Για το βιβλίο του Διονύση Ν. Μουσμούτη «Παύλος Καρρέρ – Η “σκοτεινή” περίοδος (1850-1857)» (εκδ. Πλέσσα).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Για την καλώς πληροφορημένη πολιτισμική αγορά ο Παύλος Καρρέρ (Ζάκυνθος, 1829-1896) αποτελεί δεσπόζουσα διαχρονικής αναφοράς προσωπικότητα στο πλαίσιο της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής (19ος - αρχές 20ού αιώνα), όπου κυριαρχεί η εμβληματική παρουσία του Νικολάου Μάντζαρου-Χαλικιόπουλου (Κέρκυρα, 1795-1872).
Στη συνείδηση και των λιγότερο ειδικών στα ζητήματα της λόγιας μουσικής, ο Παύλος Καρρέρ έχει καθιερωθεί ως ο δημιουργός εθνικής όπερας με ελληνικά θέματα, με λιμπρέτα στην ελληνική γλώσσα, με μελωδίες από τη δημοτική παράδοση της νεότερης Ελλάδας.
Στη συνείδηση και των λιγότερο ειδικών στα ζητήματα της λόγιας μουσικής, ο Παύλος Καρρέρ έχει καθιερωθεί ως ο δημιουργός εθνικής όπερας με ελληνικά θέματα, με λιμπρέτα στην ελληνική γλώσσα, με μελωδίες από τη δημοτική παράδοση της νεότερης Ελλάδας. Τα στοιχεία αυτά (έστω και ενίοτε σε συνδυασμό με «αναμνήσεις» από ιταλικά και γενικότερα δυτικοευρωπαϊκά μουσικά πρότυπα) αναγνωρίζουμε στην όπερα Μάρκος Βότζαρης ([Μάρκος Μπότσαρης], πρώτη παράσταση στο Θέατρο Απόλλων της Πάτρας τον Απρίλιο 1861) σε λιμπρέτο αρχικά ιταλικό του ποιητή Giovanni Caccialupi υπό τον τίτλο Marco Botzaris, που μεταφράστηκε και καθιερώθηκε στα ελληνικά, και με ενσωματωμένο το δημοτικοφανές τραγούδι «Ο Γερο-Δήμος», στην όπερα Κυρά Φροσύνη (πρώτη παράσταση στο ζακυνθινό Θέατρο Απόλλων τον Νοέμβριο 1868) σε λιμπρέτο του Ελισαβέτιου Μαρτινέγκο, υιού της συγγραφέως και εκπροσώπου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832, πέθανε δύο εβδομάδες μετά τη γέννηση του γιου της, ο οποίος έλαβε το συγκεκριμένο όνομα στη μνήμη της), βασισμένο στο ομότιτλο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (Λευκάδα, 1824-1879), ή στην όπερα Δέσπω (πρώτη παράσταση στο Θέατρο Απόλλων της Πάτρας τον Δεκέμβριο 1882) σε λιμπρέτο που συνέγραψε ο ποιητής (στον κύκλο του Διονυσίου Σολωμού) και πρώτος συστηματικός συλλέκτης και εκδότης δημοτικών τραγουδιών κερκυραίος λόγιος Αντώνιος Μανούσος (1822-1903).
Ενώ με «αργοπορία» ενός και πλέον αιώνα παρακολουθήσαμε το 2003 τη διδασκαλία που πρόσφερε η Εθνική Λυρική Σκηνή για την όπερα του Παύλου Καρρέρ Μαραθών-Σαλαμίς (γραμμένη το 1887), επάνω σε ιταλικό (μεταφρασμένο στα ελληνικά για την παράσταση της ΕΛΣ) ποιητικό κείμενο του ζακύνθιου λόγιου συγγραφέα και μεταφραστή Μέμνωνος Μαρτζώκη (1844-1902), αδελφού του γνωστότερου ποιητή Στέφανου Μαρτζώκη (1855-1913). Η μουσική του Καρρέρ αποκαλύπτει ενδιαφέροντα νεοκλασικά στοιχεία, όπου ακούγεται να παρεμβαίνουν και στοιχεία «εκλεκτικής συγγένειας» με τη δομή των μουσικών δραμάτων του Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883).
