο κρατήσει», διαβάζουμε στην εισαγωγική επιγραφή του μυθιστορήματος. Και όταν σταματήσει «εκείνο» να διαρκεί, τι μέλει γενέσθαι στη συνέχεια; Η απάντηση δίνεται στις τελευταίες σελίδες, οι οποίες είναι μερικές από τις πιο ζοφερές σελίδες στη σύγχρονη μυθιστοριογραφία. Μεγάλο μέρος του έργου του Λάσλο Κρασναχορκάι, είναι γνωστό ότι περιστρέφεται γύρω από τα ίδια αποκαλυπτικά θέματα. Υπαινιγμοί για την περιρρέουσα κοινωνική παρακμή και για το αναπόφευκτο, συμμορίες ορφανών παιδιών, ο μοναχικός διανοούμενος που αναλώνεται από τη σκέψη, οι ομιλίες και τα πλήθη στην πλατεία Κόσουτ και η παρουσία και ανάμιξη του σιωπηλού και άγνωστου πλήθους.
Ο συγγραφέας γεμίζει τις σελίδες του με πινελιές ευρωπαϊκών εθνικισμών, όπως με τον αυστριακό ελεγκτή του τραίνου ο οποίος παρατηρεί ότι ακόμα και αυτοί, οι Ούγγροι, στην άλλη πλευρά των συνόρων, προσπαθούσαν να συμμορφωθούν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όταν ήρθε το θέμα της ασφάλειας, του προγράμματος των δρομολογίων και κάποια άλλα διαδικαστικά θέματα. Ο βαρόνος είναι σίγουρα μια περίεργη και αξέχαστη φιγούρα, αλλά ο πραγματικός και βασικός χαρακτήρας της ιστορίας του Κρασναχορκάι είναι ο φιλόσοφος που έχει αποκοπεί από την κοινωνία και ζει μοναχικά σε ένα ερημητήριο σε δασικό πάρκο και ασχολείται με υπαρξιακά προβλήματα και όχι μόνο. Στην πραγματικότητα, σκέπτεται πως όλα είναι ένα είδος φιλοσοφικού αγώνα που οδηγεί αποκλειστικά στη μη ύπαρξη, και αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, είναι το μεγαλύτερο λάθος της ύπαρξης! Ακόμα και αυτός, ο πρώην καθηγητής έχει τις προκαταλήψεις και γκρινιάζει μαζί με τους κατοίκους της πόλης για τους τσιγγάνους που τόλμησαν να εγκατασταθούν εκεί κοντά.
Διαφημισμένο ως ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα του εικοστού πρώτου αιώνα, το βιβλίο Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ είναι το αποκορύφωμα της αξιοσημείωτης και μοναδικής καριέρας του συγγραφέα του.
Οι ψυχαναγκαστικές φαντασιώσεις του Κρασναχορκάι είναι ταυτόχρονα πλημμυρισμένες από ιδεοληψίες. Οι μεγάλες παράγραφοι διαβρώνουν αργά την πραγματικότητα, ώσπου να απελευθερωθεί το φοβερό σκοτάδι που βρίσκεται έως εκείνη την ώρα κρυμμένο. Πολλές από τις λογοτεχνικές του ιδιότητες, όπως ο τυραννικός και καταναγκαστικός μονόλογος που είτε εκστομίζει ένας χαρακτήρας ή απλώς σκέπτεται, οι αιφνίδιες δαιμονικές επιταχύνσεις στην αφήγηση, η αποκαλυπτική έξοδος και φυσικά η τελική θλίψη είναι στοιχεία που παραπέμπουν σε μια σύγχρονη γραφή. Εν τω μεταξύ, η πολυαναμενόμενη επιστροφή του βαρόνου δεν αλλοιώνεται από την επακόλουθη εχθρότητα των κατοίκων της πόλης αλλά από τις διαβρώσεις της μνήμης, αφού τίποτα δεν έμεινε από τον κόσμο που βρισκόταν κάποτε εδώ, λέει, ούτε οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, οι κεντρικοί δρόμοι, τα νοσοκομεία, τα κάστρα, ή οι πύργοι, είναι τα ίδια, και εντελώς τυχαία βρίσκονταν τώρα στο ίδιο σημείο όπως και παλιά. Αρνείται τις κοινωνικές υποχρεώσεις, ντροπιάζεται μπροστά στη Μάριετα, την οποία δεν φαίνεται να αναγνωρίζει και τελικά υποβάλλεται σε ένα είδος πνευματικής δίκης, αν θα πρέπει να ζήσει ή να καταστρέψει τον εαυτό του κατά τη διάρκεια ενός νυχτερινού περπατήματος κατά μήκος μιας δασικής σιδηροδρομικής γραμμής.
Η τυχαία καταστροφή του βαρόνου ξεκινά το αποκαλυπτικό φινάλε του μυθιστορήματος, στο οποίο μια φιγούρα που μπορεί ή όχι να είναι ο Αντίχριστος δημιουργεί ένα ολοκαύτωμα καθαρτήριας φλόγας, αποτεφρώνοντας την πόλη και τους χαμερπείς κατοίκους της. Αυτή η σύγχρονη εξιστόρηση αφήνει πολλά πίσω της. Τον συγκλονιστικό δήμαρχο, τον φαύλο και συναισθηματικό διοικητή, τη φτωχή Μάριετα, τον απατεώνα Ντάντε, ζητιάνους, άλογα, ιερείς και έναν σχεδόν πλήρη κατάλογο ατόμων, αντικειμένων και ζώων. Διαφημισμένο ως ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα του εικοστού πρώτου αιώνα, το βιβλίο Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ είναι το αποκορύφωμα της αξιοσημείωτης και μοναδικής καριέρας του συγγραφέα του. Κι αν το Τανγκό του Σατανά, στη δεκαετία του 1980, ήταν μια αδιανόητη πράξη λογοτεχνικής ανυπακοής στην πολιτική εκείνης της εποχής και πρωτόγνωρα επικριτική για τη σοβιετική σοσιαλιστική κουλτούρα, ετούτο το βιβλίο μάλλον πρέπει να καταταγεί στα κείμενα της πρώην ανατολικής Ευρώπης η οποία βρίσκεται σε μια εποχή που αποχαιρετά τις δεσμεύσεις του παλαιού συστήματος και μεταβαίνει επιφυλακτικά σε κάτι άλλο που βρίσκεται ήδη προ των πυλών!
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Ξεδιπλώνοντας πτυχές της λογοτεχνικής καθημερινότητας» (εκδ. Οδός Πανός).
Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ
László Krasznahorkai
Μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι
Πόλις 2020
Σελ. 560, τιμή εκδότη €22,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ LÁSZLÓ KRASZNAHORKAI