Για το μυθιστόρημα της Mónica Ojeda «Mandíbula» (μτφρ. Ιφιγένεια Ντούμη, εκδ. Σκαρίφημα).
Του Διονύση Μαρίνου
Για να συνεννοηθούμε: όπου «Mandíbula» σκεφτείτε κοφτερά σαγόνια που κατασπαράζουν μαλακούς ιστούς. Μυτερά δόντια που πέφτουν σαν βελόνα σε τρυφερά δέρματα και τα στίζουν. Διαμελισμός στα όρια του κανιβαλισμού. Η Μόνικα Οχέδα στο ομώνυμο μυθιστόρημά της Mandíbula (μτφρ. Ιφιγένεια Ντούμη, εκδ. Σκαρίφημα) χρησιμοποιεί την έννοια της οδοντοστοιχίας (και των ξέφρενων έργων της) με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια.
Το εξώφυλλο του βιβλίου, στο οποίο ένας αποκρουστικός κροκόδειλος έχει ανοίξει την μπουκαπόρτα του στόματός του και ετοιμάζεται να αρπάξει τη λεία του (εν προκειμένω τα γράμματα), δεν είναι τυχαίο. Αν φανταστούμε, δε, πως ο κροκόδειλος είναι θηλυκός, τότε θα είμαστε ολότελα εντός του πνεύματος του βιβλίου. Η σκοτεινή θηλυκή πλευρά, αυτή η τόσο ανερμήνευτη και σπηλαιώδης, εδώ εμφανίζεται ως μια απέραντη λευκή περιοχή που αρχίζει να απλώνεται από τη στιγμή που το άδολο κορίτσι αρχίζει να ντύνεται με τη δορά της έφηβης και φτάνει στο σημείο της ολοκλήρωσής της όταν, πλέον, έχει γίνει ώριμη γυναίκα.
Δεν έχει σημασία να πούμε αν το μυθιστόρημα αφορά γυναίκες (όντως, μιλάει για γυναίκες) κι αν αυτό το περιβόητο «γυναικείο ζήτημα» περιορίζει τον ορίζοντα της θέασής του (δεν το κάνει).
Δεν έχει σημασία να πούμε αν το μυθιστόρημα αφορά γυναίκες (όντως, μιλάει για γυναίκες) κι αν αυτό το περιβόητο «γυναικείο ζήτημα» περιορίζει τον ορίζοντα της θέασής του (δεν το κάνει). Σημασία έχει να δούμε τη διαδικασία μέσα από την οποία, η Οχέδα (32χρονη συγγραφέας και ποιήτρια από το Εκουαδόρ) περνάει από τον ρεαλισμό στο υπερβατικό, από την ψυχανάλυση στο παραλήρημα και από τη λογοτεχνία που χρησιμοποιεί την έννοια του τρόμου –δίχως να ανήκει στη λογοτεχνία τρόμου– στην επιδραστικότητα της pop κουλτούρας. Αν μη τι άλλο, η μικτή τεχνική της έχει ενδιαφέρον.
Σχολείο υπό τη διεύθυνση του Opus Dei
Τυπικά έχουμε να κάνουμε με μια παρέα πλουσιοκόριτσων στην πρώιμη εφηβεία τους (γύρω στα 14), τα οποία φοιτούν στο δίγλωσσο ιδιωτικό σχολείο Δέλτα, High-School-for-Girls. Ένα σχολείο αρκετά αυστηρό, κατά τ’ άλλα, υπό τη διεύθυνση του σκοταδιστικού τάγματος Opus Dei της Καθολικής Εκκλησίας. Άκρως δεσμευτική συνθήκη για νεαρά κορίτσια που βράζει το αίμα τους και επιθυμούν σφόδρα να ανακαλύψουν τα όριά τους. Η Φερνάντα και η Ανελίσε είναι οι δύο βασικοί πόλοι της παρέας. Είναι κολλητές, σιαμαίες και η δική τους ταραγμένη ψυχοσύνθεση είναι που ορίζει και τους κανόνες που διέπουν όλη την παρέα. Αυτοί οι κανόνες, δε, γίνονται εξόχως ακραίοι όταν βρίσκουν ένα ακατοίκητο οίκημα όπου το μετατρέπουν σε άντρο για τις «σχοινοβασίες» τους.
