Για τον τόμο «Γαλλικό θέατρο τότε και τώρα: Συμβολισμός. Maurice Maeterlinck “Πελλέας και Μελισσάνθη” (μτφρ. Δήμητρα Κονδυλάκη), Paul Claudel “Χρυσό κεφάλι” (μτφρ. Ανδρέας Στάικος)» (εκδ. Άγρα).
Του Νεκτάριου-Γεώργιου Κωνσταντινίδη
Ο δεύτερος τόμος της σειράς «Γαλλικό θέατρο τότε και τώρα», που εκδόθηκε με την υποστήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος, είναι αφιερωμένος στο αισθητικό ρεύμα του συμβολισμού και παρουσιάζει, σε ελληνική μετάφραση, δύο αντιπροσωπευτικά έργα του. Τόσο το Πελλέας και Μελισσάνθη του Βέλγου γαλλόφωνου συγγραφέα Maurice Maeterlinck όσο και το Χρυσό κεφάλι του Γάλλου Paul Claudel προβάλλουν ξεκάθαρα και με διαύγεια την υφολογία και τις τεχνικές που ακολουθεί η συμβολιστική γραφή προκειμένου να αναδείξει το «μήνυμα» του λόγου και να επικυρώσει τον μεταφορικό, τον μετωνυμικό και εν πολλοίς τον υπαινικτικό του χαρακτήρα.
Η χρήση του όρου “σύμβολο” είναι γενικευμένη στην κριτική του δράματος. Επί σκηνής, κάθε στοιχείο κάτι “συμβολίζει”, χρησιμοποιείται δηλαδή για κάποιον λόγο, δεν είναι τυχαία η τοποθέτησή του. Σημαίνει κάτι πέρα από τον εαυτό του, έχει ένα αντικείμενο αναφοράς έξω από τη φυσική του υπόσταση.
Το βιβλίο προλογίζει με ένα κατατοπιστικό και ευθύβολο πρόλογο ο Mikaël Hautchamp, Σύμβουλος Συνεργασίας και Μορφωτικής Δράσης της Πρεσβείας της Γαλλίας στην Ελλάδα και Διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος. Τη μετάφραση του έργου Πελλέας και Μελισσάνθη διευθύνει και επιμελείται η Δήμητρα Κονδυλάκη και του Χρυσού Κεφαλιού ο Ανδρέας Στάικος. Και στα δύο έργα συμμετείχαν οι σπουδάστριες του Εργαστηρίου Θεατρικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου, Βαρβάρα Κεχαγιά, Μιρέλλα Μάνωλα, Αριάδνη Συκιώτη, Χρύσα Τσαρτσαφλή και Μαρία Χουντάση. Ο τόμος ολοκληρώνεται με τα βιογραφικά των δύο συγγραφέων, που παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες στον αναγνώστη.
Πριν περάσουμε στην κριτική αποτίμηση των δύο μεταφράσεων, ας σταθούμε για λίγο στην έννοια του συμβόλου, που σε γενικές γραμμές είναι ένα σημείο το οποίο επιλέγεται (ενίοτε αυθαίρετα) για να ανακαλεί το αναφερόμενό του και μετά από ορισμένες διεργασίες αποκτά ισχύ νόμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σύστημα του φωτεινού σηματοδότη κόκκινο/πράσινο/πορτοκαλί που χρησιμοποιείται σύμφωνα με μια σύμβαση για να γνωστοποιεί τις προτεραιότητες. Στην παράδοση του γλωσσολόγου Ferdinand de Saussure, το σύμβολο είναι ένα «σημείο που παρουσιάζει τουλάχιστον ένα στοιχείο φυσικού δεσμού μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου». Η ζυγαριά, για παράδειγμα, είναι το σύμβολο της δικαιοσύνης, γιατί, αναλογικά, ανακαλεί με τους δίσκους της σε ισορροπία το ζύγισμα των υπέρ και των κατά. Η χρήση του όρου «σύμβολο» είναι γενικευμένη στην κριτική του δράματος. Επί σκηνής, κάθε στοιχείο κάτι «συμβολίζει», χρησιμοποιείται δηλαδή για κάποιον λόγο, δεν είναι τυχαία η τοποθέτησή του. Σημαίνει κάτι πέρα από τον εαυτό του, έχει ένα αντικείμενο αναφοράς έξω από τη φυσική του υπόσταση. Όλο το θέατρο είναι ένα σύμβολο. Οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν τη μεταφορά, τη μετωνυμία και την αλληγορία για να χωρέσουν σ’ ένα μικρό χαρτί και στη σκηνή την απεραντοσύνη του κόσμου!
