Ο εικαστικός καλλιτέχνης, συγγραφέας και καθηγητής Ντέιβιντ Μπάτσελορ εξετάζει τη λειτουργία του χρώματος στην τέχνη στο έργο του Χρωμοφοβία (Άγρα).
Της Μαρίας Γιαγιάννου
Η σχέση των καλλιτεχνών με τους θεωρητικούς της τέχνης ήταν πάντοτε μια σχέση εξάρτησης αλλά και απεξάρτησης. Η θεωρία επηρεάζει την πράξη και η πράξη επηρεάζει την θεωρία. Συχνότατα η πράξη προσπαθεί να λειτουργήσει ως θεωρία, δηλαδή η μορφή υψώνει έναν δάκτυλο ιδεολογίας˙ δείχνει και «λέει». Ένας καλλιτέχνης και ένας θεωρητικός επιθυμούν μεν να αλληλεπιδράσουν, αλλά καθένας επιθυμεί κυρίως να δημιουργήσει την δική του επιδραστική σχολή.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν ένας άνθρωπος της πράξης, εν προκειμένω της καλλιτεχνικής πράξης, γράφει ένα βιβλίο θεωρίας. Και ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει όταν ένας θεωρητικός αποφασίζει να βάλει την θεωρία του στις δύο ή στις τρεις διαστάσεις. Εκεί είναι κανείς καταδικασμένος να ελεγχθεί για τις αντιφάσεις του. Όπως ο David Batchelor, εξίσου καλλιτέχνης και καθηγητής κριτικής θεωρίας, του οποίου το βιβλίο «Χρωμοφοβία» θα περι-διαβάσουμε στις ακόλουθες παραγράφους.
Ο Ντέιβιντ Μπάτσελορ, γεννημένος το 1955 στη Σκοτία, είναι εικαστικός καλλιτέχνης, συγγραφέας και καθηγητής κριτικής θεωρίας στο τμήμα Επιμέλειας (Curating) Σύγχρονης Τέχνης στο Royal College of Art στο Λονδίνο, ενώ έχει διατελέσει μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της Tate Britain. Έχει σπουδάσει Καλές Τέχνες και Πολιτιστική Θεωρία, έχει εκθέσει έργα του στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στη Λατινική Αμερική. Έχει εκδώσει δύο βιβλία –το “Minimalism” (1997) και το Chromophobia (2000)– και έχει επιμεληθεί το “Colour” (2008), μια ανθολογία κειμένων σε σχέση με τον ρόλο του χρώματος στην ιστορία των τεχνών. Το ζήτημα του χρώματος κατέχει κεντρική θέση στον προβληματισμό του, τόσο ως εικαστικού όσο και ως θεωρητικού. Προς το παρόν όμως, ας παρακάμψουμε τις εικαστικές του πράξεις κι ας επικεντρωθούμε στο ευκολοδιάβαστο και πολυπρισματικό βιβλίο του με τίτλο «Χρωμοφοβία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, σε προσεγμένη μετάφραση (Νατάσσας Χασιώτη) και επιμέλεια (Φαίης Ζήκα), εμπλουτισμένο με έξι έγχρωμες εικόνες.
Το χρώμα είναι περιθωριοποιημένο, άλλοτε ως ξένο κι άλλοτε ως υποδεέστερο, συνιστούσε πάντα μια κοινωνική απειλή
Η Δύση φοβάται τα χρώματα
Ο Μπάτσελορ διαγιγνώσκει στην ιστορία της δυτικής κουλτούρας μια γενικευμένη χρωμοφοβία και χρησιμοποιεί, ευφυώς επιλεγμένα, παραδείγματα από την φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική και τις εικαστικές τέχνες για να στηρίξει την επιχειρηματολογία του. Η συλλογή παραδειγμάτων του περιστρέφεται γύρω από την κεντρική ιδέα ότι το χρώμα είναι περιθωριοποιημένο, διότι εν ολίγοις, άλλοτε ως ξένο κι άλλοτε ως υποδεέστερο, συνιστούσε πάντα μια κοινωνική απειλή. Ο συγγραφέας, χαριτολογώντας, αναφέρει ότι όταν του ζήτησε η δασκάλα στο δημοτικό να φτιάξει μια γραμμή και να τη χρωματίσει δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η γραμμή αυτή ξεκινούσε από τις φιλοσοφικές αίθουσες της αρχαίας Ελλάδας, ούτε ότι ανάμεσα στην αντίθεση γραμμής-χρώματος κρύβονταν κωδικοποιημένες άλλες, σοβαρότερες αντιθέσεις. Ο Μπάτσελορ λοιπόν αναλαμβάνει να ξαναζωγραφίσει τη γραμμή του στο βιβλίο αυτό, αλλά τούτη τη φορά ως γραμμή ιστορική, πολυσήμαντη και ταυτισμένη με το χρώμα της.
