Για το δοκίμιο της Μαριανίκης Δορμπαράκη Bernard Marie Koltès - Φαλλός του ήλιου: Ρομπέρτο Τσούκο (εκδ. Poema)
Του Νίκου Ξένιου
"Μετά την δεύτερη προσευχή, θα δεις τον δίσκο του ήλιου να εκδιπλώνεται και θα δεις να κρέμεται απ'αυτόν ο φαλλός, η καταγωγή του ανέμου. Και, αν στρέψεις το πρόσωπό σου στην ανατολή, θα μετακινηθεί κι αυτός, και, αν στρέψεις το πρόσωπό σου στη δύση, θα σε ακολουθήσει".
(Λειτουργία του Μίθρα, όπως την ανέφερε ο Καρλ Γιουνγκ σε συνέντευξή του στο BBC).
Η μελέτη της Μαριανίκης Δορμπαράκη Bernard Marie Koltès-Φαλλός του ήλιου: Ρομπέρτο Τσούκο επιχειρεί μιαν αναλυτική ανάγνωση του θεατρικού έργου Ρομπέρτο Τσούκο του Μπερνάρ Μαρί Κολτές. Αναφερόμενη πρωτίστως στον βίο του συγγραφέα, κατόπιν διερευνώντας το έργο σε επίπεδο συμβολισμών σκηνή προς σκηνή και, τέλος, προτείνοντας περαιτέρω δραματουργική του προσέγγιση με βάση τη λειτουργία του ηλιακού συμβόλου, η κυρία Δορμπαράκη αντικρύζει, στον Ρομπέρτο Τσούκο, το αγγελικό και ταυτόχρονα διαβολικό πρόσωπο ενός ωραίου νέου που, έχοντας υπάρξει καλός μαθητής και γιος, προβαίνει στα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων και διαπραγματεύεται τη μοίρα του στη βάση της φονικής βίας.
Ξαναδιαβάζοντας τον Ρομπέρτο Τσούκο: ο φόνος ως δημόσιο θέαμα
Ο ήλιος (όπως το φεγγάρι, στο έργο του Λόρκα) διατηρεί κεντρική θέση στο έργο Ρομπέρτο Τσούκο, συμβολίζοντας τον «αρσενικό» συνοδοιπόρο του νεαρού εγκληματία, τον αρωγό και το credo του, καθώς και την οδό προς την πτώση του.
Στο δοκίμιο Φαλλός του ήλιου-Ρομπέρτο Τσούκο, ο ήλιος (όπως το φεγγάρι, στο έργο του Λόρκα) διατηρεί κεντρική θέση στο έργο Ρομπέρτο Τσούκο, συμβολίζοντας τον «αρσενικό» συνοδοιπόρο του νεαρού εγκληματία, τον αρωγό και το credo του, καθώς και την οδό προς την πτώση του. Το επιχείρημα είναι πως ο ήλιος, παραμένοντας αρχετυπικό σύμβολο ήδη από τον μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου, εντάσσεται στη «σουρρεαλιστική», κατά τη συγγραφέα, δραματουργία του έργου, που υπερβαίνει –βεβαίως– την απλή ανάγνωση του φόνου ως εγκλήματος και την απλοϊκή προσέγγιση του αποτρόπαιου υπό το ηθικό πρίσμα της καθημερινότητας, εφόσον εγγίζει την τραγικότητα των ηρώων της Τραγωδίας και μοιράζεται τον «απόλυτο προορισμό» της δικής τους μοίρας. Η μελέτη βασίζεται σε μια συνέντευξη που έδωσε ο Γιουνγκ στο BBC στις 12 Οκτωβρίου του 1959[1], όπου η γνωριμία του θεού Μίθρα-Ήλιου παρουσιάζεται, εν ολίγοις, ως εξοικείωση του μυούμενου με την έννοια του ηρωϊσμού. Ο σκηνοθέτης Πήτερ Στάιν διέγνωσε, σε παλαιότερη συνέντευξή του στην Αν Λωράν, την παρουσία του φόβου ως «προσώπου» στο έργο αυτό, με αποτέλεσμα να διαγνώσει την «αρχαϊκή» ιδέα της διαφάνειας του ήρωα, επιβεβαιώνοντας την –ανακριβή– φιλολογική αναφορά του Καρλ Γιουνγκ που στέκει στην προμετωπίδα του κειμένου, καθώς και την τερατώδη φύση της ανθρώπινης ενέργειας. Παράλληλα, το αίσθημα