Έργο αισθηματικής αγωγής της «ρωσικής περιόδου» του Ναμπόκοφ - Για το μυθιστόρημα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ «Δόξα» (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Του Φώτη Καραμπεσίνη
«Όσο και αν φαίνεται αστείο…». Έτσι ακριβώς ξεκινάει η Δόξα κι αμέσως ο προσεκτικός αναγνώστης καταλαβαίνει πως έχει βρεθεί βαθιά στα χωρικά ύδατα της Ναμποκο-χώρας. Ιδιαίτερη χώρα ετούτη, περιορισμένης μεν έκτασης, σημαίνουσας όμως βαρύτητας στο διεθνές λογοτεχνικό στερέωμα, εμφορούμενη από ολιγαρχικό πνεύμα (πιστή στο δόγμα «ενός ανδρός αρχή»). Εκ πρώτης ακραιφνώς εγκεφαλική και αποστασιοποιημένη, πλην όμως βαθύτατα απολαυστική για εκείνους που προτιμούν τη βραδυφλεγή έκρηξη της τέχνης του λόγου. Ως προς αυτό αποδεικνύεται πολύ πιο ουσιαστική από την άλλη (την κοινή, τη φορτική) που προτιμά τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα και τη στιγμιαία ηδονή, η οποία όμως εξίσου εύκολα παραιτείται και χάνεται στα εξ ων συνετέθη.
Η λογοτεχνία του Ναμπόκοφ είναι μια πορεία σε αμμώδες έδαφος, σαν εκείνη στα όνειρά μας, όπου επιθυμούμε να τρέξουμε αλλά κάτι δεν μας αφήνει, και ολοένα σέρνουμε ένα βάρος που μας κρατά γειωμένους, αγκομαχώντας και πνευστιώντας.
Η λογοτεχνία του Ναμπόκοφ είναι μια πορεία σε αμμώδες έδαφος, σαν εκείνη στα όνειρά μας, όπου επιθυμούμε να τρέξουμε αλλά κάτι δεν μας αφήνει, και ολοένα σέρνουμε ένα βάρος που μας κρατά γειωμένους, αγκομαχώντας και πνευστιώντας. Με τη διαφορά πως αυτό το υλικό του εφιάλτη είναι στην περίπτωση της ανάγνωσης των έργων του συγγραφέα μια εκούσια διαδικασία, επιθυμητή και διόλου επώδυνη. Η κίνηση στις παραγράφους, στις σελίδες, ποτέ δεν γίνεται με περισσή ευκολία, ο λόγος απέχει πολύ από το να ρέει. Τουναντίον, οι παύσεις –όπως στο όνειρο/εφιάλτη– είναι επιβεβλημένες, οι βαθιές ανάσες είναι αναγκαίες, οι επιστροφές συχνές.
Ο λόγος του συγγραφέα δεν είναι μακάριος, ευπροσήγορος και πραϋντικός. Συχνά σε προτρέπει σε ανταρσία, σε εξέγερση ενάντια στον «Μοναδικό και το δικό του». Ουδεμία σημασία δεν έχει βέβαια. Ο Ναμπόκοφ δεν είναι ένας ήσσονος σημασίας μαλθακός λογοτεχνικός θεός νέας κοπής, ευεπίφορος στα κελεύσματα και τις δεήσεις των απανταχού πιστών του. Οι θυσίες που απαιτεί από τους ακολούθους του είναι απόλυτες, μη επιδεχόμενες συνθηκολόγησης, καθότι τα δώρα του δεν είναι ποτέ μέτρια, και η εύνοιά του σκληρή σαν αδιαφορία. Η συμφωνία του συγγραφέα με τον αναγνώστη δεν είναι ποτέ αμφοτεροβαρής –πώς θα μπορούσε;–, αλλά βαρύνει αποκλειστικά τον δεύτερο. Εκείνος θα πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, αφήνοντας στον πρόδομο τις όποιες επιφυλάξεις, τους ψευδεπίγραφους αίνους, τη συστολή της ανώριμης ταύτισης, εισερχόμενος στον σηκό για τη μυσταγωγική εμπειρία.
Ένα έργο της νεότητας του συγγραφέα, γραμμένο στη ρωσική γλώσσα (μεταφρασμένο δε εξαιρετικά από αυτή στα ελληνικά), προτού μεταναστεύσει στην Αμερική και ξεκινήσει μια νέα λογοτεχνική καριέρα (εκείνη της ωριμότητάς του) στα αγγλικά.