Από τον εικονοκλάστη Πλάτωνα, που θεωρούσε τον ζωγράφο έναν «αλεστή και αναμείκτη πολύχρωμων φαρμάκων», και τον Αριστοτέλη, που προκρίνει τη γραμμή και υποτιμά το χρώμα γράφοντας στην Ποιητική του ότι «...μια τυχαία κατανομή των πιο γοητευτικών χρωμάτων δεν θα προκαλούσε ποτέ τόση απόλαυση όσο μια ακριβής εικόνα χωρίς χρώμα», μέχρι την σύγχρονη αρχιτεκτονική που υιοθετεί το απόλυτο λευκό ως ένα στυλ «εθελούσιας πενίας» και την εννοιολογική τέχνη που είναι κολλημένη στο ασπρόμαυρο, η ιστορία της δυτικής σκέψης παρουσιάζεται ως σοβαρά προκατειλλημένη εναντίον του χρώματος. Το χρώμα απειλεί την τάξη, όπως η σάρκα τον πουριτανό, η Ανατολή τη Δύση, η θηλυκότητα τον αρρενωπό, η βρωμιά τον καθαρό, ο πρωτογονισμός τον πολιτισμένο, η ομοφυλοφιλία τον ομοφοβικό, η παιδικότητα τον ενήλικο, τα ναρκωτικά τον νηφάλιο, η σωματική επιθυμία τον ορθό λόγο. Μπορεί το χρώμα και το σχέδιο να αλληλοσυμπληρώνονται με κοινό σκοπό τη δημιουργία μιας μορφής, αλλά δεν έπαψαν ποτέ να αντιμετωπίζονται ως φορείς αντίπαλης ιδεολογίας. Disegno versus colore (σχέδιο εναντίον χρώματος) σημαίνει, μέσα από μια σταθερή και ανανεούμενη κωδικοποίηση, τάξη εναντίον χάους.
Ο Μπάτσελορ χωρίζει το βιβλίο του σε πέντε κεφάλαια –Τα λευκά τοπία, Χρωμοφοβία, Apocalypstick, Hanunoo, Χρωμοφιλία– και τα πέντε εξαιρετικά διασκεδαστικά, λόγω της διακειμενικότητας, του χιούμορ, αλλά και της επίμονης μεροληψίας του συγγραφέα, που είναι αποφασισμένος να επαληθεύσει την υπόθεση εργασίας του. Μέσα από την πεποίθησή του ότι υπάρχει μια προκατάληψη εναντίον του χρώματος, η ιστορία της τέχνης διαβάζεται επιλεκτικά, κατακερματισμένα, αλλά ιδιαιτέρως ευχάριστα. Μπαίνουμε στο σύμπαν της Χρωμοφοβίας σαν να μπαίνουμε σε ένα πελώριο κατάλευκο σπίτι (και όντως, η αφήγηση του Μπάτσελορ ξεκινάει με την επίσκεψή του σε μια αφιλόξενη πάλλευκη έπαυλη), μόνο που το συγκεκριμένο συγγραφικό οικοδόμημα είναι απολύτως φιλόξενο. Ίσως επειδή για να μιλήσει κανείς για τον φόβο του χρώματος πρέπει να μιλήσει καταρχήν για το ίδιο το χρώμα.