του παραλόγου ή του αναίτιου της ανθρώπινης πράξης μεταστοιχειώνεται σε θεατρική πράξη στο πρόσωπο του ήρωα-αυτουργού, που με φρενίτιδα αιμοσταγούς δολοφόνου προκαλεί το οικείο σύμπαν και τους θεούς, όχι πλέον ως στοιχείο του εν πόλει βίου αλλά ως αποδομητής του. Ο Στάιν εντόπισε, ακόμη, τη «δημόσια» απόλαυση της φονικής ενέργειας από τον σύγχρονο θεατή, που φέρει, δυνάμει, τα γνωρίσματα του δολοφόνου: στο έργο του Κολτές διέκρινε την πρόκληση οικείων συναισθημάτων που θ’ αποκάλυπταν αναμφίβολα την τερατώδη υφή της ίδιας της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η εισαγωγή στο δοκίμιο από τον Γιώργο Λαμπράκο, που επιλέγει το θέατρο του Κολτές ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της ακμής του ευρωπαϊκού θεάτρου μετά το τέλος του μοντερνισμού. Το θέατρο ακμάζει στη μεταμοντέρνα εποχή, γράφει ο Γιώργος Λαμπράκος, ενώ οι υπόλοιπες τέχνες όχι. Το «κλινικό» ποιητικό βλέμμα του Κολτές μας επιτρέπει, γράφει, να προβληματιζόμαστε, έως και στον εικοστό πρώτον αιώνα, για την αναποτελεσματικότητα του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος. Την άποψη αυτήν έρχεται να συμπληρώσει το επίμετρο του Παναγιώτη Σταματόπουλου, εντάσσοντας την ανάγνωση του δυστοπικού Ρομπέρτο Τσούκο στο πλαίσιο του Μεταμοντέρνου: «κάθε απόπειρα συσχετισμών και αναζήτησης βαθύτερου νοήματος καταρρέει από το βάρος της μεταμοντέρνας κριτικής». Την ίδια λειτουργία επιτελεί και το κομψό επίμετρο του κυρίου Τριαρίδη, που αναδεικνύει τη θηριώδη πλευρά του χαρακτήρα του Τσούκο.
Από τον Σούκο στον Τσούκο
Το αληθινό πρότυπο του συγγραφέα για τη δημιουργία του ήρωά του, ο Ρομπέρτο Σούκο, φυλακίστηκε το 1981 και πέντε χρόνια αργότερα απέδρασε από την ψυχιατρική κλινική όπου είχε εγκλεισθεί και κατευθύνθηκε στη Γαλλία με τραίνο. Τα επόμενα χρόνια έκλεψε, εκβίασε, απήγαγε και βίασε, επικηρύχθηκε στα εδάφη της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελβετίας και συνελήφθη, τελικά, στο Mestre της Βενετίας. Τον Μάρτιο του 1988 σκαρφάλωσε στην οροφή της φυλακής όπου εκρατείτο για να απειλήσει δημοσίως τους δεσμοφύλακές του και κατόπιν, ένα μήνα μετά, αυτοκτόνησε στο κελί του. Την ίδια χρονιά ο Κολτές έγραψε το τελευταίο του θεατρικό έργο, εμπνευσμένο από την υπόθεση αυτήν. Στην προσέγγιση του γάλλου θεατρικού συγγραφέα, ο Σούκο (που μετονομάζεται στο ποιητικό δημιούργημα Ρομπέρτο Τσούκο) ήταν ρευστός και διαυγής σαν το νερό, χωρίς υλική υπόσταση, ενώ το μοναδικό πράγμα που τον συγκινούσε ήταν το χυμένο αίμα των θυμάτων του. Καταλύοντας τους μεγάλους δυνάστες της ύπαρξής του, ο «βολταδόρος» αυτός του Κολτές (όπως τον αποκάλεσε η ηθοποιός Μαρία Καζαρές) πληρώνει όλο το τίμημα χωρίς να διέλθει το στάδιο της ενδοσκόπησης, όπως ο Άμλετ του Σαίξπηρ, κι επιχειρεί να κατακτήσει την απόλυτη υπαρξιακή ελευθερία αποποιούμενος τους φραγμούς οιουδήποτε ηθικού συστήματος αναφοράς.
