Από την Υπόθεση Ντρέιφους στον Τζέιμς Μποντ και τον Τζορτζ Σμάιλι.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Η ιστορία του κατασκοπικού μυθιστορήματος (που γεννιέται και εξελίσσεται παράλληλα με το αστυνομικό, από το οποίο δανείζεται πολλά στοιχεία και με τη σειρά του το εμπλουτίζει) ξεκινάει το 1821 με τον Κατάσκοπο του James Fenimore Cooper. Ωστόσο, το είδος στέκεται αυτόνομα στα πόδια του στις αρχές του 20ου αιώνα, με τον Κιμ του Κίπλινγκ και τον Μυστικό Πράκτορα του Τζόζεφ Κόνραντ. Στη δημοτικότητα του είδους συνετέλεσε η διαβόητη Υπόθεση Ντρέιφους, την οποία η διεθνής κοινή γνώμη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα από τις εφημερίδες.
Με τη λήξη του πολέμου, κάποιοι Βρετανοί συγγραφείς βρήκαν καινούργιους «κακούς» στο πρόσωπο των μπολσεβίκων και του κινδύνου που αντιπροσώπευε η επανάσταση του 1917. Τα περισσότερα απ’ αυτά ήταν πρόχειρα γραμμένα και δικαίως τα ξέχασε η ιστορία.
Το είδος άνθισε λίγο πριν και στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου (Τα 39 Σκαλοπάτια, John Buchan, Ασέντεν ή Ο Βρετανός πράκτορας, Γ.Σ. Μωμ, Meet the Tiger του Leslie Charteris, στο οποίο κάνουμε τη γνωριμία του Σάιμον Τέμπλαρ ή Άγιου). Ακόμα και ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ έβαλε τον Σέρλοκ Χολμς να εξιχνιάζει κατασκοπικές υποθέσεις (The Adventure of the Second Stain, The Adventure of the Bruce-Partington Plans), ενώ ο Gaston Leroux έγραψε μία μόνο αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κατασκοπική περιπέτεια με ήρωα τον Ρουλεταμπίλ (ο οποίος διεισδύει στα άδυτα των εργοστασίων Κρουπ για να απελευθερώσει έναν Γάλλο επιστήμονα (Rouletabille chez Krupp). Με τη λήξη του πολέμου, κάποιοι Βρετανοί συγγραφείς βρήκαν καινούργιους «κακούς» στο πρόσωπο των μπολσεβίκων και του κινδύνου που αντιπροσώπευε η επανάσταση του 1917. Τα περισσότερα απ’ αυτά ήταν πρόχειρα γραμμένα και δικαίως τα ξέχασε η ιστορία.
Ο σπουδαίος συγγραφέας του είδους, Έρικ Άμπλερ, εξέδωσε τα πρώτα του μυθιστορήματα στις παραμονές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, με ήρωες οι οποίοι συχνά δεν ήταν επαγγελματίες κατάσκοποι αλλά απλοί άνθρωποι που εμπλέκονταν άθελά τους σε κατασκοπικές ίντριγκες. Είναι ίσως ο πρώτος που διέθετε μια noir και ελαφρά «αριστερή ματιά», αποφεύγοντας τις μανιχαϊστικές γενικεύσεις του ψυχροπολεμικού κλίματος που βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα. Το ίδιο ισχύει για τον Γκράχαμ Γκριν, ο οποίος ασχολήθηκε περισσότερο με το ζήτημα της προδοσίας από ηθική και θρησκευτική οπτική, γράφοντας μερικά αριστουργηματικά μυθιστορήματα (Οριάν Εξπρές, Ο Έμπιστος Πράκτορας, Το Υπουργείο του Φόβου, Ο Τρίτος Άνθρωπος, Ο Ήσυχος Αμερικάνος, κ.λπ.).
Με την εδραίωση του Ψυχρού Πολέμου, το κατασκοπικό genre έγινε ευπώλητο ανάγνωσμα σε όλο τον Δυτικό κόσμο, αλλά οι Βρετανοί συγγραφείς παρέμειναν οι πιο έξοχοι εκπρόσωποί του. Το φετινό φθινόπωρο κυκλοφόρησαν στα ελληνικά δύο κατασκοπικά μυθιστορήματα που μας δείχνουν τις ρίζες του είδους στον Ψυχρό Πόλεμο και τη σύγχρονη εκδοχή του, κι ένα τρίτο που διηγείται την αληθινή ιστορία ενός Ρώσου κατασκόπου.
