Για το μυθιστόρημα του Χάλιντ Χαλίφα «Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά» (μτφρ. από τα αραβικά Αγγελική Σιγούρου, εκδ. Καστανιώτη).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Ο Χουσέιν, ο Μπούλμπουλ και η Φάτιμα είναι τα τρία παιδιά του Αμπντελατίφ, ο οποίος απεβίωσε πρόσφατα. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί στην Αναμπίγια, στον τόπο καταγωγής του, στο χώμα της οποίας έχουν ταφεί η γυναίκα και τα αδέλφια του. Αυτό θεωρητικά ακούγεται εύλογο και εύκολο. Στην πράξη όμως δεν είναι. Όλοι τους μένουν στη Δαμασκό, ενώ η Αναμπίγια βρίσκεται στα βόρεια της χώρας, τετρακόσια περίπου χιλιόμετρα μακριά. Και το να διασχίσει κάποιος μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση είναι ένα μεγάλο ρίσκο. Όμως αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν την τελευταία επιθυμία του πατέρα τους.
Εκπληρώνοντας με κάθε τίμημα την τελευταία επιθυμία του πατέρα
Τρία αδέλφια τα οποία για μια δεκαετία δεν είχαν σχεδόν καμία επαφή. Ένα παλιό, λευκό βαν εκτελεί χρέη νεκροφόρας. Το σώμα του πατέρα σταδιακά βαίνει προς την αποσύνθεση, αληθινή ταπείνωση του σώματος. Η μυρωδιά της σήψης πλημυρίζει το βαν και τα πνευμόνια των επιβατών του. Τα σκουλήκια φεύγουν από το σώμα του πατέρα και πηγαίνουν σε κάθε σημείο του αυτοκινήτου. Αμέτρητα οδοφράγματα, ατελείωτες ουρές αυτοκινήτων, ατελείωτες ώρες αναμονής, ήχοι από πυροβολισμούς και βομβαρδισμούς, γκρεμισμένα κτήρια, κατεστραμμένες πόλεις, έρημες γειτονιές. Φυλακές όπου τα βασανιστήρια είναι καθημερινό φαινόμενο. Νεκροταφεία που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γέμιζαν τόσο γρήγορα, νεκροτομεία που ξεχειλίζουν από πτώματα.
«Τους τελευταίους μήνες, κανείς δεν ρωτούσε πια πώς και γιατί πέθανε κάποιος. Τα αίτια ήταν γνωστά: βομβαρδισμοί, βασανιστήρια στα κρατητήρια, απαγωγές και λύτρα, ελεύθεροι σκοπευτές και μάχες».
Άνθρωποι κάθε ηλικίας που βγαίνουν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο, ρισκάροντας τη ζωή τους. Κι άλλοι που ο φόβος τούς οδηγεί στην απομόνωση. Γυναίκες που υποκύπτουν στη μοίρα τους κι άλλες που προτιμούν τον θάνατο από μια ζωή που δεν είναι της επιλογής τους. Φιλίες και έρωτες που δοκιμάζονται στον χρόνο και στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου.
Ψάχνοντας απαντήσεις
Πέρα από την επιτακτική –όπως τη νιώθουν– ανάγκη να ικανοποιήσουν την τελευταία επιθυμία του πατέρα τους, το ταξίδι στη γενέτειρά του είναι, για τα αδέλφια, μια ευκαιρία να συνυπάρξουν για ένα διάστημα και να ανακτήσουν ένα –τουλάχιστον– μέρος της σχέσης τους και της επικοινωνίας που είχαν ως παιδιά. Αναρωτιούνται τι τους οδήγησε στην αποξένωση, πώς διογκώθηκαν και παγιώθηκαν οι διαφορές μεταξύ τους. Κανείς από τους τρεις δεν πραγματοποίησε τα όνειρα και τις προσδοκίες του πατέρα τους για μόρφωση η οποία θα οδηγούσε σε οικονομική ανέλιξη. Όμως «δεν θα γίνονταν ποτέ ξανά αυτοί που ήταν στην παιδική τους ηλικία». Και τις τρεις μέρες που κράτησε το ταξίδι, συνειδητοποίησαν κάτι: «ο πατέρας δεν ήταν τελικά ένα πρότυπο, όπως η εικόνα του, την οποία είχε φροντίσει περισσότερο απ’ όσο φρόντισε την αλήθεια της. Ήταν σκληρός και κουβαλούσε πάντα έναν διαρκή φόβο για το παρελθόν του, το παρόν και το μέλλον του».