Χρώμα και λογοτεχνία
Αποσπάσματα πασίγνωστων λογοτεχνικών έργων, όπως το «Μόμπυ Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, «Η Καρδιά του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ και «Ο Μάγος του Οζ» του Φρανκ. Λ. Μπάουμ, εκτενείς αναφορές σε κινηματογραφικά έργα και παραδείγματα από τον χώρο των εικαστικών, ιδίως του μινιμαλισμού, διανθίζουν το βιβλίο και συμβάλλουν στη «μαγειρική» του Μπάτσελορ. Είναι θαυμάσια η σύγκριση των συναισθημάτων του Μέλβιλ μπροστά στο υπερ-λευκό της τεράστιας φάλαινας με το συναίσθημα κενότητας μπροστά και εντός του γενικευμένου, αποχρωματισμένου λευκού μιας πουριτανικής αισθητικής, που απηχεί τον φόβο της κοινωνίας απέναντι στη φθορά. «Ελλοχεύει κάτι φευγαλέο στην βαθύτατη ιδέα αυτού του χρώματος, που φέρνει μεγαλύτερο πανικό στην ψυχή απ’ ότι η ερυθρότητα του αίματος που μας τρομάζει», γράφει ο Μέλβιλ και δίνει την πάσα, μέσω του Μπάτσελορ, στον Κόνραντ, του οποίου «η εικονογραφία στην Καρδιά του Σκότους είναι χρωματισμένη σχεδόν αποκλειστικά σε άσπρο και μαύρο», ενώ όπου εμφανίζεται χρώμα ειδοποιεί για το πλησίασμα μιας επικίνδυνης κατάστασης τόσο ανεξέλεγκτης κι αυτόνομης που καταντά μη-πραγματική.
Μια αυτόνομη, σχεδόν μη-πραγματική κατάσταση, συνυφασμένη με ένα είδος Πτώσης είναι και τα ναρκωτικά, τη σύνδεση των οποίων με το χρώμα επιχειρεί να αναδείξει ο Μπάτσελορ. Η σχέση του Aldous Huxley με τη μεσκαλίνη ή το πεϋότλ, η περιγραφή του χρώματος από τον Roland Barthes ως «μια ελάχιστη λιποθυμική κρίση», η ερμηνεία της μετάβασης της Ντόροθυ (μέσω του κυκλώνα) από ένα γκρίζο Κάνσας σε μια πολύχρωμη χώρα του Οζ ως «το ανθρώπινο όνειρο της φυγής», η πτώση του αγγέλου από τον μαυρόασπρο κόσμο των πνευμάτων στον πολύχρωμο κόσμο του έρωτα και της επιθυμίας, στα «Φτερά του Έρωτα» του Wim Wenders, και εν γένει η ανθολόγηση όλων αυτών των επινοημένων περιστατικών πτώσης στο χρώμα, επιβεβαιώνει την ιδεολογικοποίηση του χρώματος από την δυτική σκέψη και την καλλιτεχνική εικονοποιΐα, η οποία απηχεί την γενική κοινωνική αντίληψη ότι το χρώμα είναι κάτι ξένο και ψυχοδιασταλτικά απειλητικό.
Χρώμα και αρχτεκτονική
Μέσα στις δεκάδες αφηγήσεις του Μπάτσελορ, ξεχωρίζουμε την εμπειρία του Le Corbusier καθώς απεκδύεται τη λατρεία της Ανατολής και μυείται στην λατρεία του ασβέστη. Το πρώτο πράγμα που εξέδωσε ο Λε Κορμπυζιέ, ο σπουδαίος κήρυκας της σχεδιαστικής λιτότητας, είναι παραδόξως μια «εκστατική κατάδυση στο χρώμα», το Ταξίδι στην Ανατολή γραμμένο το 1911, εκδοθέν το 1965. Η καταλυτική στιγμή μεταστροφής του αρχιτέκτονα είναι η γνωριμία του με την Ακρόπολη. «Δεν θα ξαναδώ μήτε το Τζαμί του Ομάρ ούτε τις πυραμίδες. Ωστόσο γράφω με μάτια που είδαν την Ακρόπολη και φεύγω χαρούμενος. Ω! Φως! Μάρμαρα! Μονοχρωμία!» Και κάπως έτσι ο Λε Κορμπυζιέ, μαγεμένος από τον (αποχρωματισμένο) Παρθενώνα και φοβισμένος από τον αυξανόμενο μαζικό χρωματισμό των πάντων από το Kitsch, περνάει σταδιακά όλα του τα πολύχρωμα όνειρα ένα χέρι ριπολίνη, υπό το νέο του πρόταγμα: τον μύθο της λευκότητας.