Αυτό το απόκοσμο μέρος γίνεται ο λευκός τους οίκος. Εκεί συναντούν τον Λευκό Θεό τους, ένα δικό τους αποκύημα που συμπυκνώνει την ανοικειότητά τους προς την υποχρεωτική ευλάβεια ενός καλού θεού, δίνοντας τα σκήπτρα της πίστης τους σε έναν ανοικτίρμονα θεό όπου φέρνει τρόμο και πόνο. Τα κορίτσια επιδίδονται σε λογής ακραία ανδραγαθήματα. Θέτουν τα σώματά τους στην υπηρεσία του ξαφνικού φόβου. Πατούν κόκκινες περιοχές αν και οι ίδιες θεωρούν πως στο λευκό δωμάτιο συναντούν τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής τους.
Στην επικράτεια της εφηβείας
Η Οχέδα μάς λέει πως η εφηβεία είναι η απόλυτη λευκή περιοχή. Άσπιλη εξ αρχής, αθώα εκ προοιμίου, αλλά όπως συμβαίνει και με το λευκό χρώμα, εύκολα μπορεί να σπιλωθεί, να βρομιστεί, να μεταλλαχθεί σε κάτι βορβορώδες. Η Φερνάντα βλέπει από μικρή ψυχίατρο μήπως και καταφέρει να ξεπεράσει τις ενοχές της ότι εξαιτίας της πέθανε ο μικρός της αδελφός· μηδέποτε επιβεβαιωμένο. Η Ανελίσε βλέπει τον κόσμο μέσα από λέξεις. Η σχέση με τη μητέρα της είναι τυπική προς εχθρική. Βουτάει με το κεφάλι στις ακραίες καταστάσεις, έλκεται από τον φόβο όχι για να τον νικήσει, αλλά για να εισχωρήσει στην επικράτειά του. Λατρεύει τις ιστορίες τρόμου που διαβάζει στο διαδίκτυο (δίχως να παραγνωρίζει την αξία του Πόε ή του Λάβκραφτ) τα λεγόμενα creepypasta, αποπειράται να γράψει, και μάλιστα με επιτυχία, τις δικές της.
Η Φερνάντα βλέπει από μικρή ψυχίατρο μήπως και καταφέρει να ξεπεράσει τις ενοχές της ότι εξαιτίας της πέθανε ο μικρός της αδελφός· μηδέποτε επιβεβαιωμένο. Η Ανελίσε βλέπει τον κόσμο μέσα από λέξεις. Η σχέση με τη μητέρα της είναι τυπική προς εχθρική.
Τα κορίτσια ανταλλάσσουν οριακές εμπειρίες, παίζουν ακόμη και με την ιδέα του αφανισμού. Οι πειραματισμοί τους έχουν κάτι από σεξουαλική αναζήτηση, ζωώδη ευχαρίστηση, αταβιστική μανία και σκιαγράφηση της αυταξίας τους. Μόνο σ’ αυτό το λευκό σπίτι ζουν αληθινά, τις υπόλοιπες ώρες συμπεριφέρονται σαν γυμνασμένα στην ευπείθεια κορίτσια. Όταν θα φτάσουν στο σημείο να δαγκώνει η μια την άλλη, τότε το «παιχνίδι» θα αποκτήσει τον υπαρξιακό χαρακτήρα που θέλει να προσδώσει η Οχέδα. Κάθε μάνα τρώει το παιδί της, κάθε παιδί θέλει να καταφάει τη μητέρα του. Οι κροκόδειλοι προστατεύουν τα μικρά τους μέσα στα μεγάλα σαγόνια τους. Τα κορίτσια, ακόμη και οι κολλητές φίλες, κάποια στιγμή θα αλληλοφαγωθούν. Η Φερνάντα και η Ανελίσε όχι μόνο τσακώνονται στο τέλος, αλλά η μία ορμάει στην άλλη με εξωφρενική μανία. Τρώνε τις σάρκες τους κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η Mónica Ojeda (γεν. 1988) είναι πεζογράφος και ποιήτρια από το Εκουαδόρ. Τελείωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο του Γκουαγιακίλ και συνέχισε στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη, όπου και ολοκληρώνει το διδακτορικό της. Έχει εκδώσει ποίηση, μυθιστορήματα και διηγήματα. Το 2017 ήταν στη λίστα «Bogota39», μια λίστα που ξεχώριζε τους σημαντικότερους νέους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, κάτω των 39 χρόνων. Το Mandíbula ήταν μεταξύ των δέκα υποψηφίων μυθιστορημάτων για το βραβείο «Mario Vargas Llosa Biennial Novel Prize» για το 2018.