«Και τι βρίσκει εκεί;» θα αναρωτηθεί ο νέος ίσως αναγνώστης για το οποίον όλα αυτά ίσως ακούγονται λεκτικές πομφόλυγες, καθότι προκαλούν την υγιή αντίδρασή του απέναντι σε μια –έστω πεφωτισμένη– δεσποτεία. Θα βρει, εν προκειμένω, τη Δόξα. Ένα έργο της νεότητας του συγγραφέα, γραμμένο στη ρωσική γλώσσα (μεταφρασμένο δε εξαιρετικά από αυτή στα ελληνικά), προτού μεταναστεύσει στην Αμερική και ξεκινήσει μια νέα λογοτεχνική καριέρα (εκείνη της ωριμότητάς του) στα αγγλικά. Ως τέτοιο, έχει ομοιότητες μα και σημαντικές διαφορές σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του.
Οι ομοιότητες, εν προκειμένω, είναι σαφώς λιγότερες από τις διαφορές. Τούτο σημαίνει πως ο πυρηνικός εαυτός του Ναμπόκοφ βρίσκεται σε κοινή θέα, καθώς ξεδιπλώνει σταδιακά τις αρετές του (όπως τις περιέγραψα προηγουμένως), σε ένα μυθιστόρημα «αισθηματικής αγωγής». Ο νεαρός Ρώσος ήρωάς του ονόματι Μάρτιν, εμιγκρές, φεύγει από τη Ρωσία κυνηγημένος από την επανάσταση, περνώντας από Τουρκία, Ελλάδα (η πρώτη του ερωτική εμπειρία λαμβάνει χώρα στη Γλυφάδα), Ελβετία, για να καταλήξει φοιτητής στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας κι από εκεί στο Μόναχο και ξανά πίσω.
Οι διαφορές ωστόσο είναι ακόμα πιο έκδηλες. Και όταν αναφέρομαι σε διαφορές εννοώ πάντοτε το ύφος γραφής, τον αφηγηματικό τρόπο του συγγραφέα, ό,τι τον διαφοροποιεί από τους άλλους ομοτέχνους του. Εκ πρώτης, ο αναγνώστης του Ναμπόκοφ θα οπισθοχωρήσει σύννους με το πέρασμα κάποιων αρχικών κεφαλαίων, διακρίνοντας έντονο λυρισμό, ποιητική γραφή, ακόμα και –αν είναι δυνατόν!– μια κρύφια αίσθηση ρομαντισμού. Ο νεαρός Μάρτιν ανθίζει μέσα στα πάθη του, ένας Ρώσος Βέρθερος που αρχικά τσαλαβουτά νωχελικά και δοκιμαστικά στα ρηχά νερά των συναισθημάτων του. Συλλέκτης εικόνων, ήχων, βλεμμάτων και εμπειριών, ανακαλύπτει ξανά και πάντα για πρώτη φορά την ερωτική επιθυμία, το ξύπνημα των αισθήσεων, τον πόθο – πρώτα για τον εαυτό του και στη συνέχεια για το άλλο φύλο.
Ο συγγραφέας δείχνει να βυθίζεται περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν, με διάθεση σφόδρα νοσταλγική, ανασύροντας εικόνες και οσμές και οράματα και μελωδίες: βιβλία και δωμάτια, χώρος και χρόνος, όραση και αφή, η τυραννία της λεπτομέρειας όπως κατακλύζει τις νεανικές αισθήσεις, ορμητικά, καταιγιστικά.
Ο συγγραφέας δείχνει να βυθίζεται περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν, με διάθεση σφόδρα νοσταλγική, ανασύροντας εικόνες και οσμές και οράματα και μελωδίες: βιβλία και δωμάτια, χώρος και χρόνος, όραση και αφή, η τυραννία της λεπτομέρειας όπως κατακλύζει τις νεανικές αισθήσεις, ορμητικά, καταιγιστικά. Και η κάθε στιγμή να παραμένει αιώνια, να καταγράφεται βασανιστικά, αλλά εξίσου εύκολα να χάνεται στον αέρα αφήνοντας πίσω της μια γλυκιά αίσθηση ελαφρότητας. Και το κάθε βήμα να οδηγεί σε άλλον χώρο, σε άλλον τόπο, με ανθρώπους που είναι τόσο διαφορετικοί και ταυτόχρονα τόσο ίδιοι, όπως εξάλλου και ο νεαρός μας ήρωας που ανοίγει τα μάτια του κάθε φορά στο καινούργιο με το ίδιο θάμβος, την ίδια πλησμονή. Και οι σκέψεις του, τα αισθήματά του γίνονται λέξεις και αγκαλιάζουν νοσταλγικά τον αναγνώστη.