Αναρωτιούνται τι τους οδήγησε στην αποξένωση, πώς διογκώθηκαν και παγιώθηκαν οι διαφορές μεταξύ τους. Κανείς από τους τρεις δεν πραγματοποίησε τα όνειρα και τις προσδοκίες του πατέρα τους για μόρφωση η οποία θα οδηγούσε σε οικονομική ανέλιξη.
Στο διάστημα που μεσολαβεί από το ένα οδόφραγμα στο άλλο, ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, μας πληροφορεί για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, για τη ζωή των τριών αδελφών, για τα όνειρα που είχαν ως παιδιά, για τις ματαιωμένες προσδοκίες, τους φόβους και τις ελπίδες τους, για τους έρωτες που βίωσαν και για τις οικογένειες που δημιούργησαν ή που διέλυσαν. Είναι σκληρό να ανακαλύπτεις ότι ζούσες σε μια ψευδαίσθηση. Η αγάπη, η επικοινωνία και η αρμονική συνύπαρξη των γονιών τους ήταν εικονική και επιφανειακή. Όταν έχεις ζήσει σε μια οικογένεια χωρίς ουσιαστική επαφή, οι πιθανότητες να επαναλάβεις αυτό το μοτίβο στη μελλοντική δική σου οικογένεια είναι πολύ μεγάλες.
Ο πόλεμος πανταχού παρών
Ο πόλεμος είναι το σκηνικό του βιβλίου και το μόνιμο σκηνικό της χώρας για αρκετά χρόνια. Σε μια χώρα όπου κανείς δεν νιώθει ασφαλής, σε όποια παράταξη κι αν ανήκει. Τόσο οι κυβερνητικοί, όσο οι επαναστάτες και οι εξτρεμιστές, με την εξουσία και τη δύναμη που τους δίνουν τα όπλα, μπορούν ανά πάσα στιγμή και χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο να σπείρουν τον θάνατο.
«Οι υποψίες και μόνο αρκούσαν για να γεμίσουν οι δρόμοι πτώματα και να εξαφανιστούν άνθρωποι για πάντα, χωρίς ίχνος. Το χειρότερο στον πόλεμο είναι πως το παράλογο γίνεται κοινότοπο και η τραγωδία καθημερινότητα».
Μια καθημερινότητα που τους εκμηδένιζε, καταργούσε την ουσία και την υπόστασή τους και αλλοίωνε τη συμπεριφορά και τα θέλω τους.
«Μέσα στον παραλογισμό του θανάτου, η αυτοσυντήρηση γίνεται ένα καθήκον σημαντικό και ιερό, όσο κι αν είναι εγωιστικό. Δεν θα θυσιάζονταν για χάρη κανενός, και η ζωή του καθενός, όσο άθλια κι αν ήταν, αποτελούσε τον αληθινό στόχο όλων».
«Η ονειροπόληση: ιδού εντέλει το αληθινό πρόβλημα της ανθρωπότητας. Ευχήθηκε να βρισκόταν στο διαμέρισμά του, να μπορούσε να κάνει ένα μπάνιο και να ξεπλύνει το σώμα του από κάθε μυρωδιά: τη μυρωδιά του πτώματος, της οικογένειας, της επανάστασης και της κυβέρνησης...»
Η επιβίωση είναι το μεγάλο ζητούμενο. Κυρίως όμως ο αφηγητής εστιάζει στη ζωή του Μπούλμπουλ, που ενώ είναι ο πιο αδύναμος και άβουλος, είναι και ο πιο ευαίσθητος και αναλαμβάνει να πείσει τα αδέλφια του να κάνουν αυτό το ταξίδι και να τους ενημερώσει για τις αλλαγές που είχαν συμβεί στη ζωή του πατέρα τους τα τελευταία χρόνια. Του πατέρα με την άψογη στον κοινωνικό περίγυρο εικόνα, που κανείς δεν αμφισβήτησε την αγάπη για τη σύζυγό του και ο οποίος λίγο πριν πεθάνει, ξανασυνάντησε τη Νιβίν, τον εφηβικό του έρωτα, που ποτέ δεν ξέχασε και την παντρεύτηκε. Ο Μπούλμπουλ προσπαθεί να δραπετεύσει από αυτήν την πραγματικότητα με ονειροπολήσεις. Μόνο έτσι μπορεί να είναι δυναμικός, γενναίος, να κατακτά τις γυναίκες, να διεκδικεί τον έρωτα και να τον απολαμβάνει.
