Της Τόνιας Μάκρα
Κτήρια ορόσημα της Αθήνας όπως το «Χίλτον» ή το Μέγαρο Μουσικής φέρουν την υπογραφή του ενώ οι πολυκατοικίες που έχτισε τις δεκαετίες του ‘50 και ‘60 «πρωταγωνίστησαν» σαν μοντέρνο και ζηλευτό σκηνικό στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες.
Ο αρχιτέκτονας του μοντερνισμού άφησε χάρη στο υψηλής αισθητικής έργο του ανεξίτηλα ίχνη στο αθηναϊκό τοπίο. Η αναδρομική του έκθεση (συνοδεύεται από λεύκωμα-κατάλογο), ταυτόχρονα με την πλούσια σε ποιότητα και μέγεθος δουλειά του αναβιώνει αριστοτεχνικά την περίοδο από τον Μεσοπόλεμο έως και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Αποκαλύπτοντας με προφανή τρόπο το γνωστό και αυτονόητο: ότι οι πόλεις μας βρίθουν ασχήμιας γιατί οι εμπνευσμένοι αρχιτέκτονες ήτανε λίγοι και η Πολιτεία ανίκανη να θεσμοθετήσει το Καλό.
Παρασκευή βράδυ στο κτήριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς οι επισκέπτες ήτανε ελάχιστοι – κάτι πρωτόγνωρο και ανησυχητικό για το μέλλον της τέχνης στην Αθήνα της κρίσης. Επιλέγω την ξύλινη ράμπα για να ανέβω στον όροφο που φιλοξενείται η έκθεση «Ο κόσμος του Εμμανουήλ Βουρέκα» ώστε να απολαύσω για πολλοστή φορά την ατμόσφαιρα του φωτισμένου αίθριου και μουσειακών χώρων που το περιβάλλουν. Στην είσοδο επιβλητική η φωτογραφία του αρχιτέκτονα. Ασπρόμαυρη απεικονίζει τον ευγενικής φυσιογνωμίας, ελκυστικό και κομψό άνδρα στην εξοχή συντροφιά με το αντίστοιχης με το αφεντικό του ομορφιάς γερμανικό λυκόσκυλο. Δύο όντα δυναμικής παρουσίας συνδεδεμένα με συναίσθημα όπως αποπνέει η κινησιολογία της εικόνας.
Έτσι ξεκινά η περιήγηση στον θαυμαστό κόσμο του αρχιτέκτονα που παραπέμπει σε σκηνές ελληνικής ταινίας ή σε εικόνες βγαλμένες από αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή. Προβάλλοντας την μεταπολεμική Αθήνα μιας αστικής τάξης σε ευμάρεια που ζει σε μοντέρνα διαμερίσματα στο Κολωνάκι ή σε επαύλεις στο Ψυχικό και την Γλυφάδα. Η Αθήνα του Ε. Βουρέκα είναι ταυτισμένη με την κοσμοπολίτικη πλευρά της πρωτεύουσας, με πολυτελείς χώρους ξενοδοχείων και σπιτιών, με υπέροχες εισόδους πολυκατοικιών, με μονοκατοικίες – επαύλεις, με νεοσύστατα για την εποχή τους μέγαρα γραφείων, με τις τουριστικές εγκαταστάσεις στις πλαζ της Βουλιαγμένης, το Καβούρι και τον Αστέρα (πλαζ και ξενοδοχείο «Ναυσικά»), αλλά και στην Θεσσαλονίκη. Εκεί όπου κάνει τα μπάνια της η ντόπια κοινωνική ελίτ και διακοπές ξένες celebrities (φωτογραφίες από τις βιτρίνες της έκθεσης που απεικονίζουν έλληνες και ξένους διάσημους της εποχής).