Το «φάντασμα» του Προυστ
Ένα φάντασμα πλανιέται επάνω από κάποιες σελίδες της Δόξας, εκείνο του Προυστ – εντύπωση κελαρυστού ρυακιού, πνοή νοσταλγική που διαποτίζει τις λέξεις και τις αισθήσεις. Ο κόσμος του Μάρτιν διαλύεται ξέπνοα μέσα στον χρόνο που τον αγκαλιάζει μητρικά και του γιατρεύει τις πληγές του. Ο χρόνος στο βιβλίο αυτό είναι ένα κουκούλι, μια μήτρα που θάλπει και προστατεύει, είναι ο χρόνος της νιότης, μια ήρεμη επιφάνεια που μέσα της καθρεφτίζεται το μελλούμενο, μια υπόσχεση ευτυχίας. Δεν είναι ο επιθετικός χρόνος του ηλικιωμένου, η κατάβαση, η ανοίκεια αίσθηση του τέλους που επελαύνει δριμύ. Ακόμα κι ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του για τη Σόνια δεν έχει τίποτα το δραματικό, καθότι η νεότητα είναι αφ’ εαυτήν εκπλήρωση.
Ο Ναμπόκοφ τολμά να γίνει περισσότερο… ανθρώπινος, προσωπικός, ακόμα και γοητευτικός σε σημεία. Ομολογώ πως με ξένισε, δεδομένου πως εκείνο που χαρακτηρίζει τις μεγαλειώδεις στιγμές του είναι η κλινική ματιά, η ειρωνική και αυτοσαρκαστική διάθεση, η ολοκληρωτικά και αισθαντικά παιγνιώδης του αντίληψη για πάντα τα ανθρώπινα, όπως κι αυτή η ιδιαίτερη σχέση με τον αναγνώστη του που συλλέγει κομματάκια του παζλ για να ολοκληρώσει νοητικά την εικόνα. Στη Δόξα, όλα τα κομμάτια βρίσκονται εμπρός του, ο συγγραφέας δεν στήνει παγίδες-γρίφους που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη του. Το πιάτο είναι γεμάτο με καλούδια και ο τελευταίος δεν έχει παρά να προσεγγίσει για να απολαύσει. Τούτο δεν σημαίνει πως λείπει το χιούμορ, η σκωπτική προς όλους και όλα διάθεση του συγγραφέα που περιγελά τις βεβαιότητες, καθώς ο ίδιος δείχνει την οδό: «στη λογοτεχνία δεν αναζητούσε το κοινό νόημα, αλλά απρόσμενα φωτεινά ξέφωτα».
Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1899, από αριστοκρατική οικογένεια. Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία στη Ρωσία, η οικογένειά του εγκατέλειψε τη χώρα. Σπούδασε γαλλική και ρωσική λογοτεχνία στο κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ και το 1922 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου ο πατέρας του εξέδιδε τη ρωσόφωνη εφημερίδα "Rul". Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία οδήγησε το Βλαντιμίρ, τη γυναίκα του Βέρα και το γιο τους Ντμίτρι στο Παρίσι, το 1938, και η νίκη του Χίτλερ τους οδήγησε οριστικά στην Αμερική, το 1940, όπου έζησε και δίδαξε λογοτεχνία στο κολέγιο Γουέλεσλι, στο Στάνφορντ, στο Κορνέλ και στο Χάρβαρντ. Από το 1959 αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή. Πέθανε το 1977 στην Ελβετία, από επιδείνωση της υγείας του ύστερα από ένα πέσιμο στις πλαγιές του Νταβός, όπου ασκούσε το χόμπι του της συλλογής πεταλούδων. |
