Tης Βίκυς Βασιλάτου
Ο σουρεαλιστής ζωγράφος μου συστήθηκε μέσω της τέχνης του πριν αρκετά χρόνια. Ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Κάθε πίνακάς του κι από δεκάδες μηνύματα για να επεξεργαστεί το μυαλό μου. Κάθε κόσμημά του κι από δεκάδες πόθους να τα κάνω δικά μου.
Κάθε τρελαμένο του βλέμμα κι από δεκάδες απορίες για το τι κρύβεται πίσω από αυτό. Μηνύματα, πόθοι και απορίες που αντί να λιώσουν όπως τα ρολόγια του, σε κάθε έκθεση ή βιβλίο που διαβάζω, αναζωπυρώνονται. Υποταγμένη σ’ έναν ασυγκράτητο παβλοφισμό, όποτε ακούω κάτι γύρω από το όνομα «Νταλί», σαν τηλεκατευθυνόμενη, τρέχω να το μάθω, να το ανακαλύψω, να το κάνω κτήμα μου. Η βιβλιοθήκη μου μετρά αμέτρητους καταλόγους εκθέσεων και μουσείων, άλλες τόσες βιογραφίες, άλλα τόσα βιβλία με πρωταγωνιστή αυτόν τον -κατά πολλούς- αλλοπρόσαλλο καλλιτέχνη. Και ένα από αυτά φέρει τον τίτλο: Ο Νταλί κι εγώ, Μια σουρεαλιστική ιστορία.
Στέκει δίπλα μου και με κοιτά με «γουρλωμένη» απορία για το τι θα γράψω για αυτό. Για το αν πίστεψα ό,τι διάβασα. Για το αν ο συγγραφέας, Σταν Λόρισενς, κατάφερε να τον ρίξει από το βάθρο στο οποίο τον έχω τοποθετήσει. Ειλικρινά, μέχρι και την τελευταία αράδα, ένιωσα να στέκομαι σε ένα σταυροδρόμι που με μπέρδεψε. Έως τώρα ό,τι είχα διαβάσει επευφημούσε τον Νταλί. Έως τώρα δεν είχε πέσει στα χέρια μου κάποιο βιβλίο που να μου τον περιγράφει με σκοτεινές πινελιές. Κι ακόμα και τώρα, μέρες αφού το διάβασα, δεν ξέρω αν πρέπει ή όχι να πιστέψω τα λεγόμενα του Λόρισενς που, σύμφωνα με το σημείωμά του στο τέλος του βιβλίου, βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα.
Πείτε με ονειροπόλα, ρομαντική, αντιδραστική. Πείτε με όπως θέλετε, αλλά αν και διάβασα και κράτησα σημειώσεις από το Ο Νταλί κι εγώ, αρνούμαι κατηγορηματικά ότι όλα όσα ποίησε στην τόση ενεργή καλλιτεχνική πορεία του δεν ήταν τελικά παρά μία φάρσα με όλους εμάς να είμαστε πιόνια άλλης μία σουρεαλιστικής ταινίας του. Πολύ πιθανό να υπάρχουν πολλές δόσεις αλήθειας σ’ αυτά που υποστηρίζει ο Λόρισενς, αλλά αρνούμαι να δεχτώ ότι τα περισσότερα έργα του δεν είναι τελικά παρά πλαστά με απώτερο στόχο να βγάλει όσα περισσότερα χρήματα.
Από την άλλη, πρόκειται για ένα βιβλίο που περιγράφει λεπτομερέστατα τον βρώμικο κόσμο της τέχνης. Αποκαλύπτει τι κρύβεται πίσω από δημοπρασίες και αγοραπωλησίες. Σκιαγραφεί το φόντο στο οποίο διαδραματίζονται ύποπτες συμφωνίες και ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Ο Σταν Λόρισενς βιώνει στο πετσί του ως έμπορος τέχνης το ζενίθ και το ναδίρ αυτής της μηχανής χρήματος. Μαθαίνει ότι για να κερδίσει κανείς εκατομμύρια πουλώντας έργα τέχνης οφείλει να ξέρει να υποκρίνεται ανάλογα με τις ανάγκες του ρόλου του. Αυτή η «μαθητεία» μπορεί να τον οδήγησε σε αντιπαράθεση με την Ιντερπόλ και να χρειάστηκε να κρυφτεί από αυτή, αλλά και στον στενό κύκλο του Νταλί με αποκορύφωμα την συνάντησή του με τον ίδιο τον καλλιτέχνη λίγο προτού εγκαταλείψει τα εγκόσμια.
Με άλλα λόγια, Ο Νταλί κι εγώ είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που ναι μεν μου παρουσίασε μια άλλη σκοπιά της τέχνης, αλλά που με παρέσυρε ταυτόχρονα ως τυφώνας σε μια σκιερή εικόνα του σουρεαλιστή χωρίς ωστόσο να με πείσει να σκουρύνω τα φωτεινά χρώματα με τα οποία τον είχα έως τώρα και θα τον έχω στο μυαλό μου. Πολύ απλά γιατί ο Νταλί κι εγώ έχουμε μια άλλη, πιο καλλιτεχνική και σουρεαλιστική σχέση…
Μια σουρεαλιστική ιστορία
Stan Lauryssens
μετάφραση: Σέβη Σπυριδογιαννάκη
Ψυχογιός, 2011
326 σελ.