Τι είναι σύγχρονη τέχνη; Σε αυτό το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο Σταύρος Τσιγκόγλου με τη συλλογή 42 άρθρων του που εκδόθηκαν υπό τον τίτλο Σύγχρονη Τέχνη (Καστανιώτης).
Της Μαρίας Γιαγιάννου
Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά όταν συμβαίνει πρέπει να το αναγνωρίσουμε: υπάρχουν ηλικιωμένοι που σφύζουν από νεότητα και με την ορμή τους κατατροπώνουν ορδές από σοβαρούς νεότερους διανοούμενους.
Στα εικοσιπέντε μου χρόνια επισκέφθηκα πρώτη φορά το Λονδίνο. Έμεινα στο φιλόξενο σπίτι μιας φίλης με όμορφα λευκά μαλλιά, συνταξιούχου νομικού, η οποία, λίγο πριν τα ογδόντα, τελείωνε τις σπουδές της στην ψυχολογία, ήταν ανάδοχος γονέας άπορων παιδιών της Αφρικής, ενεργή ακτιβίστρια σε διάφορους κοινωνικούς τομείς, επιπλέον γνώριζε και μετέδιδε με ζήλο τα μυστικά του Λονδίνου, όπου κινούνταν με χαρακτηριστική άνεση και, last but not least, αγαπούσε πολύ τη σύγχρονη τέχνη. Αντιμετώπιζε ως καθήκον της να ενημερώνεται τακτικά για τις νέες αφίξεις στις γκαλερί και στα μουσεία, για τα βραβεία και για τους πιο τρελούς και αμφιλεγόμενους καλλιτέχνες της μόδας. Μαζί της πρωτοπήγα στις ψαγμένες γκαλερί του Λονδίνου –τη Whitechapel, τη White Cube, τη Serpentine– αλλά και σε καταγώγια δίχως όνομα όσο και στο Barbican και στη συλλογή Saatchi και φυσικά στις Tate. Επίσης, βρεθήκαμε μαζί σε βραβεύσεις και συζητήσεις καλλιτεχνικού φοιτητόκοσμου, όπου εκείνη πρωτοστατούσε με τις ευθύβολες ερωτήσεις της και το «φουτουριστικό» της πνεύμα.
Αναφανδόν υπέρ των πειραματισμών της σύγχρονης τέχνης και φίλη της video-art και της εννοιολογικής, η γυναίκα αυτή μου έδειχνε χωρίς προσπάθεια πώς ένας νέος άνθρωπος (εγώ) μπορεί να είναι βαρύς σαν Υπερσυντέλικος, ενώ ένας σχεδόν ογδοντάρης (εκείνη) μπορεί να είναι ζωηρός σαν (ασυντέλεστος ακόμη) Μέλλων. Σκεφτείτε σε ένα παγκάκι μια τυπική γιαγιά που διαβάζει Πίντσον και δίπλα της μια cool εικοσιπεντάχρονη που διαβάζει Λουντέμη (!) και τώρα μεταγράψτε το σε εικαστικό περιβάλλον: καθώς εγώ θαύμαζα την έκθεση Μονέ-Γουίσλερ στην Tate Britain, εκείνη θαύμαζε στον τοίχο το ίχνος από blue-tuck του Μάρτιν Κριντ. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Και για να φτάσω στο προκείμενο, αν εκείνη η γυναίκα είχε γράψει ένα βιβλίο για την τέχνη, πιστεύω ότι θα ήταν γραμμένο με το πάθος του συγγραφέα του τόμου «Σύγχρονη Τέχνη», Σταύρου Τσιγκόγλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ίσως εκείνης να ήταν λίγο πιο πρωτοποριακό στα γούστα και αρκετά πιο ψυχρό στο ύφος. Το ανά χείρας βιβλίο δεν κρύβει την προτίμηση του συγγραφέα στη ζωγραφική (ο οποίος ωστόσο δεν παύει να είναι δεκτικός θεατής κάθε πειραματισμού) και μαρτυρά τη νοσταλγία του για την χαμένη ομορφιά, καθώς επίσης έχει πολύ συχνά προσωπικό τόνο, μιας που πρόκειται, στο μεγαλύτερο μέρος του, για συρραφή άρθρων με ελεύθερο ύφος, που πρωτογράφτηκαν για την εφημερίδα «Τα Νέα της Τέχνης», από το 2009 έως το 2014.