Το χρώμα φέρει εκ γενετής το στίγμα του επιφανειακού, αυτού που έχει την ιδιότητα να παραποιεί την αλήθεια
Η λατινική λέξη colorem είναι συγγενική με το celare, που σημαίνει κρύβω ή καλύπτω. Το χρώμα φέρει εκ γενετής το στίγμα του επιφανειακού, αυτού που έχει την ιδιότητα να παραποιεί την αλήθεια. Αντιμετωπίζεται όχι ως δομικό μέρος των πραγμάτων αλλά ως ένα καλλυντικό. Ο Καντ γράφει ότι «τα χρώματα ζωντανεύουν το αντικείμενο για τις αισθήσεις, αλλά δεν μπορούν να το κάνουν ούτε άξιο ενατένισης ούτε ωραίο». Ο Μπάτσελορ δεν αμελεί φυσικά να αναφέρει και την αντίθετη πλευρά, όπου το καλλυντικό χρώμα εμφανίζεται ως κάτι το θετικό, όπως στην περίπτωση του Μπωντλαίρ, ο οποίος εκθειάζει τη χρήση του χρώματος ως ένδειξη πολιτισμού παρά πτώσης στην παρακμή («Ο Ζωγράφος της Σύγχρονης Ζωής»), αλλά και στην περίπτωση του βασιλιά της ποπ-αρτ Άντι Γουόρχολ. Ο Γουόρχολ επιθέτει τα κορεσμένα, τεχνητά του χρώματα στις επιφάνειες, διαστρεβλώνοντας την ακαδημαϊκή παράδοση, επιτρέποντας στο χρώμα να μην υποταχθεί στο σχέδιο, να μην ελεγχθεί από τα περιγράμματα και μετατρέπει τελικά σε μακιγιάζ όχι το χρώμα, αλλά τη γραμμή!
Χρώμα και γλώσσα
Στο κεφάλαιο Hanunoo ο συγγραφέας εξετάζει τη σχέση χρώματος και γλώσσας. Αν και ο άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει αρκετά εκατομμύρια διαφορετικά χρώματα, στα αγγλικά (και στις περισσότερες γνωστές γλώσσες) χρησιμοποιούνται από δύο έως έντεκα βασικοί χρωματικοί όροι. Πρόκειται για μια υπόθεση που πρωτοδιατυπώθηκε από τους ανθρωπολόγους Berlin και Kay το 1969 και ανασκευάστηκε από τον John Lyons το 1995 μέσω του παραδείγματος της μαλαισιοπολυνησιακής γλώσσας hanunoo. Η Hanunoo έχει τέσσερις βασικούς χρωματικούς όρους που αντιστοιχούν στο μαύρο, το άσπρο, το κόκκινο και το πράσινο. Ωστόσο, η διαφοροποίηση των όρων δεν γίνεται μέσω της χρωματικής παραλλαγής, αλλά μέσω των παραλλαγών του φωτός (φως-σκοτάδι), της υγρασίας (υγρό-ξηρό) και της φρεσκάδας (χυμώδες-αφυδατωμένο). Το συμπέρασμα είναι ότι οι χρωματικοί όροι συνδέονται –όχι με κάποια αφηρημένη αντιστοιχία, αλλά– με τη χρήση τους μέσα στο εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο. Ή όπως το θέτει ο Βίττγκενσταιν: «Δεν θα μπορούσαν το γυαλιστερό μαύρο και το μαύρο ματ να έχουν διαφορετικές ονομασίες;»
Εκεί όπου αρχίζει το χρώμα τελειώνουν οι λέξεις
Όλη αυτή η συζήτηση περί χρώματος και δυσκολίας στην ονοματοδοσία του είναι μια ιδανική βάση για να στηριχθεί το επιχείρημα ότι εκεί όπου αρχίζει το χρώμα τελειώνουν οι λέξεις. Ο John Gage αναφέρει ότι «η λεκτική γλώσσα είναι ανίκανη να ορίσει την εμπειρία του χρώματος», για την Julia Kristeva «το χρώμα ξεφεύγει από τη λογοκρισία» και για τον David Hickey «το χρώμα είναι μια θεραπεία για τη γλώσσα». Η χρωμοφιλία είναι μια θεραπεία για τη γλώσσα. Κατά κάποιον τρόπο όμως η χρωμοφοβία είναι μια αντίστροφη χρωμοφιλία ή όπως εύγλωττα το θέτει ο Μπάτσελορ «η χρωμοφοβία είναι μια αδύναμη μορφή χρωμοφιλίας... μια χρωμοφιλία χωρίς το χρώμα».