Ο τίτλος του βιβλίου είναι εξ ορισμού διφορούμενος, δεδομένου πως η ρωσική λέξη σημαίνει «εκπλήρωση», «κατόρθωμα», ενώ στην αγγλική προτιμήθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα η «δόξα». Τι ακριβώς δοξαστικό ή άξιο αναφοράς υπάρχει στις αισθηματικές περιπέτειες του νεαρού Μάρτιν είναι δύσκολο εκ πρώτης να διακρίνουμε. Ποιο κατόρθωμα επιτελεί και ποιας εκπλήρωσης τυγχάνει ο ήρωας του Ναμπόκοφ; Νά που βρισκόμαστε ξανά πασιχαρείς στη Ναμποκο-χώρα, έχοντας επιτέλους μπροστά μας έναν ακόμα από τους περιβόητους γρίφους του που είναι συγκριτικά ολιγάριθμοι στο εν λόγω μυθιστόρημα. Αλιεύουμε στοιχεία και προχωρούμε…
Είσοδος στη χώρα της φαντασίας
Καθόλου τυχαία η αναφορά, ήδη από τις πρώτες σελίδες, σε έναν πίνακα στο δωμάτιό του και στο προσκέφαλό του. Απεικονίζεται ένα δελεαστικό μονοπάτι που χάνεται στο δάσος, το οποίο στο μυαλό του μικρού παιδιού είναι μια ισχυρή παρουσία που συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία που εκείνη τη στιγμή τού διαβάζει η μητέρα του. Στη φαντασία του έχει ήδη βρει καταφύγιο εντός του και ακολουθεί το μονοπάτι που οδηγεί κάπου, πουθενά, παντού… Στη συνέχεια, το παιδί μεγαλώνει, γίνεται έφηβος, η ύπαρξή του ξετυλίγεται στην εξορία και τίποτα δεν δείχνει να τον συνδέει με τη γενέθλια ρωσική γη που έχει αλλάξει όνομα, ουσία, ζωή. Την ίδια στιγμή η φιλία, η γνώση, η ερωτική επαφή και απογοήτευση, όλα όσα τον συνδέουν με το παρόν του, αποδίδονται ρεαλιστικά από τον συγγραφέα που παρακολουθεί με μάτι άγρυπνο τις ταλαντεύσεις του εκκρεμούς.
Ο Μάρτιν ενηλικιώνεται και σε μια κίνηση απελπισίας αποφασίζει να πλάσει μια χώρα (εκείνη της «Ζουρλανδίας») φανταστική, για τον ίδιο και τον εφηβικό του έρωτα, τη Σόνια. Κι όμως εκείνη θα αρνηθεί να τον ακολουθήσει εκεί, έστω και μεταφορικά, στον ου-τόπο. Εφόσον δεν μπορεί να καταφύγει σε αυτή τη φανταστική χώρα, θα αποφασίσει κάτι εξίσου ουτοπικό: να επιστρέψει στην ανύπαρκτη γενέθλια γη, καθώς δεν υπάρχει τίποτα εκεί πλέον που να τον συνδέει με τη Ρωσία που αγάπησε, τους ανθρώπους της και το πνεύμα της. Το διάβημά του εξ ορισμού απονενοημένο –ένας Δον Κιχώτης που εφορμά ενάντια σε ανεμόμυλους– αφήνει για πάντα πίσω του όσους τον αγάπησαν και αγάπησε και παίρνει, ανεπιστρεπτί, ένα μυστικό και απόμερο μονοπάτι για να περάσει τα σύνορα, μόνος ενάντια σε όλους.
Ο χρόνος παγώνει. Ο έφηβος γίνεται ξανά εκείνο το πιτσιρίκι (που μόνο η αγάπη της μητέρας το κράτησε να μην πετάξει ψηλά και χαθεί), το οποίο στη φαντασία του πήδηξε από το κρεβάτι μέσα σε έναν πίνακα, για να ανακαλύψει την περιπέτεια στο σκοτεινό δάσος. Εκεί, στις τελευταίες σελίδες, το παιδί συναντά τον νέο άντρα, ο οποίος, ως ο έσχατος των ρομαντικών, θα αναζητήσει την προσωπική Δόξα του σε ένα αμιγώς μυθιστορηματικό πεπρωμένο «γραφικό και μυστηριώδες»:
«Η ατμόσφαιρα ήταν θολή, κατά τόπους στο μονοπάτι πετάγονταν ρίζες, οι βελόνες των ελάτων τον άγγιζαν κάθε τόσο στον ώμο, σκοτεινό το μονοπάτι στριφογυρνούσε με μαιάνδρους ανάμεσα στους κορμούς, γραφικό και μυστηριώδες».
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Δόξα
Vladimir Nabokov
Μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου
Ελληνικά Γράμματα 2020
Σελ. 272, τιμή εκδότη €14,90