Δολοφόνος των ίδιων των γεννητόρων του, δολοφόνος ενός ανήλικου παιδιού, ο Ρομπέρτο Τσούκο φλερτάρει με τον θάνατο και κινείται στο κατώφλι της ψύχωσης σαν «τραίνο που εκτροχιάστηκε».
Έτσι, ο Τσούκο εισάγεται από τον Κολτές στο λογοτεχνικό πάνθεον χαρακτήρων ως ο α-ήθης εγκληματίας, άξιος διάδοχος των ηρώων του Ζαν Ζενέ, του Αντονέν Αρτώ και του Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Δολοφόνος των ίδιων των γεννητόρων του, δολοφόνος ενός ανήλικου παιδιού, ο Ρομπέρτο Τσούκο φλερτάρει με τον θάνατο και κινείται στο κατώφλι της ψύχωσης σαν «τραίνο που εκτροχιάστηκε», όπως χαρακτηριστικά λέει η μητέρα του στο έργο. Ο συγγραφέας στήνει ένα «δαιμονισμένο άγγελο» ενώπιον του κοινού με στόχο να υπονομεύσει τους θεσμούς και να θεμελιώσει μιαν αιρετική ανάγνωση της ανθρώπινης πράξης. Σ’ αυτό το έργο, που αποτελεί μια τοιχογραφία της σύγχρονης εποχής, με μαστροπούς και κακούς γονείς παγιδευμένους στην έλλειψη συναισθημάτων, το νόημα του θανάτου παύει να είναι ανεξιχνίαστο και το νόημα της ζωής γίνεται αδιάφορο, ενώ η σύγχυση, ο φόβος και η απόλυτη εσωστρέφεια διαδέχονται κάθε υπαρξιακή βεβαιότητα. Τηρώντας αυτήν την προσέγγιση, ο Γάλλος δημοσιογράφος Πασκάλ Φρομάν έγραψε, τρία χρόνια μετά, το βιβλίο Je te tue. Histoire vraie de Roberto Succo assassin sans raison, ενώ ο Σεντρίκ Καν γύρισε την ομώνυμη ταινία Roberto Succo (απ' όπου και η κεντρική εικόνα με τον Stefano Cassetti).
Ο Κολτές, από το 1970 έως τον πρόωρο θάνατό του, το 1989, έγραψε και σκηνοθέτησε έργα με θέμα τους το παράλογο της ύπαρξης και το παροδικό των ανθρώπινων σχέσεων, τον ρατσισμό, την ομοφοβία, την περιθωριοποίηση και τη μοναξιά στο πλαίσιο του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής. Ο Πήτερ Στάιν πρωτοανέβασε το κύκνειο αυτό έργο στην Schaubuhne του Βερολίνου, ενώ ο Κολτές από το 1983 αρχίζει τη μεγάλη και στενή του συνεργασία με τον πρόσφατα χαμένο σκηνοθέτη Πατρίς Σερώ, που επρόκειτο ν’ ανεβάσει τα σπουδαιότερα έργα του στο Théâtre des Amandiers της Ναντέρ: Αγώνας νέγρου και σκύλων (1983), Δυτική αποβάθρα (1986), Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι (1987), Επιστροφή στη έρημο (1988).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Ρομπέρτο Τσούκο, Ταμπατάμπα, Ένα υπόστεγο στη δύση του Κολτές, μετάφραση Δ. Δημητριάδη, εκδόσεις «Άγρα», σελ. 158-162
Bernard Marie Koltès - Φαλλός του ήλιου: Ρομπέρτο Τσούκο
Μαριανίκη Δορμπαράκη
(.Poema...) 2014
Σελ. 64, τιμή € 8,52