Για το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου – Η συμβολή της αφηγηματολογίας» (εκδ. Κριτική).
Της Κατερίνας Δ. Σχοινά
Στο βιβλίο του Η λογοτεχνία σε κίνδυνο ο μεγάλος θεωρητικός Τσβετάν Τοντορόφ προσπαθώντας να εξηγήσει το διαρκώς μειούμενο ενδιαφέρον των σύγχρονων ανθρώπων για την ανάγνωση της λογοτεχνίας, διερωτάται για τα (ενδεχόμενα) λάθη που γίνονται στη διδασκαλία της. Τέτοιο λάθος γίνεται, κατά την άποψή του, όταν στα τρυφερά χρόνια του σχολείου, τότε που διαμορφώνει κανείς δυνητικούς αναγνώστες, διδάσκεται στα παιδιά όχι «για ποιο πράγμα μιλούν τα έργα αλλά για ποιο πράγμα μιλούν οι κριτικοί».
Μια λογική απο-σχολειοποίησης της λογοτεχνίας, δηλαδή απομάκρυνσης από το παραδοσιακό διδακτικό μοντέλο του σχολείου και την αυθεντία του διδάσκοντος, που, κατά τον Κιοσσέ, ευλόγως συνδέεται με την αποσχολιοποίηση, την απαλλαγή, με άλλα λόγια, του διδασκόμενου λογοτεχνικού κειμένου από τα «πολλά μαλάματα» του εξαντλητικού φιλολογικού σχολιασμού.
Για τον Τοντορόφ ο μελετητής της λογοτεχνίας πρέπει φυσικά να γνωρίζει καλά τα θεωρητικά της εργαλεία, καθώς η θεωρία είναι αυτή που θα προσφέρει ασφαλείς, «λεπτές» και «οργανωμένες» προσεγγίσεις του λογοτεχνικού κειμένου, ωστόσο, όταν κανείς καλείται να διδάξει λογοτεχνία σε νέους ανθρώπους οφείλει να μην ξεχνά το βαρύ του καθήκον: «να εσωτερικεύει αυτό που έμαθε στο πανεπιστήμιο, αλλά αντί να το διδάσκει, να το επαναφέρει στην κατάσταση ενός αόρατου εργαλείου». Έτσι, η θεωρία και οι μέθοδοί της θα περιορίζονται μόνο στο μυαλό του διδάσκοντος, ο οποίος θα επιδιώκει να απομακρυνθεί από τα πεδία του σημαίνοντος και να πλησιάσει στην ουσία των κειμένων και στην ανάδειξη πρωτίστως της αυταξίας τους.
Μια ανάλογη προβληματική δείχνει να διαπνέει και το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου–Η συμβολή της αφηγηματολογίας, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κριτική. Μια λογική απο-σχολειοποίησης της λογοτεχνίας, δηλαδή απομάκρυνσης από το παραδοσιακό διδακτικό μοντέλο του σχολείου και την αυθεντία του διδάσκοντος, που, κατά τον Κιοσσέ, ευλόγως συνδέεται με την αποσχολιοποίηση, την απαλλαγή, με άλλα λόγια, του διδασκόμενου λογοτεχνικού κειμένου από τα «πολλά μαλάματα» του εξαντλητικού φιλολογικού σχολιασμού. Με όρους καθημερινότητας, αντί να απασχολεί διδάσκοντες και διδασκομένους η κατά γράμμα εφαρμογή των λογοτεχνικών θεωριών, μπορούν όλοι οι εμπλεκόμενοι με ευχάριστο και παιγνιώδη τρόπο να δουν το κείμενο διαφορετικά: να αξιοποιήσουν την πρωτότυπη και εξαιρετικά πλούσια παρακαταθήκη προτεινόμενων δράσεων στην προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου, οι οποίες συνθέτουν το 100σέλιδο παράρτημα του εν λόγω βιβλίου, εξίσου σημαντικό, ευανάγνωστο και λειτουργικό με τον βασικό (θεωρητικό) κορμό που προηγείται. Παιχνίδια φαντασίας, δημιουργικότητας και εφευρετικότητας με το (συνήθως αναξιοποίητο) «παρακειμενικό κατώφλι» (συγγραφέας, τίτλοι, αφιερώσεις, πληροφορίες στο «αυτί» των βιβλίων κ.λπ), ασκήσεις με το θέμα, την επιλογή του και την ανοικειωτική εξεργασία του για τη δημιουργία έκπληξης στον αναγνώστη, προσεκτικές προσεγγίσεις των λογοτεχνικών χαρακτήρων σε συνάρτηση με τις εκάστοτε περικειμενικές περιστάσεις, συναρπαστικές πλεύσεις στα ποτέ ήσυχα αφηγηματικά ύδατα και ανακάλυψη των κρυμμένων θησαυρών τους (όπως είναι οι χρονοτοπικές παράμετροι, οι συγκρούσεις που συνιστούν την πλοκή των ιστοριών, οι μύριοι τρόποι οργάνωσης μιας αφήγησης και οι φωνές που την κατευθύνουν ή που θα μπορούσαν να την κατευθύνουν) προσφέρονται προς δημιουργική αξιοποίηση. Όλα αυτά απλοποιημένα και ευφάνταστα εμπλέκουν βιωματικά τον διδασκόμενο στη γοητευτική περιπέτεια της ανάγνωσης και της δημιουργίας προφορικού και γραπτού λόγου, χωρίς το βαρύ, πληκτικό φορτίο της θεωρίας, που στέκεται διακριτικά πίσω και κάτω από τις παραπάνω δραστηριότητες, περιοριζόμενη απλώς στο να αποτελεί ένα χρήσιμο, αλλά «αόρατο εργαλείο».