Casino Royale, του Ίαν Φλέμινγκ
(Μτφρ. Χ. Σακελλαροπούλου, εκδ. Διόπτρα)
«Ο Τζέιμς Μποντ αναλαμβάνει να αναμετρηθεί στην τσόχα του Καζινό Ρουαγιάλ με τον Σοβιετικό πράκτορα Λε Σιφρ, ο οποίος καταχράστηκε τη χρηματοδότηση ενός εργατικού συνδικάτου και προσπαθεί να καλύψει το τεράστιο έλλειμμα στο τραπέζι του μπακαρά. Πρόκειται για κοινή επιχείρηση της Βρετανίας με τη γαλλική κι αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών, και τη Βέσπερ Λιντ, γραμματέα του Αρχηγού που επινόησε το σχέδιο και θα είναι η βοηθός του. Η έλξη μεταξύ τους είναι ξεκάθαρη, αλλά ο Μποντ βάζει πάνω από όλα το καθήκον. Κατορθώνει να νικήσει τον Λε Σιφρ, χάρη στη σωτήρια συνδρομή της CIA, και κρύβει την επιταγή με το αστρονομικό ποσό των πενήντα εκατομμυρίων φράγκων στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διαμένει σε ευφάνταστο σημείο. Όταν δεν καταφέρνει να βρει την επιταγή, ο Λε Σιφρ και οι άντρες του απάγουν τη Βέσπερ, χρησιμοποιώντας την ως δόλωμα για να αιχμαλωτίσουν τον Μποντ. Εκείνος, προκειμένου να τη σώσει, θα παραβιάσει κάθε κανόνα σπέρνοντας στο διάβα του την καταστροφή…»
Όπως η πλειοψηφία των Βρετανών συγγραφέων του κατασκοπικού μυθιστορήματος, ο Ίαν Φλέμινγκ υπηρέτησε ως πράκτορας της βρετανικής αντικατασκοπίας. Στην κατατοπιστική εισαγωγή του, ο διπλωμάτης και συγγραφέας Alan Judd τοποθετεί ιστορικά τη γέννηση του Τζέιμς Μποντ και τον διακρίνει από την κινηματογραφική περσόνα που δημιούργησε το Χόλυγουντ. Για παράδειγμα, ο ήρωας του Φλέμινγκ δεν συστήνεται με το γνωστό τρόπο («My name is Bond. James Bond»), δεν παραγγέλνει το μαρτίνι του «shaken, not stirred», και οδηγεί Bentley αντί της Aston Martin. Είναι άψογα ντυμένος αλλά δεν είναι υπεράνθρωπος, αποθαρρύνεται όταν χάνει και υποφέρει όταν τον βασανίζουν. Και εντέλει, ο Τζέιμς Μποντ «–αντίθετα από τη φαντασία του κοινού– δεν είναι στα αλήθεια κατάσκοπος. Κατά κανόνα δεν υποκλέπτει πληροφορίες τις οποίες μεταφέρει σε ανωτέρους ούτε στρατολογεί πράκτορες να ξεθάβουν μυστικά για λογαριασμό του. Προβαίνει σε ανθρωποκτονίες (κάτι που δεν γίνεται από βρετανικές υπηρεσίες σε καιρό ειρήνης), ενεργεί ως σαμποτέρ ή, όπως στο Casino Royale, απεργάζεται την κατάρρευση και τον θάνατο ενός εχθρού. Είναι ραδιούργος "υψηλού προφίλ" με "άδεια να σκοτώνει"…»
Αν ο αναγνώστης ξεχάσει για λίγο την ψυχροπολεμική ιδεολογία, θα γνωρίσει έναν ήρωα πιο ανθρώπινο και θα γνωρίσει την γκρίζα και δύσκολη μεταπολεμική Αγγλία της δεκαετίας του ’50, που δημιούργησε την ανάγκη για μια λογοτεχνία φυγής από τη ζοφερή πραγματικότητα.
Το Casino Royale, το πρώτο από τα 12 βιβλία με ήρωα τον Μποντ που έγραψε ο Φλέμινγκ, είναι η ιδανική εισαγωγή στην αληθινή μυθολογία του Τζέιμς Μποντ. Αν ο αναγνώστης ξεχάσει για λίγο την ψυχροπολεμική ιδεολογία, θα γνωρίσει έναν ήρωα πιο ανθρώπινο και θα γνωρίσει την γκρίζα και δύσκολη μεταπολεμική Αγγλία της δεκαετίας του ’50, που δημιούργησε την ανάγκη για μια λογοτεχνία φυγής από τη ζοφερή πραγματικότητα. Ο Μποντ διέφερε εξαρχής από τους άλλους πράκτορες λόγω της διαρκούς αναφοράς του σε πολυτελή αντικείμενα (από τσιγάρα και ποτά, μέχρι αυτοκίνητα), κάτι που επιδίωξε ο Φλέμινγκ για να προσφέρει ένα όνειρο πολυτέλειας και εξωτισμού στο βρετανικό αναγνωστικό κοινό την περίοδο που τα τρόφιμα δίνονταν με δελτίο. Στη συνέχεια, ο ήρωας του Φλέμινγκ εξελίχθηκε σε σύμβολο του δυτικού καταναλωτισμού, ένας μισογύνης και κυνικός εν δυνάμει δολοφόνος. Ο συγγραφέας είχε απαντήσει ως εξής στις επικρίσεις: «Ο Μποντ δεν είναι ήρωας, ούτε περιγράφεται σαν ιδιαίτερα συμπαθής ή άξιος θαυμασμού… Δεν είναι κακός άνθρωπος, αλλά είναι αδίστακτος και καλοπερασάκιας. Απολαμβάνει τη μάχη αλλά – απολαμβάνει επίσης και τα έπαθλα».
