
Για το μυθιστόρημα του Γεράσιμου Μπέκα «Όλοι οι καλοί έχουν πεθάνει» (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική).
Του Νίκου Ξένιου
«Ο μαρμάρινος Περικλής έκλεισε από το βάθρο του το μάτι στον Άρη.
Ίσως, όμως, απλώς να του κουτσούλισε το μάτι κάποιο περιστέρι».
Γεράσιμος Μπέκας, Όλοι οι καλοί έχουν πεθάνει (εκδ. Κριτική).
Το μυθιστόρημα του Γεράσιμου Μπέκα Όλοι οι καλοί έχουν πεθάνει μιλά για το ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας και της σχετικής μυθοπλασίας. Το βιβλίο φλερτάρει με τον υπερρεαλισμό στην αρχή, όμως σύντομα μεταφέρεται σε δύο ρεαλιστικούς χωροχρόνους: στην Ελλάδα του σήμερα και στην Ήπειρο του 1943 και της Εθνικής Αντίστασης. Τους πρωταγωνιστές (τον ελληνογερμανό Άρη στο σήμερα, τον θεόπνευστο δόκιμο Στυλιανό που συναντά φιλογερμανούς μοναχούς στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής και στην πορεία κατηφορίζει στα εγκόσμια ως απλός Στέλιος, τους θετούς γονείς του Άρη) πλαισιώνουν δευτερεύοντες, ιδιαίτερα ολοκληρωμένοι, χαρακτήρες: πλάι στο πορτρέτο του αγωνιστή και της μετανάστριας και πρώην αντάρτισσας κυρίας Ξενάκη φιλοτεχνούνται τα πορτρέτα του αεριτζή, του αρπακολατζή, του καιροσκόπου, ακόμη και αυτό του δωσίλογου: σ’ αυτό το «φευγάτο» ταξίδι, σ’ αυτό το νοσταλγικό οδοιπορικό «επανόρθωσης και ενηλικίωσης», ελάχιστα περιθώρια αφήνονται για την άνθηση του Καλού, και έτσι δικαιολογείται και ο απαισιόδοξος τίτλος του βιβλίου. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική, στην πολύ καλή μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού από το γερμανικό πρωτότυπο.
«Μνημείο με δύο πόδια»: να είσαι παιδί ενός ήρωα, ή να είσαι ορφανός;
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Άρης Κομμένος –που κατάγεται από το αφανισμένο χωριό Κομμένο της Άρτας– δράττεται μιας ευκαιρίας για να γυρίσει στην Ελλάδα, εν είδει αποστολής: δεν πρόκειται για τη δράση ενός απάτριδος, αλλά για την αναζήτηση των χαμένων «πατρίδων», με την έννοια του «ψυχικού τοπίου» που καθορίζει την ταυτότητα ενός, κατά βάσιν, ορφανού ήρωα. Ο Άρης είναι ένας ακόμη νεαρός πότης, ο τύπος του frustrated (ο όρος δεν μεταφράζεται επακριβώς στα Ελληνικά: σημαίνει τον απογοητευμένο, τον ματαιωμένο, αυτόν που έχει βυθιστεί στην αλλοτρίωση, ακόμη και τον κυνικό και τον ασυγκίνητο μπροστά στον θάνατο) που απλώς επιβιώνει εργαζόμενος σε έναν οίκο ευγηρίας, ενώ τηρεί αντιπροσωπευτικά «γερμανικό» φλεγματισμό στη σχέση του με τη λιβανέζα συνάδελφο και ευκαιριακή ερωμένη Σιμπέλ και με την ηλικιωμένη τρόφιμο κυρία Ξενάκη. Η χαρακτηριστική «ναυτία» που τον καταλαμβάνει στη διαδρομή από το νέο αεροδρόμιο έως το κέντρο της Πλατείας Συντάγματος είναι η πρώτη μορφή απαλλαγής του από την ευταξία του «ευρωπαϊσμού» με την οποία έχει γαλουχηθεί, καθώς η συνείδησή του είναι η συνείδηση κάποιου που μεγάλωσε στο πολιτιστικό περιβάλλον των «ισχυρών» και που αντικρύζει κάπως υπεροπτικά το πολιτιστικό μόρφωμα των «αδύναμων».