Ο συμβολισμός, ως λογοτεχνικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα, γενικεύει την έννοια «σύμβολο», κάνοντάς το τον κώδικα της πραγματικότητας και σύμφωνα με τον Ζαν Μορεάς επιδιώκει να «ντύσει την ιδέα με μια αισθητή μορφή». Στο συμβολιστικό θέατρο, οι συγγραφείς χρησιμοποιούν σύμβολα για να επινοήσουν μια γλώσσα που να αρκείται στον εαυτό της. Αυτή η αισθητική συναντάται σήμερα σε αυτό που ο Μπέρναρτ Ντορτ ονομάζει «συμβολιστική αναπαράσταση»: «Η προσπάθεια να συστήσουμε, επί σκηνής, ένα σύμπαν (ανοιχτό ή κλειστό), το οποίο δανείζεται ορισμένα στοιχεία από τη φαινομενική πραγματικότητα, η οποία όμως, διά της μεσολάβησης του ηθοποιού, παραπέμπει τον θεατή σε μια άλλη πραγματικότητα που πρέπει ν’ ανακαλύψει».
Τα θεατρικά έργα του Maurice Maeterlinck περιέχουν τα αισθητικά χαρακτηριστικά του συμβολισμού: φιγούρες υπερκόσμιες, τοπία φορτισμένα με κρυφά νοήματα, υπαινικτικές φωτοσκιάσεις της ύλης, βαριές σιωπές και υγρούς ψιθύρους, που παραπέμπουν σε κόσμους μυστηριακούς και σε αλήθειες άρρητες.
Τα θεατρικά έργα του Maurice Maeterlinck (1861-1949) περιέχουν τα αισθητικά χαρακτηριστικά του συμβολισμού: φιγούρες υπερκόσμιες, τοπία φορτισμένα με κρυφά νοήματα, υπαινικτικές φωτοσκιάσεις της ύλης, βαριές σιωπές και υγρούς ψιθύρους, που παραπέμπουν σε κόσμους μυστηριακούς και σε αλήθειες άρρητες. Η όραση υποκαθίσταται από την ενόραση, ο λόγος γίνεται νύξη του ανείπωτου, η φύση ενσαρκώνει το πεπρωμένο, οι σκοτεινοί διάδρομοι, οι βαριές κλειδωμένες πόρτες και τα πέτρινα σιωπηλά δώματα προαναγγέλλουν το μοιραίο. Το μυστήριο του θανάτου, η αντιμετώπιση του άγνωστου και του ανεξήγητου, οι αλλόκοτοι δεσμοί μεταξύ πλασμάτων έξω απ’ τα ανθρώπινα μέτρα, η ψυχική ευγένεια που εξαίρεται σε υπεράνθρωπα επίπεδα, το καλό και το κακό που εγγράφονται στο κοσμικό γίγνεσθαι, τα μυστικά μονοπάτια της φύσης που οδηγούν στην επικράτεια του θαυμαστού και του άρρητου, είναι καίρια ζητήματα που απασχολούν τον Φλαμανδό συγγραφέα. Και φυσικά ο έρωτας. Τα περισσότερα δράματα του Maeterlinck μιλούν για μια ιλιγγιώδη ερωτική εμπειρία, ένα κοσμικό ρεύμα. Τα πλάσματα που βιώνουν αμοιβαία έλξη συναντιούνται σαν υπνοβάτες. Ο έρωτας που δένει συνήθως αιφνίδια και ακατανίκητα τα πρόσωπα των δραμάτων μοιάζει με θεομηνία για την οποία δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να την υποστούν.
