Για το μυθιστόρημα της Ντέλια Όουενς «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Δώμα).
Του Διονύση Μαρίνου
Πόσο παράξενη περίπτωση είναι η Ντέλια Όουενς. Περπατώντας ήδη την έβδομη δεκαετία της ζωής της, κι αφού προηγουμένως οι μοναδικές συγγραφικές απόπειρές της ήταν τρία memoir από τις επιστημονικές εμπειρίες της στην Αφρική, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία πιο έτοιμη από ποτέ. Το ντεμπούτο της όχι μόνο ήταν ηχηρό, αλλά απέδειξε πως ακόμη και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου τα Μέσα εξακολουθούν να κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση, υπάρχουν βιβλία που ανασύρονται από τα βάθη των ραφιών χάρη στη διαφήμιση «στόμα με στόμα».
Τους πρώτους μήνες της έκδοσής του, το μυθιστόρημα της Όουενς «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» διέγραψε χαμηλές τροχιές. Αίφνης, άρχισε να γίνεται θέμα συζήτησης και τα αντίτυπα να πωλούνται με γεωμετρική πρόοδο.
Τους πρώτους μήνες της έκδοσής του, το μυθιστόρημα της Όουενς Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Δώμα) διέγραψε χαμηλές τροχιές. Αίφνης, άρχισε να γίνεται θέμα συζήτησης και τα αντίτυπα να πωλούνται με γεωμετρική πρόοδο. Για τους λάτρεις της ευπώλητης όψης της λογοτεχνικής παραγωγής, το εν λόγω μυθιστόρημα διατηρήθηκε στην πρώτη θέση των New York Times (σ.σ.: στην κατηγορία των best sellers) για έναν ολόκληρο χρόνο και πλέον έχουν πουληθεί πάνω από τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα. Πρόκειται για εκδοτική ιστορία επιτυχίας από αυτές που δεν περιμένεις να συμβούν σ’ έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η Fox 2000 πρόλαβε και πήρε τα δικαιώματα του βιβλίου με σκοπό να το μεταφέρει στον κινηματογράφο με την ηθοποιό Ρις Γουίδερσπουν να μπαίνει μπροστά στο project.
Όλα καλώς καμωμένα, λοιπόν, για ένα βιβλίο που περιέχει τα πάντα σε καλά υπολογισμένες δόσεις: μελόδραμα, φυλετικές διακρίσεις, έναν φόνο με τη συνακόλουθη αστυνομική πλοκή, ματαιωμένους έρωτες, οικογενειακά δράματα, έντονες σκηνές, υποβλητική σκηνοθεσία και ένα τέλος, με τέτοιο τρόπο γραμμένο, που δεν γίνεται να μην σε ρίξει σύγκορμο στην επικράτεια του συναισθήματος. Πάνω από όλα διαθέτει μια ευδιάκριτη ηρωίδα, την Κάια, την οποία την βλέπουμε σε δύο σημαντικές φάσεις της ζωής της, φτιαγμένη με υλικά που σε βάζουν στη διαδικασία να την αγαπήσεις, να ταυτιστείς με το δράμα της, να της παραχωρήσεις το οποιοδήποτε «άλλοθι» για τις πράξεις της. Τυπικά και ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, καθώς οι πρώτες εικόνες που λαμβάνουμε από την Κάια είναι από την παιδική της ηλικία – ουδόλως ανέφελη.