Στο νέο βιβλίο του ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης προσφέρει καλώς τακτοποιημένα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τις απαρχές της δημιουργικής δραστηριότητας του Παύλου Καρρέρ που συμπίπτουν με τη χρονική περίοδο 1850-1857, όταν ο Καρρέρ άφησε προσωρινά τη Ζάκυνθο και εγκαταστάθηκε στο «υπό αυστριακή κατοχή και καταρρακωμένο οικονομικά» Μιλάνο.
Όμως πριν από τη δρομολόγηση αυτής της δημιουργικής δραστηριότητας, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα, αν και ελάχιστα γνωστή, «σκοτεινή» περίοδος στη ζωή του Παύλου Καρρέρ, στην οποία ακριβώς αναφέρεται το ανά χείρας βιβλίο του Διονύση Ν. Μουσμούτη, ο οποίος επί σειρά πολλών ετών προσφέρει με τα κείμενά του σημαντικά τεκμήρια κριτικής και συγκριτικής διαχείρισης ζητημάτων σχετικά με πρόσωπα και πράγματα της μείζονος πολιτισμικής παραγωγής κυρίως στην περιοχή της Επτανήσου, αλλά όχι μόνον, με περισσότερο πρόσφατα παραδείγματα τις εκδόσεις υπό τους τίτλους Ούγκο Φόσκολο, Ιστορικά και βιογραφικά παραλειπόμενα (2010), Η Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου, ο Γιάννης Ψυχάρης και ο Ούγκο Φόσκολο (2012),Το θέατρο στη Ζάκυνθο τον 19o αιώνα (2017).
Στο νέο βιβλίο του ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης προσφέρει καλώς τακτοποιημένα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τις απαρχές της δημιουργικής δραστηριότητας του Παύλου Καρρέρ που συμπίπτουν με τη χρονική περίοδο 1850-1857, όταν ο Καρρέρ άφησε προσωρινά τη Ζάκυνθο και εγκαταστάθηκε στο «υπό αυστριακή κατοχή και καταρρακωμένο οικονομικά» Μιλάνο προκειμένου να εξασφαλίσει συστηματικότερη επικοινωνία με τα μουσικά πράγματα της δεσπόζουσας στον τομέα αυτόν Ιταλίας, με παράλληλες σπουδές, και περαιτέρω να αναζητήσει δυνατότητες για μια επαγγελματική εξέλιξη.
Για τη δραστηριότητα του Παύλου Καρρέρ κατ’ αυτή την περίοδο δεν υπήρχε άμεση πληροφόρηση από τα σωζόμενα απομνημονεύματα του ίδιου (Παύλος Καρρέρ, Απομνημονεύματα του Καλλιτεχνικού μου Βίου, 1887, χειρόγραφο στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων), καθώς έλειπαν οι σχετικές σελίδες.
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης, αφού προβεί στην προσήκουσα αναφορά για τις σχετικές έρευνες και δημοσιεύσεις του Γιώργου Λεωτσάκου, του Νίκια Λούντζη, κυρίως της Αύρας Ξεπαπαδάκου, καθώς και για τους πιθανούς αναγνώστες αυτών των σελίδων και πρώτους μελετητές του έργου του Καρρέρ, αναπτύσσει τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του και τεκμηριώνει αυτές με συστηματικό τρόπο, αξιοποιώντας πλείστες πηγές που συνδέονται αμέσως ή εμμέσως με τα ζητήματα που τον απασχολούν εδώ, αφού ο συγγραφέας κατά πάγια τακτική δεν περιορίζεται στο ειδικό περιεχόμενο του θέματος που πραγματεύεται, αλλά προσεγγίζει με κριτική αντίληψη τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες που προσδιορίζουν το συγκεκριμένο κάθε φορά ζήτημα.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης παρουσιάζει ποικίλα δεδομένα που αφορούν την προετοιμασία του Παύλου Καρρέρ για το ταξίδι μέσω Τεργέστης και την εγκατάστασή του στο Μιλάνο, τις προσπάθειές του για επαφή με το κοινωνικό και το καλλιτεχνικό περιβάλλον στην πόλη, όπου κυριαρχούσε η σχεδόν μονοπωλιακή προώθηση του έργου του Giuseppe Verdi (1813-1901) από την επίσημη κριτική και από τα καλλιτεχνικά πρακτορεία, την επικοινωνία του Καρρέρ με καλλιτέχνες, τις επιρροές που άσκησαν στη διαμόρφωση του έργου του κυρίως το ιταλικό αλλά και γενικότερα το ευρωπαϊκό μουσικό τοπίο της εποχής.