Από τη θεωρία στην πράξη
Ας επανέλθουμε τώρα στην αρχή του άρθρου μας, για να περικλείσουμε το χρώμα στο σχήμα του κύκλου. Στον προβληματισμό που τέθηκε για τη σύμπραξη και τον αλληλοαποκλεισμό θεωρίας και πράξης –θεωρητικού λόγου και εικαστικής πράξης– ας αντικαταστήσουμε τον όρο «θεωρία» με τη λέξη «σχέδιο» και τον όρο «πράξη» με τη λέξη «χρώμα». Πόσο συνεπής είναι ο συγγραφέας-εικαστικός Ντέιβιντ Μπάτσελορ όταν μετατρέπει τη θεωρία του σε πράξη; Καταφέρνει να χαρίσει στο χρώμα την αυτονομία που αξιώνει ή το υποτάσσει κι αυτός με τη σειρά του στο σχέδιο; Κοιτάζοντας τα εικαστικά έργα του, τρισδιάστατα και δισδιάστατα, διαπιστώνουμε ότι η δομή του βιβλίου του θυμίζει την εγκατάστασή του “Spectotem” (βλ. εικόνες) του 2009 (ένα έργο που κατασκευάστηκε εννιά χρόνια μετά την έκδοση της Χρωμοφοβίας). Κάθε κεφάλαιο είναι σαν ένα κουτί τακτοποιημένο πάνω στα υπόλοιπα κουτιά, μια υποενότητα με το δικό της τοπικό χρώμα. Όλα μαζί τα κουτιά συνθέτουν τη Χρωμοφοβία. Όχι μόνο θεωρητικά αλλά και εικαστικά.
Η αντινομία που διαπιστώνουμε στη σχέση της θεωρίας με την πράξη του Μπάτσελορ είναι η εξής: Δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει το χρώμα, αλλά το έχει υπό πλήρη έλεγχο. Ο Μπάτσελορ δίνει στο χρώμα την τοπική του αυτονομία, όμως το κρατά αυστηρά περιορισμένο. Τα περιγράμματά του είναι σκληρά, τα χρώματα, αν και έντονα, χρησιμοποιούνται σαν λευκά. Με άλλα λόγια, τα χρώματα του Μπάτσελορ είναι χρωμοφοβικά, με την έννοια που μας περιγράφει στο ίδιο το βιβλίο του. Είναι αντισαρκικά, αντιανατολίτικα, αντιναρκωτικά, αντιβρώμικα. Είναι χρώματα περιορισμένα στην σχεδιαστική καθαρότητα του μετα-μινιμαλισμού. Είναι χρώματα του λόγου και όχι χρώματα που ξεκινούν εκεί όπου ο λόγος σταματά. Είναι χρώματα θεωρητικά. Στην περίπτωση της εικαστικής εργασίας του η χρωμοφιλία του είναι μια αντεστραμμένη χρωμοφοβία. Στην περίπτωση της «Χρωμοφοβίας» του, είναι ξεκάθαρα χρωμοφιλικός. Εντέλει, σε όλα αυτά δεν υπάρχει τίποτε το αντιφατικό. Είναι συχνό φαινόμενο να φοβάται κανείς εκείνο που αγαπά, πόσο μάλλον όταν δεν μπορεί καν να το ονομάσει.