Η ποικιλία της σύγχρονης τέχνης
Σύμφωνα με τον γερμανό ιστορικό τέχνης Hans Belting, όπως μας πληροφορεί ο Τσιγκόγλου στην εισαγωγή του πλούσιου βιβλίου των περίπου 450 σελίδων, η παγκοσμιοποιημένη τέχνη γεννήθηκε το 1989. Όπως είναι φυσικό, στη γένεση αυτή οδήγησε μια σειρά από υπόγειες όσο και θεαματικές μετατοπίσεις, σαν εκείνες που οδηγούν κάθε φορά την τέχνη στην επόμενή της φάση. Αναμφίβολα, με τη βοήθεια των θεωρητικών κατατάξεων και με δεδομένη την αλυσιδωτή επιρροή μεταξύ των καλλιτεχνών, κάθε τάση περιχαρακώνεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εντός της ευρύτερης Ιστορίας και σύντομα προβάλλει ανάγλυφη, με το αποκορύφωμά της να συγκεντρώνεται στους θεσμικούς χώρους που την αναδεικνύουν και τη νομιμοποιούν: το Μουσείο, τη μεγάλη διεθνή Έκθεση και τη φημισμένη Γκαλερί. Η τάση που από πολλούς ονομάζεται «μεταμοντέρνα τέχνη» και που έχει επίσης ονομαστεί «νεο-αβανγκάρντ», «μετα-αβανγκάρντ», «μετα-αποικιοκρατική», «μετά-ιστορική», «τέχνη μετά το τέλος της τέχνης» και «μετα-αφηγηματική» (τους όρους παραθέτει ο συγγραφέας) είναι, εν πολλοίς, η λεγόμενη «Σύγχρονη Τέχνη».
Η τάση που από πολλούς ονομάζεται «μεταμοντέρνα τέχνη» και που έχει επίσης ονομαστεί «νεο-αβανγκάρντ», «μετα-αβανγκάρντ», «μετα-αποικιοκρατική», «μετά-ιστορική», «τέχνη μετά το τέλος της τέχνης» και «μετα-αφηγηματική» είναι, εν πολλοίς, η λεγόμενη «Σύγχρονη Τέχνη».
Ο όρος «Σύγχρονη Τέχνη» (την εγκυρότητα του οποίου αμφισβητεί, για παράδειγμα, ο πάντα πολεμικός Πωλ Βιριλιό) δεν χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κυριολεκτική της σημασία, δηλαδή την τέχνη που συμβαίνει τώρα. Υποδηλώνει και μια ειδολογική κατάταξη, την ιδιαίτερη μορφολογία της τέχνης των τελών του 20ου και του τρέχοντος 21ου αιώνα με τα γνωρίσματα που συνδέουν τα σύγχρονα έργα τέχνης μεταξύ τους. Τούτο δεν σημαίνει ότι τα έργα σύγχρονης τέχνης μοιάζουν. Κάθε άλλο μάλιστα. Γι' αυτό και είναι πάντοτε μια μεγάλη πρόκληση να «βρεις τις ομοιότητες» στην μεταμοντέρνα-σύγχρονη τέχνη. Ενδεχομένως η έντονη ποικιλομορφία είναι και η αιτία που ο θεωρητικός λόγος ανθεί στις μέρες μας, στην προσπάθεια να περι-ορίσει την πολυμορφική ταυτότητα της τέχνης και να διευκολύνει την κατανόησή της.
Είναι καταφανές ότι ο Τσιγκόγλου έχει «εκτεθεί» σε έναν μεγάλο όγκο σύγχρονης τέχνης και έχει παιδευτεί, μέσα από υπομονετική επιτόπια μελέτη και αναστοχασμό, για να κατανοήσει και να αφηγηθεί τις ομοιότητες, τις διαφορές, την αισθητική αξία, το κοινωνικό μήνυμα, την πολιτική στάση, την πρόσληψη από το κοινό, την δύναμη των θεσμών και του Κεφαλαίου, την επιρροή των θεωρητικών, την προσωπική γοητεία των καλλιτεχνών. Πριν δώσει την πάσα στο κυρίως θέμα του, κλείνει την εισαγωγή του με έναν προβληματισμό σε σχέση με την πολύπλοκη μορφολογία της σύγχρονης τέχνης, προσυπογράφοντας την διερώτηση του E.H. Gombrich «μήπως δεν υπάρχει στ' αλήθεια τέχνη και υπάρχουν μόνο καλλιτέχνες;»
Ακτινογραφία της τέχνης
Το βιβλίο του Τσιγκόγλου, ο οποίος συνδυάζει την ιδιότητα του χειρουργού παίδων και καθηγητή χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών με εκείνη του λάτρη των τεχνών, καθώς έχει γράψει τρία ακόμα βιβλία για τις εικαστικές τέχνες, έχει επιμεληθεί επιτυχημένες ομαδικές εκθέσεις και είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης, είναι μια πολύχρωμη σειρά από βιωματικά ρεπορτάζ σε εκθέσεις του εξωτερικού. Ο τόμος είναι χωρισμένος σε 41 κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο είναι αναδημοσιευμένο ως αυτόνομο άρθρο στα «Νέα της Τέχνης» και είναι αφιερωμένο σε μία ή και περισσότερες εκθέσεις, ενός ή και περισσότερων καλλιτεχνών σε διάφορα art-venues ανά τον κόσμο.