Στο έργο Pelléas et Mélisande (1892), που έγινε ευρέως γνωστό από την ομώνυμη όπερα του Claude Debussy, η μοίρα των ηρώων εξυφαίνεται κοντά στο νερό. Ο πρίγκιπας Γκολώ, χήρος, επιστρέφει από ταξίδι στο πατρογονικό παλάτι φέρνοντας μαζί του μια άγνωστη έφηβη, την οποία συνάντησε κοντά σε μια κρήνη του δάσους. Ο παππούς του, ο βασιλιάς Αρκέλ, αποδέχεται τον γάμο τους σαν να πρόκειται για κάτι μοιραίο. Η Μελιζάνδη (η ελληνική μετάφραση την αποδίδει «Μελισσάνθη», το όνομα όμως «Mélisande» αναφέρεται σε βασίλισσα της Ιερουσαλήμ, μητέρα του Βαλδουΐνου του ΙΙΙ) δεν νιώθει ευτυχισμένη μέσα σ’ αυτό το παμπάλαιο και σκοτεινό ανάκτορο ώσπου γνωρίζει τον ετεροθαλή αδελφό του συζύγου της, τον Πελλέα. Η αμοιβαία έλξη που νιώθουν μοιάζει με κοσμικό μαγνήτη που δεν μπορεί να αποδυναμωθεί. Ο Γκολώ μάταια βάζει τον μικρό γιο του από την πρώτη του γυναίκα να κατασκοπεύσει τους δύο εραστές. Αδυνατεί να συλλάβει αυτό που τους συνδέει και να το αξιολογήσει με όρους της τρέχουσας ηθικής. Κάποια βραδιά, τους παραμονεύει ο ίδιος στην Κρήνη των Τυφλών, τόπο των μυστικών τους συναντήσεων, χτυπά με το ξίφος του τον αδελφό του και επιχειρεί να αυτοκτονήσει με τον ίδιο τρόπο, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Πελλέας πέφτει νεκρός, η Μελιζάνδη μεταφέρεται ετοιμοθάνατη στο παλάτι, παρόλο που φέρει μια ελάχιστη αμυχή. Γεννάει ένα βρέφος αλλόκοτο, που μοιάζει σαν κέρινο. Ο Γκολώ τη ρωτάει επίμονα και αγωνιωδώς αν η αγάπη της για τον Πελλέα ήταν ένοχη, αλλά, τρεις μέρες μετά τη γέννα της, η Μελιζάνδη πεθαίνει αναίτια, αφήνοντας τον σύζυγό της και τον Αρκέλ αμήχανους και απορημένους μπροστά στο μυστήριο της αγάπης και του θανάτου. Στρωτή και ρέουσα, η μετάφραση της Δήμητρας Κονδυλάκη χαρακτηρίζεται από υφολογική συνοχή και προκρίνει ταυτόχρονα τη λεκτική και παραλεκτική πλευρά του θεατρικού λόγου.
Maurice Maeterlinck - Paul Claudel |
Σε ολόκληρο το θεατρικό του έργο, ο Claudel ανιχνεύει το πάθος και τα μονοπάτια που μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στον εξαγνισμό, στη γνώση και μάλιστα στη βίωση του θείου, μόνου ικανού να απαλλάξει την ύπαρξη από τα παθήματα και τις αμαρτίες.
Το δεύτερο έργο του τόμου είναι του ποιητή Paul Claudel (1868-1955). Τα έργα του Γάλλου ακαδημαϊκού έχουν ένα προσωπικό και ιδιαίτερο ύφος και αντλούν το θέμα τους από την απόλυτη αποδοχή της καθολικής πίστης, οδηγώντας τον συγγραφέα στη σύλληψη μιας τέχνης όμοιας με θρησκευτική αποστολή. Η διδασκαλία των συμβολιστών και ιδιαίτερα εκείνη του Arthur Rimbaud επηρέασε πολύ τον Claudel. Σε ολόκληρο το θεατρικό του έργο, ο δημιουργός ανιχνεύει το πάθος και τα μονοπάτια που μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στον εξαγνισμό, στη γνώση και μάλιστα στη βίωση του θείου, μόνου ικανού να απαλλάξει την ύπαρξη από τα παθήματα και τις αμαρτίες. Ο Paul Claudel έγραφε σε στίχους, βασισμένους στα εδάφια της Βίβλου, απαγγελτικούς και διακοπτόμενους από τις ανάσες των ερμηνευτών. Συνήθιζε να γράφει σε πολλές εκδοχές τα έργα του, επεξεργαζόταν και αναθεωρούσε τα χειρόγραφά του έτσι ώστε να έχει μεγαλύτερο έλεγχο στην ποιητική του ύλη και να προσαρμόζει κατάλληλα τα γεγονότα στις σκηνικές απαιτήσεις.
