Για το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου «Δημήτρης Δημητριάδης – Το θέατρο του Ανθρωπισμού» (εκδ. Σοκόλη).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Για τον Δημήτρη Δημητριάδη δεν χρειάζονται συστάσεις. Ωστόσο, έχουμε ανάγκη από μελέτες πάνω στο έργο και τη σκέψη του. Σε αυτήν την κατεύθυνση εγγράφεται το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου, αναπληρώτρια καθηγήτρια θεατρολογίας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ, με τίτλο Δημήτρης Δημητριάδης – Το θέατρο του Ανθρωπισμού.
Ο στόχος του Δημητριάδη είναι να τεθεί το θέατρο στην υπηρεσία ενός νέου ανθρωπισμού, δηλαδή «την αναζήτηση του ανθρώπου στην ολότητά του, χωρίς αναστολές, όρια ή σχετικότητες».
Η μελέτη της Εξάρχου αντλεί, εκτός από το κατατεθειμένο έργο του Δημητριάδη, και από ανέκδοτα έργα και αδημοσίευτα άρθρα του. Με ευσύνοπτο τρόπο, παρουσιάζεται εισαγωγικά η σύγχρονη θεατρική συνθήκη με βάση καταρχάς μία σειρά αποκλίσεων από τον παραδοσιακό, αριστοτελικό κανόνα και με αναφορά σε σύγχρονους Γάλλους θεωρητικούς του θεάτρου (Jean-Pierre Sarrazac, Catherine Naugrette), αλλά και η συνθήκη της γραφής και της λογοτεχνίας γενικότερα, μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας (Maurice Blanchot, Alain Badiou, αλλά και με πολλούς απόηχους από Jacques Derrida). Στην εισαγωγή επίσης, τίθεται όλο το βασικό πλαίσιο της προβληματικής του Δημητριάδη, μορφοποιημένο μέσα από τις δικές του διατυπώσεις, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στις συνεντεύξεις του και στα θεωρητικής υφής κείμενά του, με βασικότερο ίσως το Η εμπράγματη φαντασία. Μια πολύπλευρη συνεύρεση (Ίνδικτος, 2007). Η Εξάρχου απομονώνει τα τρία βασικά ερωτήματα του Δημητριάδη: Τι είναι θέατρο; Ποιος είναι ο ρόλος του θεάτρου σήμερα; Τι θεάται ο θεατρικός συγγραφέας; Και στα τρία, το επίκεντρο γύρω από το οποίο δομούνται οι απαντήσεις είναι η «σκηνική μεταφορά της ανθρώπινης φύσης σε όλο το εύρος της». Αυτή η προσέγγιση, θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτό που αντιλαμβάνεται ο θεατρικός συγγραφέας (και σκηνοθέτης, θεωρητικός, ποιητής, σεναριογράφος) Edward Bond ως «έσχατο σκοπό του θεάτρου», που είναι «να δημιουργεί την ανθρώπινη εικόνα». Αντίστοιχα, ο στόχος του Δημητριάδη είναι να τεθεί το θέατρο στην υπηρεσία ενός νέου ανθρωπισμού, δηλαδή «την αναζήτηση του ανθρώπου στην ολότητά του, χωρίς αναστολές, όρια ή σχετικότητες».
Στην διερεύνηση αυτής της έννοιας του ανθρωπισμού, μέσα από δύο διαφορετικές οπτικές, είναι που δομεί τη μελέτη της η Εξάρχου. Η πρώτη οπτική είναι θεωρητική, η δεύτερη δραματουργική-σκηνική. Στην πρώτη αφιερώνονται οι δύο πρώτες ενότητες του βιβλίου. Στη δεύτερη αφιερώνεται η τρίτη και τελευταία ενότητα.
Στην πρώτη ενότητα η Εξάρχου αναφέρεται στις συντεταγμένες του ανθρωπισμού που υποστηρίζει ο Δημητριάδης: το ανθρώπινο (ο κατακερματισμός και η ανασύστασή του), το θεϊκό (η καλλιτεχνική και ποιητική πλευρά του ανθρώπου), το τραγικό (η αστοχία της ανθρωπινότητας στον άνθρωπο, αλλά και η αποδοχή της), η κάθαρση (ο αναστοχασμός και η συνειδητοποίηση του σκιώδους της ανθρώπινης υπόστασης).