Ο Ίαν Φλέμινγκ πέθανε το 1964, πριν προλάβει να δει τη διεθνή επιτυχία του ήρωά του. Τη σειρά των βιβλίων του συνέχισαν άλλοι διάσημοι συγγραφείς, όπως ο Kingsley Amis, o Sebastian Folks, o William Boyd. Οι συγγραφείς Charlie Higson και Steve Cole έγραψαν τις περιπέτειες του Νεαρού Μποντ, για το εφηβικό κοινό, ενώ η Samantha Weinberg είχε την ευφυή ιδέα να συγγράψει τα Ημερολόγια της μις Μάνιπενι, της γραμματέως του μυστηριώδους Μ, προϊσταμένου του Μποντ και της Μ16.
Ένας έντιμος άνθρωπος, του John Le Carré
(Μτφρ. Μαρία Παπανδρέου, εκδ. Bell)
«Ο Νατ, ένας σαρανταεφτάχρονος βετεράνος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, πιστεύει ότι η καριέρα του ως χειριστή πρακτόρων έχει φτάσει στο τέλος της. Επιστρέφει στο Λονδίνο και στη σύζυγό του, την πολύπαθη Πρου. Όμως η ολοένα αυξανόμενη απειλή του Κέντρου Μόσχας αναγκάζει το Γραφείο να του αναθέσει μια τελευταία αποστολή: ο Νατ καλείται να αναλάβει τον παροπλισμένο υποσταθμό Καταφύγιο και τους γηραλέους κατασκόπους που τον στελεχώνουν. Η μόνη φωτεινή εξαίρεση στην ομάδα είναι η νεαρή Φλόρενς, που έχει βάλει στόχο έναν Ουκρανό ολιγάρχη με ύποπτα πάρε δώσε στη Ρωσία. Εκτός από κατάσκοπος, ο Νατ είναι και λάτρης του μπάντμιντον. Ο τακτικός αντίπαλός του στο γήπεδο έχει τα μισά του χρόνια: ο μοναχικός, εσωστρεφής Εντ. Ο Εντ μισεί το Brexit, τον Τραμπ και τη δουλειά του σε μια απρόσωπη αυτοκρατορία των ΜΜΕ. Και είναι αυτός που θα παρασύρει την Πρου, τη Φλόρενς και τον ίδιο τον Νατ σε μια πράξη πολιτικής αγανάκτησης με ολέθριες συνέπειες για όλους».
Έχοντας χάσει την μπάλα, μην ξέροντας πια πού βρίσκονται οι καλοί
και πού οι κακοί, παλεύοντας δίπλα δίπλα με τους άλλοτε εχθρούς που μπορεί να είναι οι τωρινοί σύμμαχοι, οι «κατάσκοποι» φοβούνται περισσότερο από
ποτέ τους συνεργάτες τους, τους ανωτέρους τους, τους συμμάχους τους.
Κι εκεί που όλοι νομίζαμε ότι ο γηραιός τζέντλεμαν μας είχε αποχαιρετήσει με την Κληρονομιά των Κατασκόπων, ο John Le Carré ξαναχτυπάει με ένα γραμμένο εν θερμώ μυθιστόρημα, στο οποίο εκφράζει τις απόψεις του περί Brexit. Χτισμένο όπως πάντοτε με τη μαστοριά που τον διακρίνει –μια μαστοριά που ξεγελάει αρχικά τον αναγνώστη, αφού τον κάνει να νομίζει πως πρόκειται για απλή γραφή χωρίς αξιώσεις, για να συνειδητοποιήσει γρήγορα ότι ο συγγραφέας δημιουργεί αλλεπάλληλα αφηγηματικά επίπεδα– ο Le Carré περιγράφει το μπάχαλο που επικρατεί στις μυστικές υπηρεσίες όλων των χωρών στους καιρούς μας. Έχοντας χάσει την μπάλα, μην ξέροντας πια πού βρίσκονται οι καλοί και πού οι κακοί, παλεύοντας δίπλα δίπλα με τους άλλοτε εχθρούς που μπορεί να είναι οι τωρινοί σύμμαχοι, οι «κατάσκοποι» φοβούνται περισσότερο από ποτέ τους συνεργάτες τους, τους ανωτέρους τους, τους συμμάχους τους. Κάτι που παρατηρούμε και στα αμιγώς αστυνομικά βρετανικά μυθιστορήματα και αποτελεί προφανώς απόρροια του τρελοκομείου που στήθηκε από τους πολιτικούς με σκοπό το Brexit. Ο Le Carré βάζει τον ιδεαλιστή Εντ Σάνον να διατυπώνει τη γνώμη που έχει ο ίδιος για τον Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος ήταν υπουργός Εξωτερικών όταν γραφόταν το βιβλίο: «ένας ελιτιστής νάρκισσος, απόφοιτος του Ίτον που δεν πιστεύει σε τίποτα πέρα από την προσωπική του προβολή». Με το λεπτό χιούμορ που τον διακρίνει πάντοτε, ο συγγραφέας διανθίζει τη δαιδαλώδη, πολυπρόσωπη ιστορία με σχόλια όπως αυτό που κάνει ο Νατ φτάνοντας σε πολυτελές ξενοδοχείο του Κάρλοβι Βάρι: «Κάποτε έμεινε εδώ ο Γκαίτε! Και ο Στινγκ!»