Στο πλαίσιο αυτό ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης τοποθετεί τη δημιουργική δραστηριότητα του Παύλου Καρρέρ κατά την περίοδο 1850-1857.
Εντοπίζουμε ενδιαφέροντα στοιχεία για μουσική που ο Καρρέρ συνέθεσε για τα μπαλέτα Bianca di Belmonte (1850) και Cadet, il barbiere ([Καντέτ, ο κουρέας], 1853), καθώς και για τη συνεργασία του με χορογράφους και χορευτές.
Κυρίως όμως το ενδιαφέρον εστιάζεται στη μουσική του Παύλου Καρρέρ για τις πρώτες όπερές του: Dante e Bice ([Δάντης και Βεατρίκη], πρώτη παράσταση στο Θέατρο Carcano του Μιλάνου τον Αύγουστο 1852), Isabella D’ Aspeno (πρώτη παράσταση στο Θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας τον Φεβρουάριο 1854, κατόπιν διδασκαλία στο Θέατρο Carcano του Μιλάνου τον Απρίλιο του ίδιου έτους), La Rediviva ([Η νεκραναστημένη], πρώτη παράσταση στο Θέατρο Carcano του Μιλάνου, και κατόπιν διδασκαλίες στο Teatro Comunale του Κόμο και στο Θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας, τον Δεκέμβριο 1857).
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης |
Στην περίπτωση της πρώτης παρουσίασης της όπερας Dante e Bice η κριτική επεσήμανε επιρροές από την ιταλική, και όχι μόνον, μουσική (Vincenzo Bellini, Gaetano Donizzeti, αλλά και Daniel Auber) και έλλειψη πρωτοτυπίας και προσωπικού ύφους, για να αρχίσει ωστόσο να βρίσκει σε επόμενες παραστάσεις και θετικά στοιχεία. Άλλωστε και ο Καρρέρ διόρθωνε πολλά πράγματα κατά την εξέλιξη της μουσικής παραγωγής του.
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης παρέχει πλείστες και εξειδικευμένες πληροφορίες για την παρουσίαση των έργων του Παύλου Καρρέρ, για τη θεματική των λιμπρέτων και για τους λιμπρετίστες, για τη σταθερά θερμή υποδοχή του κοινού και για την αρχικά επιφυλακτική έως αρνητική υποδοχή της επίσημης κριτικής.
Ειδικότερα, στην περίπτωση της πρώτης παρουσίασης της όπερας Dante e Bice η κριτική επεσήμανε επιρροές από την ιταλική, και όχι μόνον, μουσική (Vincenzo Bellini, Gaetano Donizzeti, αλλά και Daniel Auber) και έλλειψη πρωτοτυπίας και προσωπικού ύφους, για να αρχίσει ωστόσο να βρίσκει σε επόμενες παραστάσεις και θετικά στοιχεία. Άλλωστε και ο Καρρέρ διόρθωνε πολλά πράγματα κατά την εξέλιξη της μουσικής παραγωγής του.
Οι όπερες Isabella D’ Aspeno και La Rediviva αποδείχτηκαν εντέλει μεγάλες επιτυχίες τόσο για το ιταλικό όσο και για το επτανησιακό κοινό, ενώ και η κριτική υπήρξε ανάλογη (με ορισμένες σταθερές πάντως επιφυλάξεις), όπως μαρτυρούν όχι μόνον οι ποικίλες παραπομπές που υποστηρίζουν τις αντίστοιχες περιοχές του κειμενικού κόσμου, αλλά και τα παραθέματα από τον Τύπο της εποχής που εντάσσονται στη ροή της θεματικής ανάπτυξης του βιβλίου. Μάλιστα η Isabella D’ Aspeno κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στον κόσμο της ιταλικής όπερας των μέσων του 19ου αιώνα, ενώ φέρεται να αποτελεί ένα από τα πρότυπα της όπερας Un ballo in maschera ([Χορός μεταμφιεσμένων], πρώτη παράσταση τον Φεβρουάριο 1859) του Verdi.