Ο Σπύρος Κιοσσές |
Ο ξανακερδισμένος χρόνος της ανάγνωσης
Αν και πραγματεύεται σύνθετα εννοιολογικά σχήματα και μετέρχεται απαιτητικά μεθοδολογικά εργαλεία από διάφορους επιστημονικούς κλάδους, διαθέτει σπάνια ευκρίνεια∙ διαφωτιστικές εισαγωγές, κατατοπιστικές συνόψεις, διαυγή διαγράμματα και πίνακες, πλούσιες υποσημειώσεις και παράθεση πλήρους ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας.
Η μελέτη του βιβλίου που υπογράφει ο Σπύρος Κιοσσές είναι αληθινά «ξανακερδισμένος χρόνος» για τον αναγνώστη του. Αν ο τίτλος του παραπέμπει στην τόσο δημοφιλή (πλέον και στη χώρα μας) δημιουργική γραφή και στον συσχετισμό της με την ανάδειξη νέων συγγραφικών ταλέντων στον λογοτεχνικό μας χώρο, προτάσσει, ωστόσο, το κεφαλαιώδες ζήτημα της δημιουργικής ανάγνωσης που προηγείται της γραφής, αυτονόητης αλλά ενίοτε λησμονημένης. Έτσι, το βιβλίο του Κιοσσέ στέκεται πολύτιμος και εύχρηστος οδηγός πρώτα απ’ όλα στον δρόμο της λογοτεχνικής ανάγνωσης, ιδίως των αφηγηματικών κειμένων [1], όποιον και να αφορά αυτή: τον μαθητή και φοιτητή που πατούν στο «πρώτο σκαλί» της λογοτεχνικής τους μαθητείας, τον νέο ή και εμπειρότερο αναγνώστη της λογοτεχνίας, τον διδάσκοντα που αναζητά έναν ευσύνοπτο οδηγό λογοτεχνικής θεωρίας, τον επίδοξο συγγραφέα που εμπιστεύεται κάποιο σεμινάριο δημιουργικής γραφής ή που σχεδιάζει λογοτεχνικά σκαριφήματα στις προσωπικές του στιγμές. Τώρα που το ερώτημα «είναι διδακτή η λογοτεχνική γραφή;» έχει μάλλον ξεπεραστεί ως προβληματισμός από τους περισσότερους, σε εποχές όπου και στα ελληνικά εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των βαθμίδων ο λογοτεχνικός γραμματισμός εμπεριέχει δραστηριότητες δημιουργικής γραφής, η ανάγκη της βιβλιογραφικής ενίσχυσης κάθε ενδιαφερόμενου με ένα αξιόπιστο εγχειρίδιο δημιουργικής γραφής είναι μεγάλη. Αυτό το ευάρεστο έργο επιτελεί το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ, που, αν και πραγματεύεται σύνθετα εννοιολογικά σχήματα και μετέρχεται απαιτητικά μεθοδολογικά εργαλεία από διάφορους επιστημονικούς κλάδους, διαθέτει σπάνια ευκρίνεια∙ διαφωτιστικές εισαγωγές, κατατοπιστικές συνόψεις, διαυγή διαγράμματα και πίνακες, πλούσιες υποσημειώσεις και παράθεση πλήρους ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας, ενισχυμένα από πληθώρα ενδεικτικών παραδειγμάτων συνιστούν πυξίδες στον ωκεανό της θεωρίας και της κριτικής.
Η μελέτη του εν λόγω βιβλίου είναι χρόνος ξανακερδισμένος για κάθε αναγνώστη, καθώς τον βοηθά να (ανα)συγκροτήσει ένα προσιτό και σαφές θεωρητικό πλαίσιο με το οποίο του ανοίγονται δρόμοι για την ανά-γνωση (ανα-γνώριση) των κειμένων, την ανάσκαψη των κρυμμένων μυστικών τους, την ανατομή των πολύπλοκων οργανισμών τους. Η ανακάλυψη των μαγικών συναρθρώσεων που οδηγούν στην επιτυχία της γραφής, την οποία επιχειρεί το βιβλίο του Κιοσσέ, όχι μόνον ενδυναμώνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον για την αναζήτηση ωραίων έργων, αλλά προσφέρει σημαντική τεχνογνωσία σε κάθε (επίδοξο) χρήστη των εργαλείων του λόγου, ιδιαίτερα του αφηγηματικού. Τα υπόλοιπα εναπόκεινται στην ελευθερία των αναγνωστών που θα κατασκευάσουν το δικό τους νόημα των κειμένων, αλλά και εκείνων που θα παραγάγουν ίσως τον προσωπικό τους λόγο. Οπωσδήποτε εναπόκεινται, όμως, και στην ανυπότακτη φύση του ίδιου του δημιουργικού λόγου και των ποικίλων του εκφάνσεων: «Σε στίχο ελεύθερο/ θα σας συνθέσω./ Να αντιβαίνετε ανυπόταχτα/ τη μελαγχολική κατάληξη/ της ομοιότητας./ […] /Να μειδιάτε ελαφρώς/ σ’ όποια αναζήτηση/ κρυφίων νοημάτων./ Να οικτίρετε/ κάθε απόπειρα εκλογίκευσης/ της εσκεμμένης αταξίας σας» [2].
* Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ Δ. ΣΧΟΙΝΑ είναι φιλόλογος.
Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου
Η συμβολή της αφηγηματολογίας
Σπύρος Κιοσσές
Κριτική 2018
Σελ. 488, τιμή εκδότη €26,00