Τα πάντα ξεκινούν με μιαν εκκωφαντική αποχώρηση: η μητέρα της φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση μη αντέχοντας τον βίαιο άντρα της. Το ίδιο θα πράξουν συν τω χρόνω και τα αδέλφια της. Η Κάια θα είναι ο τελευταίος κρίκος μιας σπασμένης οικογενειακής αλυσίδας, την οποία ο μέθυσος πατέρας της έχει «σκουριάσει» από καιρό. Όμως, ούτε κι αυτή θα μπορέσει να κρατηθεί εντός της οικογενειακής εστίας. Δεν γνωρίζει τον τρόπο να συνυπάρξει με τα παιδιά της τοπικής κοινωνίας στο σχολείο (το παρατάει άρον άρον), ενώ η πείνα την περιζώνει (ο πατέρας της τον περισσότερο καιρό λείπει παρά εμφανίζεται για να ασχοληθεί μαζί της). Έτσι, αποφασίζει να κρυφτεί μέσα σε έναν βάλτο στη Β. Καρολίνα.
Οι μοναδικοί άνθρωποι που προσεγγίζουν την Πιτσιρίκα του Βάλτου, όπως έχουν αρχίσει να την ονομάζουν οι κάτοικοι της μικρής κοινωνίας με μιαν χροιά φόβου και δεισιδαιμονιών, είναι ο μαύρος παντοπώλης της πόλης (ομοίως κι αυτός έχει δεχθεί τα επίχειρα των φυλετικών διακρίσεων) και δύο αγόρια εκ διαμέτρου αντίθετα.
Ως άλλος θηλυκός Μόγλης θα αρχίζει να αισθάνεται οικεία μόνο με την παρέα των γλάρων, των πουλιών και γενικώς της άγριας χλωρίδας και πανίδας που θα αποτελέσουν τη βασική πηγή γνώσεών της. Οποιαδήποτε άλλη συνάφεια με τον έξω κόσμο θα είναι από μετρημένη έως απαγορευτική. Οι μοναδικοί άνθρωποι που προσεγγίζουν την Πιτσιρίκα του Βάλτου, όπως έχουν αρχίσει να την ονομάζουν οι κάτοικοι της μικρής κοινωνίας με μιαν χροιά φόβου και δεισιδαιμονιών, είναι ο μαύρος παντοπώλης της πόλης (ομοίως κι αυτός έχει δεχθεί τα επίχειρα των φυλετικών διακρίσεων) και δύο αγόρια εκ διαμέτρου αντίθετα.
Ο πρώτος, ο Τέιτ την πλησιάζει ανυπόκριτα, τις προσφέρει σπάνια φτερά πουλιών ως δώρο, γίνεται αυτός που της μαθαίνει γράμματα, που δείχνει να κατανοεί την σπάνια ψυχοσύνθεσή της και να την ερωτεύεται. Φευ, εξαφανίζεται απροειδοποίητα από τη ζωή της για να σπουδάσει. Όταν θα επιστρέψει πολλά πράγματα θα έχουν αλλάξει. Την Κάια την έχει προσεγγίζει, πλέον, ο Τσέις, ένα από τα ομορφόπαιδα της περιοχής. Σαφώς πιο επιθετικός αυτός, και με τη γνωστή πονηρία των κυνηγών, την φέρνει με τα νερά του, την εκμεταλλεύεται ερωτικά παρά τη θέλησή της και τελικώς την παρατάει για να παντρευτεί ένα από τα ομορφοκόριτσα της πολιτείας. Η συντριβή της Κάια, η άπωσή της από τον έξω κόσμο και η πρόσδεσή της στην παρθένα φύση, δεν θα την σώσουν από όσα θα επακολουθήσουν.
Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος έχει έντονη αστυνομική πλοκή. Ξεκινάει με τον μυστηριώδη θάνατο του Τσέις που τελικά αποδεικνύεται πως είναι δολοφονία με βασική κατηγορούμενη την Κάια. Το κορίτσι θα περάσει από τη δικαστική βάσανο κινδυνεύοντας να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της στη φυλακή. Η ειρωνεία της τύχης: η Κάια, ως εκείνη τη στιγμή είχε καταφέρει να γίνει μια αυτοδίδακτη φυσιοδίφης, είχε εκδώσει τα πρώτα της βιβλία, τα οποία είχαν γίνει δεκτά με ενθουσιασμό από τους ειδικούς, είχε ξανασυνδεθεί με τον Τέιτ, είχε συναντήσει τον χαμένο από χρόνια αδελφό της και, τέλος πάντων, η ζωή της είχε αποκτήσει μια σταθερή βάση. Θα έλεγε κανείς κι ένα όραμα: η φύση ήταν μπλεγμένη μέσα της με στίχους ποιημάτων μιας ποιήτριας με το όνομα Αμάντα Χάμιλτον. Η δολοφονία του Τσέις θα ανατρέψει τα πάντα και θα την φέρει αντιμέτωπη με την κοινωνική προκατάληψη. Όλα τα υπόλοιπα του μυθιστορήματος δεν χρειάζεται να ειπωθούν, καθώς θα αποκαλύψουν τα σπάνια χαρίσματα του Κοριτσιού του Βάλτου. Πάντως, οι ανατροπές δεν θα λείψουν στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος.
Η Ντέλια Όουενς αποφάσισε να ακουλουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές, αντί για την άλλη της μεγάλη αγάπη, τη λογοτεχνία. Έχει κάνει ένα μεταπτυχιακό στη Ζωολογία και ένα διδακτορικό στη Συμπεριφορά των ζώων. Πλέον ζει μόνιμα στο ράντζο της στο Αϊντάχο. |
Η Όουενς γράφει σαν την Κριστίν Χάνα, αλλά με λιγότερες επικολυρικές εξάρσεις. Γράφει, όμως, και σαν την Χάρπερ Λι στο Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια δίχως όμως να καταφέρνει να πιάσει τα λογοτεχνικά ύψη αυτού του εμβληματικού έργου. Έχοντας ζήσει 23 ολόκληρα χρόνια σε ορισμένες από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Αφρικής, μελετώντας λιοντάρια, ελέφαντες και άλλα άγρια ζώα, η Όουενς έχει την ικανότητα να αποτυπώνει με θαυμαστή πιστότητα την ποικιλομορφία της παρθένας φύσης. Στοιχείο που προσφέρει στο μυθιστόρημα αρκετές εικόνες και μιαν εσωτερικότητα ακόμη πιο δυνατή από αυτήν των ηρώων.
Είναι ευεξήγητο γιατί το βιβλίο της Όουενς έχει τραβήξει το μεγάλο κοινό. Η γλώσσα του είναι απλή, πατάει στην παράδοση του αμερικανικού μυθιστορήματος (κάπου στο βάθος βλέπεις τον Στάινμπεκ να διαλάμπει), είναι φορτωμένο με συναισθήματα, έχει πλοκή με περίεργες περιελίξεις και, εν συνόλω, είναι ένα κλασικό page turner.
Έχω την αίσθηση πως η φήμη του προηγείται της συνολικής αξίας του, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν διαθέτει τέτοια. Για τους Αμερικανούς αναγνώστες, η αναμόχλευση παλαιών παθών, ο βόμβος των φυλετικών διακρίσεων και η αποκάλυψη της βαναυσότητας που θάλλει στις μικρές κοινωνίες, είναι θέματα που πάντα θα τους τραβούν. Για όλους τους υπόλοιπους, ημών συμπεριλαμβανομένων, αυτό που μένει είναι ο θαλερός ανθρωπισμός της Όουενς, η αβίαστη ματιά της στα πράγματα, ενδεχόμενα λίγο παραπάνω ρομαντική από όσο πραγματικά είναι, και η πηγαία ικανότητά της να αφηγείται ιστορίες. Το να φτάνεις έως τα πέρα μέρη του κόσμου και των ανθρώπων, εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, δεν είναι λίγο. Η θαυμαστή μετάφραση ανήκει στη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Το τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδ. Μελάνι.
Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες
Ντέλια Όουενς
Μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Δώμα 2019
Σελ. 470, τιμή εκδότη €20,00