Ακριβώς στην παραστατική απόδοση των δεδομένων, σε ό,τι αφορά την υποδοχή των έργων του Παύλου Καρρέρ από τους ευρύτερους κοινωνικοπολιτισμικούς κύκλους στην Ιταλία και στα Επτάνησα, εντοπίζεται η προστιθεμένη αξία της έκδοσης ως πρωτότυπης σύνθεσης πληροφοριών.
Προς περαιτέρω πραγματολογική υποστήριξη του εν προκειμένω κεντρικού θεματικού κορμού στην οργάνωση του υλικού του βιβλίου, ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης παρέχει πληροφορίες και για ποικίλη παράπλευρη (πέραν της σύνθεσης μουσικής για τις όπερες) συνέχιση της δραστηριότητας του Παύλου Καρρέρ.
Εδώ εντάσσονται τα μουσικά έργα (μεταξύ των οποίων και μια Ελληνική Συμφωνία) που ο Καρρέρ παρουσίασε σε συναυλία στο Θέατρο Carcano τον Σεπτέμβριο 1850, λίγους μήνες μετά την εγκατάστασή του στο Μιλάνο, οι τακτικές επισκέψεις του στα Επτάνησα για λόγους καλλιτεχνικούς και προσωπικούς (ανάμεσα σε άλλα και ο γάμος του τον Μάρτιο 1858 με τη λυρική τραγουδίστρια Ισαβέλλα Ιατρά που είχε αναλάβει τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους τον ρόλο του τίτλου στην παρουσίαση της όπερας Isabella D’ Aspeno στο Θέατρο Απόλλωνστη Ζάκυνθο), η προεργασία για τη σύνθεση των επόμενων μεγάλων έργων του (οι λεγόμενες εθνικές όπερες με τα ελληνικά θέματα), η επίσκεψη του Καρρέρ τον Απρίλιο 1858 στην Αθήνα όπου έγινε δεκτός από τον Όθωνα με τη μεσολάβηση του Βρετανού πρέσβη, και η συμφωνία για την παρουσίαση της όπερας Μάρκος Βότζαρης στην Αθήνα κατά την περίοδο 1858-1859, ή ακόμα η προσπάθεια του Καρρέρ για μια συνεργασία με το Teatro alla Scala στο Μιλάνο, από όπου έλαβε αρνητική απάντηση.
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης αναφέρεται και στη δραστηριότητα του Παύλου Καρρέρ μετά την επάνοδο και οριστική εγκατάστασή του στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος (Καρρέρ) πάντως συνέχισε τις επαφές του με πρόσωπα και πράγματα του ιταλικού καλλιτεχνικού κόσμου και με συνακόλουθα γεγονότα ιδιαίτερου γι’ αυτόν ενδιαφέροντος.
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης αναφέρεται και στη δραστηριότητα του Παύλου Καρρέρ μετά την επάνοδο και οριστική εγκατάστασή του στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος (Καρρέρ) πάντως συνέχισε τις επαφές του με πρόσωπα και πράγματα του ιταλικού καλλιτεχνικού κόσμου και με συνακόλουθα γεγονότα ιδιαίτερου γι’ αυτόν ενδιαφέροντος, όπως είναι η μουσική για την όπερα Fiordi Maria ([Μαριάνθη;], 1867, πρώτη παράσταση στο Θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας τον Ιανουάριο 1868), σε λιμπρέτο και πάλι του ποιητή Giovanni Caccialupi (που είχε συνθέσει και το ιταλικό, πρώτο λιμπρέτο για την όπερα Μάρκος Βότζαρης), βασισμένο στο δημοφιλές κατά τον 19ο αιώνα μυθιστόρημα Les Mysteres de Paris (Τα Μυστήρια των Παρισίων) του Γάλλου συγγραφέα Eugene Sue (1804-1857).