Στα βιβλία του Le Carré οι αθώοι μονίμως πληρώνουν το τίμημα. Στο Ένας Έντιμος Άνθρωπος αφήνει στο τέλος μια χαραμάδα αισιοδοξίας στη ζοφερή κατάληξη της ιστορίας. Κι ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην ταυτιστεί με τον έντιμο Νατ, παρακολουθώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιας ιστορίας που ξεκινάει εξαιτίας μιας παρτίδας μπάντμιντον.
Ο Κατάσκοπος και ο Προδότης, του Ben MacIntyre
(Μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Κλειδάριθμος)
«Ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 1985, ένας μεσόκοπος άντρας στεκόταν στο πεζοδρόμιο μιας πολυσύχναστης λεωφόρου στην καρδιά της Μόσχας, κρατώντας μια πλαστική σακούλα. Φορούσε γκρίζο κοστούμι και γραβάτα – άλλος ένας συνηθισμένος Σοβιετικός πολίτης. Μόνο η σακούλα ξεχώριζε, καθώς έφερε το λογότυπο του βρετανικού σουπερμάρκετ Safeway. Ο άντρας αυτός ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της KGB, αλλά της είχε προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο, αφού στην πραγματικότητα ήταν κατάσκοπος της ΜΙ6 και, για περισσότερο από μία δεκαετία, εφοδίαζε τους Βρετανούς με πλήθος ανεκτίμητα μυστικά των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών. Η σακούλα του Safeway ήταν το σύνθημα για να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο φυγάδευσής του από τη Σοβιετική Ρωσία. Αυτή ήταν η αρχή για ένα από τα πιο τολμηρά και ασυνήθιστα επεισόδια στην ιστορία της κατασκοπείας – μια ιστορία προδοσίας, παραπλάνησης και απαράμιλλου θάρρους που άλλαξε για πάντα την πορεία του Ψυχρού Πολέμου».
Μια ιστορία που ξεπερνάει τη μυθοπλασία, με απίστευτες λεπτομέρειες για τη δράση των πρακτόρων στη μεταπολεμική περίοδο.
Ο Όλεγκ Αντόνιεβιτς Γκορντιέφσκι δεν είναι επινόηση ενός ευφυούς συγγραφέα. Υπήρξε αληθινός πράκτορας της KGB που στρατολογήθηκε από τη βρετανική Μ16, για την οποία δρούσε επί έντεκα χρόνια. Και λέγεται ότι είναι ο μοναδικός πράκτορας που οι Βρετανοί κατάφεραν να σώσουν από τους Ρώσους, βοηθώντας τον να δραπετεύσει. Μια ιστορία που ξεπερνάει τη μυθοπλασία, με απίστευτες λεπτομέρειες για τη δράση των πρακτόρων στη μεταπολεμική περίοδο. Ο συγγραφέας Ben MacIntyre είναι συγγραφέας πολλών ιστορικών βιβλίων και συνεργάτης των Times του Λονδίνου. Κάποια έργα του έγιναν μάλιστα σειρές του BBC. Το βιβλίο συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό το οποίο δίνει «πρόσωπο» σε όλα όσα διαβάζουμε στα βιβλία του Le Carré. Οι θαυμαστές του υπερήρωα Τζέιμς Μποντ ίσως απογοητευτούν – αλλά η αλήθεια συχνά είναι πιο συναρπαστική από τη μυθοπλασία. Λιγότερο glossy ίσως, αλλά πιο ανατριχιαστική.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Η συχνότητα του θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο).
→ Στην κεντρική εικόνα: φωτογραφία © Jeffrey Brennan.