Η πρώτη συγγραφή του Têted’ or πραγματοποιήθηκε το 1889. Το έργο ξαναγράφτηκε το 1894 αλλά ανέβηκε το 1959 εγκαινιάζοντας το Théâtre Odéon σε σκηνοθεσία Jean-Louis Barrault. Το Χρυσό Κεφάλι είναι ένα ποιητικό δράμα θανάτου. Ο Σιμόν Ανιέλ, ένας Ηρακλής με χρυσά μαλλιά, έχει χάσει την αγαπημένη του και ακολούθως συμμαχεί με τον έφηβο Σεμπές, με σκοπό να επιχειρήσουν την κατάκτηση του κόσμου. Μια παλιά αυτοκρατορία απειλείται να καταστραφεί από τους Βαρβάρους. Ο Ανιέλ, το Χρυσό Κεφάλι, τίθεται επικεφαλής των στρατευμάτων και σώζει τον πολιτισμό της, όμως ο Σεμπές πεθαίνει τη στιγμή της νίκης. Η απώλεια της αγαπημένης του και του νεαρού ηρωικού παιδιού θα κάνει το Χρυσό Κεφάλι άσπλαχνο και σκληρό και τότε είναι που θα επιχειρήσει να κυριαρχήσει σε όλη τη γη. Σύντομα κατακτά την Ευρώπη και τον Καύκασο και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την Ασία. Και νικά και εκεί. Αλλά τελικά θα πληρώσει τη νίκη του με τη ζωή του. Ένας διοικητής στο πεδίο της μάχης θα προφέρει τα τελευταία λόγια του έργου, που αποτελούν τον θρίαμβο του θανάτου. Έτσι, μπροστά σε τρεις νεκρούς βασιλιάδες, θα γίνει η επαλήθευση της ματαιότητας των εγκοσμίων.
Ο τίτλος του έργου παραπέμπει σε πολυσύνθετο συμβολισμό δεδομένου ότι φέρει στη λεκτική του εκφορά δύο βασικά λεξήματα: το ουσιαστικό «κεφάλι» και το επίθετο «χρυσό». Τα εν λόγω λεξήματα δηλώνουν τη δύναμη και την εξωτερική λάμψη της εξουσίας και συνδηλώνουν τον φωτισμένο εκείνο ηγέτη ο οποίος οδηγεί τον λαό σε δρόμους ευμάρειας και στην κατάκτηση του ευ ζην. Η εξαιρετική μετάφραση του Ανδρέα Στάικου αναδεικνύει με τις καίριες επιλογές της τα χαρακτηριστικά του συμβολιστικού θεάτρου. Η ελληνική απόδοση προκρίνει την ποιητικότητα του λόγου τιθασεύοντας τον «δύσκαμπτο» χαρακτήρα του κλωντελικού εδαφίου που απαιτεί ιδιαιτέρως προσεκτική επεξεργασία ώστε να μεταφερθεί με ακρίβεια το υφολογικό και εννοιολογικό του περιεχόμενο.
* ΟΝΕΚΤΑΡΙΟΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός και μεταφραστής θεάτρου.
→ Στην κεντρική εικόνα: Στο πιάνο ο Claude Debussy κατά τη διάρκεια των προβών της όπερας «Pelléas et Mélisande» © RMN - P. Schmidt
Paul Claudel: «Χρυσό κεφάλι»