Η επίσκεψη στην έκθεση του Εμμανουήλ Βουρέκα είναι ένα ταξίδι στο χρόνο, με σταθμούς κτήρια τοπόσημα, διαχρονικά σημεία των αθηναϊκών μας ραντεβού. Η πολυδιάστατη παρουσίαση των δημιουργιών του (σχέδια, παλιές φωτογραφίες της εποχής που οικοδομήθηκαν τα κτήρια αλλά και φωτογραφημένα με φόντο την σύγχρονη Αθήνα, κείμενα, βίντεο πάνω στην ζωή και το έργο του), διανθίζεται με εμπορικές διαφημίσεις των δεκαετιών ‘50, ‘60, ‘70. Τόσο προϊόντων (ηλεκτρικές συσκευές, καλλυντικά, απορρυπαντικά κ.ά.), όσο και πολυκαταστημάτων - φετίχ (αρκετά από τα οποία όπως ο «Λαμπρόπουλος» υπήρξανε δικά του έργα)., αλλά και αεροπορικών εταιρειών, ξενοδοχείων, κινηματογράφων. Βήμα – βήμα η έκθεση αναβιώνει το κλίμα μιας εποχής όχι πολύ μακρινής που το μοντέρνο υπήρξε αληθινά συνώνυμο του νέου και ωραίου στη ζωή, την πόλη και τις συνήθειες των ανθρώπων. Και ίσως γι αυτό διατηρεί μέχρι σήμερα μια ελκυστική έως και ονειρική αίγλη.
Ποιος ήτανε όμως ο Εμμανουήλ Βουρέκας και γιατί δεν μάθαμε να τον συγκαταλέγουμε στους «μύθους» της σύγχρονης αρχιτεκτονικής παρόλο που όπως αποδεικνύεται τόσο από την έκθεση όσο και από το ομώνυμο λεύκωμα υπήρξε ένας πολύ σημαντικός αρχιτέκτονας με περίπου 200 έργα στο ενεργητικό του ο οποίος σφράγισε με το ύφος του την μορφή και την εξέλιξη της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής ;
Ο αρχιτέκτονας γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο (1907). Γόνος αστικής οικογένειας φεύγει μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών στο Βαρβάκειο για τη Δρέσδη όπου σπουδάζει αρχιτεκτονική. Εκεί έρχεται σε επαφή με το κίνημα του μοντερνισμού το οποίο στην Γερμανία είχε να επιδείξει σημαντικούς δημιουργούς και κορυφαία έργα. Επιστρέφει στην Αθήνα το 1929 και ξεκινά πολύ δυναμικά την επαγγελματική του σταδιοδρομία σε συνεργασία αρχικά με τον συμφοιτητή του Ρέννο Κουτσούρη.
Ήδη νεαρός αρχιτέκτονας κτίζει την περίοδο του Μεσοπολέμου τις πρώτες πολυκατοικίες (ευρύτερη περιοχή Κολωνακίου και στις τριγύρω λεωφόρους). Είναι η εποχή που ο Κωστής Μπαστιάς υπολογίζει ότι «αι στο Κολωνάκι και περί αυτό κτιζόμεναι μεγάλαι πολυκατοικίαι νεωτάτου τύπου υπερβαίνουν τας εβδομήντα» (απόσπασμα από το ομώνυμο λεύκωμα η επιστημονική επιμέλεια όπως και της έκθεσης ανήκει στην ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ και υπεύθυνης των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση - Αδάμη). Με τις πρώτες ακόμα δημιουργίες του ο Ε. Βουρέκας «καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία να εξομαλύνει τη μετάβαση από τα νεοκλασικά και εκλεκτιστικά μέγαρα στην αθηναϊκή πολυκατοικία» (στο ίδιο λεύκωμα). Χάρη στο νεωτεριστικό προσωπικό ύφος που διαμορφώνει γρήγορα θα καθιερωθεί στην αστική κοινωνία της Αθήνας που θα τον αγκαλιάσει θερμά μετά τον πόλεμο. Όταν θα κληθεί να σχεδιάσει και κατασκευάσει έργα κάθε κλίμακας και αρχιτεκτονικής κατηγορίας (μονοκατοικίες, επαύλεις, κτήρια γραφείων, τράπεζες, εκπαιδευτικά κτήρια και δημόσια, σε δικά του σχέδια βασίστηκε η ανακαίνιση και ο εκσυγχρονισμός του ύφους των όψεων στο νεοκλασικό μέγαρο που ακόμα βρίσκεται στην συμβολή Σταδίου και Κολοκοτρώνη (πρώην ξενοδοχείο Athenee Palace), το κτήριο της ΧΑΝ στην οδό Ακαδημίας,, ξενοδοχεία, χωροταξικές και πολεοδομικές μελέτες). Αρχιτεκτονήματα αντιπροσωπευτικά του μοντέρνου κινήματος όπου ο δημιουργός καταφέρνει να ενσωματώσει στοιχεία της παράδοσης, του τόπου όπου κτίζει και του κλίματος επινοώντας υψηλής αισθητικής και αφαιρετικού χαρακτήρα λύσεις.