Ο Τσιγκόγλου φωτίζει τον σκελετό της σύγχρονης τέχνης, η καρδιά της οποίας χτυπάει στα μεγάλα ιδρύματα και τις διεθνείς διοργανώσεις. Μαζί του θα επισκεφτούμε, μεταξύ άλλων, το Guggenheim του Μπιλμπάο, το Haus der Kunst και το Brandhorst στο Μόναχο, την Εθνική Πινακοθήκη, την Hayward και τη Saatchi, την Tate Modern, τη Serpentine και τη Whitechapel στο Λονδίνο, το MAXXI και το Macro της Ρώμης, το Pompidou και το Μουσείο Ροντέν του Παρισιού, το CaixaForum στη Μαδρίτη, το ίδρυμα Χουάν Μιρό στη Βαρκελώνη, το New Museum της Νέας Υόρκης, το Kunsthaus της Ζυρίχης, το Kunsthistorische της Βιέννης, το ICA της Βοστόνης, το Stedelijk του Άμστερνταμ, το UCCA στο Πεκίνο και βεβαίως διαδοχικές μπιενάλε της Βενετίας, Monumenta και Documenta καθώς και την World Expo της Σανγκάης.
Η Αφροδίτη των κουρελιών, 1967 Μικελάντζελο Πιστολέτο
|
Η αγορά της τέχνης
Αγορά της τέχνης: «ένας χώρος όπου κυριαρχεί ο νεοπλουτισμός, η φιγούρα, η σπέκουλα, η μπλόφα, η έλλειψη εικαστικής παιδείας-αισθητικής άποψης, η επιδειξιομανία, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος [...] η απληστία, ο παραλογισμός μέχρις υστερίας».
Από την γενική εποπτεία του συγγραφέα δεν λείπει ο προβληματισμός σε σχέση με την αγορά της τέχνης. Η μελέτη της λειτουργίας των δημοπρασιών αποκαλύπτει την αστρονομική άνοδο της σύγχρονης τέχνης στο χρηματιστήριο των αξιών μεταξύ 1993-2003, τη στροφή των συλλεκτών στα νέα μεταμοντέρνα ονόματα, που υπερσκέλισαν τους προσφερόμενους μοντερνιστικούς πίνακες, τη μετατροπή των συλλεκτών σε celebrities «όπως ο ταξιτζής Robert Scull, ο διαφημιστής Charles Saatchi, ο χρηματιστής Steven Cohen και ο κυρίαρχος των ειδών πολυτελείας Francois Pinault». Ο συγγραφέας αναφέρεται στην πτώση της αγοράς τέχνης ως συνέπεια της χρηματοοικονομικής κρίσης και στην ενδιαφέρουσα τελευταία αναλαμπή της αγοράς με τη δημοπρασία έργων του Hirst στους Sotheby's το 2008, η οποία ξεπούλησε σε τιμές ρεκόρ τη στιγμή που η Lehman Brothers κήρυσσε πτώχευση.
Η αγορά της τέχνης είναι «ένας χώρος όπου κυριαρχεί ο νεοπλουτισμός, η φιγούρα, η σπέκουλα, η μπλόφα, η έλλειψη εικαστικής παιδείας-αισθητικής άποψης, η επιδειξιομανία, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος [...] η απληστία, ο παραλογισμός μέχρις υστερίας. (Το 35% των παρόντων στον πλειστηριασμό του Hirst πήγαινε για πρώτη φορά)». Ο συγγραφέας ασκεί την κριτική του στη λίστα των ισχυρών, υπογραμμίζοντας το έλλειμμα πολιτιστικού κεφαλαίου που παραγεμίζεται με οικονομικό κεφάλαιο, το οποίο, καθώς φαίνεται, για τους λίγους εξακολουθεί να περισσεύει.