Η χαρακτηριστική «ναυτία» που τον καταλαμβάνει στη διαδρομή από το νέο αεροδρόμιο έως το κέντρο της Πλατείας Συντάγματος είναι η πρώτη μορφή απαλλαγής του από την ευταξία του «ευρωπαϊσμού» με την οποία έχει γαλουχηθεί, καθώς η συνείδησή του είναι η συνείδηση κάποιου που μεγάλωσε στο πολιτιστικό περιβάλλον των «ισχυρών» και που αντικρύζει κάπως υπεροπτικά το πολιτιστικό μόρφωμα των «αδύναμων».
Παρά το προσδοκώμενο, ωστόσο, στο μυθιστόρημα τίθεται εναργέστατα το ζήτημα της ευθύνης των ισχυρών για την κατάσταση των αδύναμων και το σήμερα ερμηνεύεται με αναδρομή στο χθες. Ανατρέχοντας στο παρελθόν ο Άρης Κομμένος του Μπέκα –απόγονος ενός είδους «Άρη Βελουχιώτη»– μπορεί πια να προσεγγίσει και να κατανοήσει ακόμη, με υψηλή δόση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, την έκπτωση των αξιών:
— Από πού βγαίνει το Λάκης; Από το Βαγγέλης; Βασίλης;
— Από το Σοφοκλής.
— Α, αλήθεια; Σου έδωσαν το όνομα του ποιητή;
— Όχι, του μπασκετμπολίστα.
Μια καφκική και ταυτόχρονα κωμική σκηνή εσωτερικού μονολόγου στο σκότωμα μιας ψείρας ή στη μετωπική συνάντηση με μια κατσαρίδα είναι το πρώτο σημείο αφύπνισής του. Η σεξουαλική του υποταγή στον ακατάσχετο ερωτισμό της Σιμπέλ είναι το δεύτερο. Η συνάντηση με τους θετούς του γονείς, το τρίτο, σε συνδυασμό με την προσπάθεια του Χέλμουτ, του θετού του πατέρα, να επανορθώσει το ιστορικό έγκλημα της Γερμανίας. Στις 16 Αυγούστου 1943 το χωριό Κομμένο ισοπεδώθηκε από τους Γερμανούς και μια πρωτοφανούς αναλγησίας σφαγή των κατοίκων έλαβε χώρα: οι κατακτητές έστησαν πολυβόλα στις εισόδους του χωριού, εισέβαλαν στα σπίτια και σκότωσαν 172 γυναίκες και 97 παιδιά, καίγοντας πρώτα τα σπίτια του κόσμου1. Ο Άρης, με την πρόσβαση που έχει στις δύο πολιτιστικές πραγματικότητες, έχει πλέον το προνόμιο να γίνει ζωντανό «μνημείο» της Ιστορίας του τόπου του (ή, για την ακρίβεια, του τόπου καταγωγής του). Αν όντως οι δύο κουλτούρες του συγκρούονται, τότε τίθεται σοβαρό θέμα επαναπροσέγγισης της Ιστορίας, και δη της πρόσφατης Ιστορίας: η προσωπική ιστορία του ήρωα είναι η φυσική προέκταση της συλλογικής Ιστορίας, όπως και η διαμόρφωση της προσωπικής ιστορικής και πολιτικής συνείδησης δεν είναι παρά απόρροια της συνειδητοποίησης ιστορικών αληθειών που η συλλογική ιστορική/πολιτική συνείδηση έχει συγκαλύψει, αποσβέσει και, βεβαίως, εξωραΐσει:
«Ξέρεις τι είναι να σε χτυπάει ένας στρατιώτης στο πρόσωπο με τον υποκόπανο του όπλου του; Καλά, από πού να το ξέρεις; Θα σου το πω εγώ...»