«Η ονειροπόληση: ιδού εντέλει το αληθινό πρόβλημα της ανθρωπότητας. Ευχήθηκε να βρισκόταν στο διαμέρισμά του, να μπορούσε να κάνει ένα μπάνιο και να ξεπλύνει το σώμα του από κάθε μυρωδιά: τη μυρωδιά του πτώματος, της οικογένειας, της επανάστασης και της κυβέρνησης. Και να ξαναγυρνούσε στη γαλήνη του… Θέριευε ο φόβος του για τα πάντα. Λες και κρεμόταν από ένα σκουριασμένο καρφί στον ουρανό, ανήμπορος να πέσει στη γη, ανήμπορος να πετάξει».
Ο Χάλιντ Χαλίφα γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στο Χαλέπι της Συρίας. Σπούδασε νομικά αλλά εργάζεται ως σεναριογράφος στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Θεωρείται ένας από τους πιο επιφανείς συγγραφείς του αραβόφωνου κόσμου. Για τα μυθιστορήματά του Εγκώμιο στο μίσος (2008) και Δεν υπάρχουν μαχαίρια στις κουζίνες αυτής της πόλης (2014), διεκδίκησε το Αραβικό Booker. Τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό Μετάλλιο Ναγκίμπ Μαχφούζ το 2013. Κατοικεί στη Δαμασκό, αρνούμενος να εγκαταλείψει τη χώρα του. Αν και δεν τοποθετήθηκε ποτέ πολιτικά, το καθεστώς της Συρίας απαγόρευσε την κυκλοφορία κάποιων βιβλίων του. |
Η ιστορία μιας οικογένειας και η ιστορία μιας χώρας: βίοι παράλληλοι. Και οι δύο ξεκίνησαν με καλές προδιαγραφές και μεγάλες προσδοκίες. Στην πορεία όμως έχασαν τον προσανατολισμό τους, την ταυτότητα και τη δύναμή τους. Παρά ταύτα, καμιά τους δεν παρατάει την προσπάθεια. Παλεύει ανάμεσα στη μαχητικότητα και τη δειλία, τον φόβο και τη γενναιότητα, μέσα σε παράλογες συνθήκες ανελέητης πείνας, προτάσσοντας τη συμπόνια και την αλληλοβοήθεια, ελπίζοντας και κάνοντας όνειρα και πολεμώντας τον θάνατο με τον έρωτα.
Ωμός ρεαλισμός, γλώσσα κοφτερή, δυνατές εικόνες, δημοσιογραφική καταγραφή και περιγραφή των γεγονότων, έλλειψη συναισθηματισμών, μαύρο χιούμορ και λεπτή ειρωνεία, υπαρξιακά ερωτήματα. Ένα βιβλίο το οποίο αρχικά δίνει την εντύπωση ότι είναι μια διαρκής και μονότονη επανάληψη ενός ταξιδιού που δεν τελειώνει ποτέ και μιας διαδικασίας που επαναλαμβάνεται άσκοπα, αλλά συνεχίζοντας την ανάγνωση βλέπεις τη βεντάλια να ανοίγει αγγίζοντας πολλά θέματα: Για τις οικογενειακές σχέσεις, για τις σχέσεις γενικότερα, για τον παραλογισμό του πολέμου, για το ένστικτο της επιβίωσης, για το χρέος μας απέναντι στους άλλους, για τα ιδανικά και τις αξίες μας, αλλά κυρίως για το χρέος απέναντι στον εαυτό μας. Η καλά δουλεμένη μετάφραση της κυρίας Σιγούρου μας εισάγει στο ιδιαίτερο κλίμα του συγγραφέα.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά
Χάλιντ Χαλίφα
Μτφρ. Αγγελική Σιγούρου
Καστανιώτης 2020
Σελ. 210, τιμή εκδότη €15,00