Συλλέκτης παραμυθιών
The man of laughter, 1994, Yue Minjun
|
Κρατώντας τις αποστάσεις του από ιστορικούς, τεχνοκριτικούς, επιμελητές και θεωρητικούς, ο συγγραφέας πατεντάρει το δικό του, ελεύθερο από ακαδημαϊσμούς, ύφος, το οποίο διατρέχει ένα βιβλίο που συγγενεύει λιγότερο με ιστορία της τέχνης και περισσότερο με ταξιδιωτικό εγχειρίδιο αφιερωμένο στο σύγχρονο καλλιτεχνικό πανόραμα. Αυτή η συλλογή άρθρων μοιάζει να είναι γραμμένη με το ζήλο συλλέκτη εμπειριών και όχι από «επάγγελμα». Πράγματι, σε κάθε άρθρο ο συγγραφέας φροντίζει να μας ενημερώσει για την συνολική εμπειρία του και με τη σφαιρικότητα της αφήγησής του αποδίδει στην τέχνη τη θέση της ανάμεσα στα εγκόσμια. Με άλλα λόγια, βλέπει το έργο τέχνης τόσο ως αυτόνομο όσο και ως κοινωνικό αντικείμενο˙ μια ισορροπημένη θέαση που συνδυάζει δύο θεωρητικές τάσεις συνήθως (και κακώς) ασυμβίβαστες.
Δεν αμελεί να περιγράψει την αρχιτεκτονική του εκάστοτε μουσείου, την ιστορία της πόλης όπου βρίσκεται, τη βιογραφία των καλλιτεχνών, τα βασικά χαρακτηριστικά των έργων που ξεχώρισε ως highlights, την ατμόσφαιρα του εκθεσιακού χώρου και τέλος τις αυθόρμητες (με μερικά φάουλ αδόκιμης προφορικότητας) και συχνά συνειρμικές εντυπώσεις του. Όλα αυτά τοποθετούνται στο χαρτί με την αμεσότητα του αφηγητή και με την επιμονή του έμπειρου συλλέκτη. Όταν ένας συλλέκτης, ό,τι κι αν συλλέγει, φτιάξει το πρώτο γκρουπ αντικειμένων, εγκλωβίζεται λατρευτικά στη μανία του. Έτσι και ο Τσιγκόγλου, συνεπής στον ευφυέστατο πολιτιστικό τουρισμό του, δείχνει αποφασισμένος να μην παραλείψει καμία εμπειρία, κάνοντάς μας εντέλει συμμέτοχους και συνταξιδιώτες του.
Μερικές από τις αγαπημένες μου στιγμές είναι όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην πιθανή αντίδραση του εγγονού του. Η τρυφερότητα είναι ένα από τα στοιχεία που λείπουν από το, κατά τα άλλα, πολυδιάστατο, μελαγχολικά τσιρκολάνικο, πολυμεσικό και ανήσυχο τοπίο της σύγχρονης τέχνης, όσο και της θεωρίας της. Ανάμεσα στις αρετές του βιβλίου είναι κι αυτή η ανθρώπινη τρυφερότητα, καθώς και η προσφορά στον αναγνώστη ενός αληθινού, ένσαρκου βιώματος μπροστά σε κάθε έργο τέχνης˙η περιγραφή μιας εμπειρίας συνδυασμένης με τη γνώση και φιλτραρισμένη από το μυαλό ενός έμπειρου θεατή, πλην όμως όχι ως αποτέλεσμα σκληροπυρηνικής θεωρίας, αλλά αυθεντικού προσωπικού ενδιαφέροντος. Ο εγγονός του συγγραφέα θα πρέπει να είναι περήφανος που έχει τέτοιον παππού, σωστό παραμυθά στην πρώτη γραμμή των σκληρών μύθων της σύγχρονης τέχνης.
* Η Μαρία Γιαγιάννου είναι είναι συγγραφέας και θεωρητικός τέχνης.
Σταύρος Τσιγκόγλου
Εκδ. Καστανιώτη, 2013
Σελ. 464, τιμή εκδότη € 26,63