Εξάλλου, στη θεματική οργάνωση του βιβλίου υπ’ αυτές τις συνθήκες μετέχουν περαιτέρω ποικίλοι παράγοντες του κοινωνικοπολιτικού και του πολιτισμικού γίγνεσθαι κατά τον 19ο αιώνα και κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού, οι οποίοι διασταυρώνουν τις κειμενικές χωροχρονικές διαδρομές τους, όπως είναι μεταξύ άλλων ο κερκυραίος λόγιος ιστορικός Σπυρίδων Δε Βιάζης, ο ζακύνθιος ευπατρίδης Νικόλαος Βαρβιάνης, ο ζακύνθιος πολιτικός Κωνσταντίνος Λομβάρδος, ο ποιητής (από τον κύκλο του Διονυσίου Σολωμού) Γεράσιμος Μαρκοράς, ο έπαρχος της Ζακύνθου Γεώργιος Μεσσαλάς, ο κερκυραίος μουσικός Σπύρος Μοτσενίγος, ο γραμματέας της Γερουσίας της Ιονίου Πολιτείας Σπυρίδων Ρώμας, αλλά και ο Γερμανός μουσουργός Giacomo Meyerbeer, επιφυλακτικός θεατής στην παράσταση της όπερας La Rediviva στο Θέατρο Carcano του Μιλάνου τον Μάρτιο 1856.
Το πλούσιο υλικό του βιβλίου διεκπεραιώνει λόγος πυκνός, παραστατικός, ενισχυμένος με την αμεσότητα της προφορικής επικοινωνίας, ο οποίος αποτυπώνει και στην προκειμένη περίπτωση την κριτική, συγκριτική, συνθετική σκέψη του Διονύση Ν. Μουσμούτη.
Η έκδοση ολοκληρώνεται με εξαιρετικά ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό, με ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, με βιβλιογραφική αναφορά σε λιμπρέτα έργων, με τα οποία η μουσική του Παύλου Καρρέρ είχε άμεση ή έμμεση συνάρτηση, καθώς και με ευρετήριο ονομάτων που εμπλέκονται ποικιλοτρόπως στη σύνθεση του κειμενικού κόσμου στο βιβλίο. Τα παρακειμενικά αυτά δεδομένα προσφέρουν εναύσματα για μια ελεύθερη περιήγηση σε σημασιολογικά και αισθητικά πεδία εντός και εκτός του βιβλίου, μέσα από τις γοητευτικές ατραπούς της τέχνης.
Με αυτές τις προϋποθέσεις το συγκεκριμένο βιβλίο του Διονύση Ν. Μουσμούτη λειτουργεί ως ένα σύγχρονο εργαλείο όχι μόνον για τη διατύπωση επιχειρηματολογίας περί ειδικών ζητημάτων της μουσικής δημιουργίας, αλλά και για την απόδοση της διαλεκτικής σχέσης που διατηρεί ένας δημιουργός με την τέχνη, ανεξάρτητα από βιογραφικές ή ιστορικές παραμέτρους που προσδιορίζουν τη φυσική παρουσία του ως παράγοντος πολιτισμού σε συγκεκριμένες χωροχρονικές συγκυρίες. Πράγμα που σημαίνει ότι το βιβλίο αυτό απευθύνεται (και) στα ενδιαφέροντα μιας ευρύτερης, πέραν των ειδικών, κοινότητας αναγνωστών.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δημιουργός σκηνικής, φωνητικής και ενόργανης μουσικής, ο Καρρέρ θα βρει τη βαθύτερη έκφρασή του στο συνθετικό είδος της όπερας, ενώ ταυτόχρονα θα αναδειχθεί ως εμβληματική φυσιογνωμία στη διαδικασία εισαγωγής και διάδοσης του μουσικού θεάτρου όπερας στον ελληνικό χώρο. Η προτίμησή του για το είδος της όπερας δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία, αλλά αποδίδεται αφενός στην ιταλική μουσική παιδεία του και αφετέρου στις εκφραστικές δυνατότητες που προσφέρει η ίδια η φύση της όπερας. Συγκεκριμένα, ο επί σκηνής συνδυασμός της μουσικής με τον λόγο και τη δραματική πράξη φέρει το είδος σε θέση προνομιακή τον 19ο αιώνα, καθώς η όπερα ευνοεί τη σφαιρικότερη έκφραση του εθνισμού, αφού διαθέτει τα παραστατικά μέσα ώστε να αξιοποιήσει και να προβάλει την εθνική θεματολογία πιο εύκολα από τα υπόλοιπα μουσικά είδη».
Παύλος Καρρέρ
Η "σκοτεινή" περίοδος (1850-1857)
Διονύσης Ν. Μουσμούτης
Πλέσσα 2017
Σελ. 144, τιμή εκδότη €9,30