Η σύζευξη ανάμεσα σε πάσχων λόγο και πάσχον σώμα είναι ο δραματουργικός άξονας γύρω από τον οποίο ορίζεται το θέατρο του Δημητριάδη: το σώμα ως φορέας του πόνου σε όλες του τις εκδοχές.
Στη δεύτερη ενότητα, η έμφαση μετατοπίζεται στα υλικά του ανθρωπισμού, τα οποία είναι δύο, σύμφωνα με την Εξάρχου: ο πόνος και ο πόθος. Και στις δύο περιπτώσεις, η αναφορά στο σώμα είναι προφανής. Το σώμα συνδέεται με τον λόγο και ο πόνος του σώματος αναγνωρίζεται συμμετρικά ως πάθηση του λόγου. Η σύζευξη ανάμεσα σε πάσχων λόγο και πάσχον σώμα είναι ο δραματουργικός άξονας γύρω από τον οποίο ορίζεται το θέατρο του Δημητριάδη: το σώμα ως φορέας του πόνου σε όλες του τις εκδοχές. Ο πόνος ως όχημα για να προσεγγιστεί το αδιερεύνητο της ανθρώπινης φύσης. Ο πόθος, ως η σχέση του προσώπου με την άγνωστη πλευρά του, ως η έλλειψη του ανθρώπου από τον άνθρωπο σε όλες τις εκδοχές της.
Στην τρίτη και τελευταία ενότητα η Εξάρχου εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η δραματουργική φόρμα τίθεται στην υπηρεσία του ανθρωπισμού. Η δραματουργική φόρμα ορίζεται στην περίπτωση του Δημητριάδη ως «ένα νέο σύμπαν, όπου ο άνθρωπος και ό,τι καθορίζει τη ζωή του μετατρέπονται σε σκηνική τέχνη». Οι βασικές τεχνικές τις οποίες χρησιμοποιεί ο Δημητριάδης για να δώσει υπόσταση στη δραματουργική του φόρμα είναι τρεις: η αγωνία των λέξεων (οι λέξεις που είναι πάντα σε έλλειψη, εκκρεμότητα ή και καθυστέρηση), η αντιστροφή ή συνέχιση του μύθου (η νέα ζωή που επιφυλάσσει ο συγγραφέας στους μυθικούς ήρωες), η αφηγηματική φόρμα (βασικός προσανατολισμός της είναι η θεατρικότητα η οποία καθιστά το αόρατο ορατό, το πνευματικό ένσαρκο, απτό).
Η μελέτη της Εξάρχου είναι μία σημαντική συνεισφορά στην κατανόηση του έργου του Δημήτρη Δημητριάδη και γενικότερα των μετατοπίσεων στη θεωρία και την πράξη του θεάτρου. Οι πηγές, ο υπομνηματισμός και η βιβλιογραφία στο τέλος πείθουν όχι μόνο για την αρτιότητα της μελέτης, αλλά και για τη χρησιμότητά της. Το βιβλίο καλύπτει όλο το φάσμα της σύγχρονης θεωρίας του θεάτρου, τις διασταυρώσεις με τη σύγχρονη φιλοσοφία, τις διασυνδέσεις ανάμεσα στο ηθικό, το πολιτικό και το αισθητικό. Το κυριότερο όμως είναι ότι το βασικό φίλτρο ανάγνωσης είναι αυτό που ορίζεται τελικά από τη θεωρία και τη δραματουργία του Δημητριάδη. Παρά το γεγονός ότι το βιβλίο κινητοποιεί μία σειρά από έννοιες, σε μία γραφή μεγάλης πυκνότητας, οι εξηγήσεις και η ανάλυση της Εξάρχου καθιστούν προσιτή τη μελέτη της και από ένα αναγνωστικό κοινό το οποίο δεν είναι απαραίτητα εξοικειωμένο με τη θεωρία του θεάτρου και το ίδιο το θέατρο του Δημητριάδη.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Καλλιόπη Εξάρχου
Σοκόλη 2016
Σελ. 96, τιμή εκδότη €12,70