Τη δεκαετία του ‘60 «πρωταγωνιστής» πλέον στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική σκηνή μελετά και κτίζει το ξενοδοχείο «Χίλτον» σε συνεργασία με τους Προκόπη Βασιλειάδη, Σπύρο Στάϊκο και Αντώνη Γεωργιάδη. Στα εγκαίνιά του ο Κόνραντ Χίλτον το χαρακτηρίζει σαν «ένα κομψό και ήρεμης αξιοπρέπειας μνημείο του 20ου αιώνα». Το τελευταίο του μεγάλο έργο ήτανε η μελέτη του Μεγάρου Μουσικής από την οποία πραγματοποιήθηκαν μόνον οι όψεις δεκαετίες αργότερα.
Ευγενής εκ φύσεως, άνθρωπος με ξεχωριστή καλοσύνη και καλός εργοδότης όπως έχει λεχθεί, είχε το γραφείο του στην οδό Μουρούζη στο ισόγειο δικής του πολυκατοικίας με καταπράσινο κήπο. Αργότερα αποσύρθηκε στην Κηφισιά όπου έζησε μέχρι το θάνατό του το 1992. Είχε την τύχη να βιώσει νωρίς την επαγγελματική καταξίωση και με τη δουλειά του να επηρεάσει καθοριστικά την πορεία της αρχιτεκτονικής. Παθιασμένος με την τέχνη του «δεν αναζήτησε ποτέ ακαδημαϊκούς τίτλους και θέσεις ούτε κατέβαλε προσπάθειες να προβληθεί προσωπικά. Το έργο του προκάλεσε τόσο θετικές όσο και αρνητικές αντιδράσεις, δίκαιες και άδικες». Υπήρξε όμως ευθύς και ειλικρινής και μάλλον όπως αντιλαμβανόμαστε ποτέ δεν μάσησε τα λόγια του σχετικά με ζητήματα του κλάδου.
Η έκθεσή του είναι μια αποκάλυψη του πλούσιου, κοσμοπολίτικου έργου του που αποτελεί το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας Ελλάδας του πάθους και της δημιουργικότητας . Και μιας αρχιτεκτονικής του μέτρου, της ομορφιάς και της αρμονίας. Όπως αντιλαμβανότανε τους όρους αυτούς ο αρχιτέκτονας που -μετά από όσα είδα και διάβασα- σκέφτομαι ότι σίγουρα υπήρξε ένας veritable πολίτης του κόσμου, με διεθνείς επιρροές και προσωπικό όραμα.
Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς, Πειραιώς 138, τηλ. 210 3453111, διάρκεια μέχρι 2 Δεκεμβρίου. www.benaki.gr , Το υλικό της έκθεσης προέρχεται από το προσωπικό αρχείο – ευγενική προσφορά του γιού του Ανδρέα Βουρέκα – Πεταλά. Ο σχεδιασμός της ωραίας έκθεσης ανήκει στην αρχιτέκτονα Ναταλία Μπούρα. Το λεύκωμα «Ο κόσμος του Ε. Βουρέκα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μέλισσα».
Τιμή: € 58,58, σελ. 256