![]() |
|
Ο Γεράσιμος Μπέκας ζει στο Βερολίνο, έχει σπουδάσει Πολιτική Επιστήμη και εργάζεται ως θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος, ενώ δημοσιεύει κριτικά του κείμενα στο μπλογκ που διατηρεί. Πρόσφατα θεατρικά έργα του: Ο Καραγκιόζης στις Θερμοπύλες (Θέατρο Maxim Gorki, σε σκηνοθεσία Κωστή Καλλιβρετάκη, 2018) και Sisyphos auf Silvaner (Θέατρο του Würzburg, σε σκηνοθεσία Albrecht Schröder, 2019). Το φθινόπωρο του 2018, συμμετείχε στο Ελληνογερμανικό Συνέδριο Λογοτεχνίας Syn Energy Berlin Athens.
|
Ποια κουλτούρα είναι πιο ισχυρή;
Ο συγγραφέας χαρακτήρισε, σε συνέντευξή του για τη στήλη του Book Press «Πρώτο Βήμα», το βιβλίο του ως «ένα βιβλίο για τον ηρωισμό αλλά χωρίς ήρωες, αληθινό χωρίς αλήθειες και ερωτικό χωρίς σεξ». Είναι χαρακτηριστική η ειρωνεία που διαπνέει το βιβλίο, αλλά και η τρυφερότητα με την οποία ο συγγραφέας προσεγγίζει τους ήρωές του: «Αν σε χρειαστεί ο Θεός, θα σε φωνάξει». Έντονα θεατρικοί διάλογοι και τριτοπρόσωπη εστιασμένη αφήγηση είναι τεχνικές που φαίνεται να γνωρίζει καλά. Εκπρόσωπος μιας γενιάς που διδάχθηκε την «επίσημη Ιστορία» και τις αποκρύψεις της, ο συγγραφέας επιχειρεί να απομυθοποιήσει την επισφαλή εικόνα που το συλλογικό ασυνείδητο επιφυλάσσει για το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. Το διάβασμα του Ελύτη, του Ρίτσου και του Καζαντζάκη δεν φαίνεται πλέον να του αρκεί: τώρα είναι η ώρα των μεγάλων αποκαλύψεων. «Η πληροφορία είναι το πολυτιμότερο αγαθό». Και: «Η αλληλεγγύη δεν είναι δρόμος μονής κατεύθυνσης».
Είναι η Ελλάδα του Μπέκα ο κλασικός ονειρεμένος τόπος των καλοκαιρινών διακοπών; Άραγε να είναι τυχαία η σχέση νοσταλγίας και εξιδανίκευσης; Να είναι τυχαίο, στη σύγχρονη Ελλάδα, αυτό το κιτς συνονθύλευμα οικοδομών, μισοτελειωμένων έργων και ημιλειτουργικών επιχειρήσεων, να είναι συμπτωματική αυτή η συνεχής εξαπάτηση του λαού εκ μέρους των πολιτικών που ποζάρουν τόσο απωθητικοί στις προεκλογικές τους αφίσες; Ο Γεράσιμος Μπέκας δίνει απαντήσεις θέτοντας τα ερωτήματα, και το κάνει αυτό με μεγάλη ωριμότητα και υπευθυνότητα, παρά το νεαρό της ηλικίας του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία από το Κομμένο Άρτας.
1. Σχετική είναι η μαρτυρία του Herman Frank Meyer, Η φρίκη του Κομμένου (μτφρ. Γιάννης Μυλωνόπουλος), Αθήνα, Καλέντης, 1998
Όλοι οι καλοί έχουν πεθάνει
Gerasimos Bekas
Μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός
Κριτική 2020
Σελ. 294, τιμή εκδότη €13,00