|
Σε δεύτερο επίπεδο η καινούργια δασκάλα Λογοτεχνίας των κοριτσιών, η μις Κλάρα, μια νέα τρομαγμένη γυναίκα που έχει υποστεί ακόμη και απαγωγή από μαθήτριές της σε προηγούμενο σχολείο που δίδασκε και εμμονική με τη μητέρα της (άλλο ένα αλληλοφάγωμα), βρίσκεται αντιμέτωπη μ’ αυτά τα κορίτσια σε μια τρομώδη κατάσταση εξουσίας και υποταγής. Σαφώς, ένα ακόμη αλληλοφάγωμα, καθώς η δασκάλα είναι μια δεύτερη μητέρα για το κάθε κορίτσι.
Αυτοεκπληρούμενη προφητεία
Σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σαν μέρος της πιο σκληρής μαθητείας, σαν στάδιο ολοκλήρωσης, η μις Κλάρα, παρακάμπτοντας όλους τους μύχιους φόβους της, αναλαμβάνει να μυήσει τη Φερνάντα στο σκοτεινό βασίλειο της λευκότητας των γυναικών (παράδοξο, αλλά αληθές). Την κρατάει όμηρο: δεμένη και φιμωμένη διότι μόνο έτσι θα μάθει πως ο φόβος έχει δέρμα, έχει ιστούς, έχει στόμα, ζητάει τροφή καθημερινά, ορέγεται θύματα. Κάθε θηλυκό στην πορεία της προς την ωριμότητα εισέρχεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην επικράτεια αυτού του φόβου. Ό,τι κόβεται, μασιέται, καταπίνεται, ξαναγεννιέται. Τα κορίτσια αντί να αφανιστούν αρχίζουν να λαμβάνουν τα σήματα του φύλου τους. Μαθαίνουν να αποδέχονται τη θηλυκότητά τους, να απεχθάνονται ότι σύντομα θα γίνουν γυναίκες, να αναπολούν τη χαμένη παιδική τους ηλικία.
Η Οχέδα δεν φοβάται να πέσει με τα μούτρα στην ψυχαναλυτική πλευρά των ηρωίδων της. Να λύσει και να δέσει τις ρεαλιστικές πτυχές της ιστορίας με αλλότροπους κόμπους. Θα αφήσει να «σέρνεται» στο πάτωμα των λέξεων ατόφιος ο φόβος. Σαν τον κροκόδειλο που βλέπει η Ανελίσε να περιφέρεται κοντά στο λημέρι τους. Παίζει με τις διαθέσεις του αναγνώστη, δεν του επιτρέπει να ησυχάσει. Έτσι που, τελικά, το θέμα να μην αφορά μόνο τις γυναίκες, αλλά και τους άντρες που ζουν, υφίστανται, αγαπούν ή εχθρεύονται αυτή τη λευκότητα των γυναικών της ζωής τους (μήπως κι αυτοί δεν έχουν μίαν αντίστοιχη;).
Αρκετά γόνιμες υπήρξαν οι λύσεις που έδωσε η μεταφράστρια Ιφιγένεια Ντούμη. Ειδικά σε σημεία που ο Έλληνας αναγνώστης δεν είναι εξοικειωμένος με πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα του Εκουαδόρ.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Mandíbula
Μόνικα Οχέδα
Μτφρ. Ιφιγένεια Ντούμη
Σκαρίφημα 2020
Σελ. 360, τιμή εκδότη €19,10