Για τη μελέτη του Διονύση Ν. Μουσμούτη «Ο Διονύσιος Ταβουλάρης, η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου και Η Δούκισσα των Αθηνών» (εκδ. Πλέσσα).
Της Κυριακής Πετράκου
Ο Κλέων Ραγκαβής (1842-1917), γιος του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, υπήρξε άξιος (αν και όχι ισάξιος) του ένδοξου πατέρα του: είχε μια λαμπρή διπλωματική σταδιοδρομία και παράλληλα έγραψε μια σειρά από θεατρικά έργα, τα οποία μεταφράστηκαν και παίχτηκαν και εκτός Ελλάδος, γεγονός εντελώς ασυνήθιστο για τον 19ο αιώνα, οφειλόμενο βέβαια στην παρουσία του και τις διασυνδέσεις του στο εξωτερικό. Αυτό πάντως δεν μειώνει τη σημασία του γεγονότος. Ως δραματογράφος υπήρξε ρομαντικός, και, όπως και άλλοι ρομαντικοί, παρότι απέρριπτε το Βυζάντιο ως ιστορική περίοδο του ελληνισμού, έγραψε μόνο βυζαντινά δράματα (και δύο κωμωδίες, από τις οποίες η μία ανακαλύφθηκε και δημοσιεύτηκε πρόσφατα από την υπογράφουσα). Επίσης αρχικά, ως καλός ρομαντικός, δεν επιθυμούσε να παιχτούν τα έργα του και το δήλωνε στους προλόγους των εκδόσεών τους, βρίσκοντας την ελληνική (μάλλον) σκηνή ανεπαρκή για την ανάδειξή τους. Άλλαξε άποψη από το 1888, όταν το έργο του Η Δούκισσα των Αθηνών βραβεύτηκε στον διαγωνισμό των Ολυμπίων και κατέβαλε προσπάθειες να το δει παιγμένο, όπερ και εγένετο, όχι όμως στην Ελλάδα αρχικά, αλλά στη Φιλιππούπολη, από τον θίασο της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, πρωταγωνίστριας και θιασάρχισσας στην τελευταία εικοσαετία του 19oυ αιώνα, της επονομαζόμενης «Σάρα Μπερνάρ της Ανατολής».
Η Παρασκευοπούλου έχει εμπνεύσει θεατρολογικές έρευνες και μελέτες, συν ένα μυθιστόρημα στον Μάνο Ελευθερίου (Ο καιρός των χρυσανθέμων). Ο Διονύσιος Ταβουλάρης ακόμα περιμένει τον ιστορικό του θεάτρου που θα ερευνήσει την προσωπικότητα, την τέχνη και την πορεία του, ενώ ο Κλέων Ραγκαβής τελευταία έχει απασχολήσει αποσπασματικά τους θεατρολόγους.
Η Παρασκευοπούλου έχει εμπνεύσει θεατρολογικές έρευνες και μελέτες, συν ένα μυθιστόρημα στον Μάνο Ελευθερίου (Ο καιρός των χρυσανθέμων). Ο Διονύσιος Ταβουλάρης ακόμα περιμένει τον ιστορικό του θεάτρου που θα ερευνήσει την προσωπικότητα, την τέχνη και την πορεία του, ενώ ο Κλέων Ραγκαβής, που και αυτός δεν έχει βρει τον δικό του, τελευταία έχει απασχολήσει αποσπασματικά τους θεατρολόγους, ενώ έχει δημοσιευτεί, από την Αρετή Βασιλείου, και το τελευταίο έργο του που παρέμενε ανέκδοτο, Οι Ίσαυροι). Και οι τρεις επιθυμούσαν να ανεβάσουν τη Δούκισσα των Αθηνών στη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων, και γι’ αυτό αντάλλαξαν επιστολές μεταξύ τους και με τον συγγραφέα, αλλά τελικά μόνο η Παρασκευοπούλου τα κατάφερε, με μια υπερπαραγωγή, όπως απαιτούσε το έργο, για την οποία ίσως πήρε επιχορήγηση.
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης δεν χρειάζεται συστάσεις στον χώρο των λογίων: είναι γνωστός συγγραφέας–μελετητής κυρίως της ιστορίας και του πολιτισμού της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ζακύνθου και γενικότερα των Επτανήσων αλλά όχι μόνο, κριτικός λογοτεχνίας, εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Ιστορία, επιμελητής πολλών εκδόσεων και επιφυλλιδογράφος στον καθημερινό και περιοδικό Τύπο, με σημαντική προσφορά (γύρω στα 40 βιβλία, μεγάλα και μικρά συν αναρίθμητα άρθρα και δημοσιεύματα). Το μεγάλο πάθος του είναι η έρευνα, ιδίως η πρωτογενής. Κατά κανόνα οι βιβλιοκρισίες των έργων του επισημαίνουν ότι συνεχίζει την παράδοση των περίφημων επτανήσιων αρχειοδιφών και λογίων, ερευνώντας ακούραστα τα αρχεία και τα ντοκουμέντα και δημοσιεύοντας τα αποτελέσματα. Έτσι έπραξε και με αυτό το πρόσφατο πόνημά του που παρουσιάζεται εδώ: με βάση τις επιστολές που αντάλλαξαν οι δύο πρωταγωνιστές μεταξύ τους και με τον συγγραφέα, συν άλλα έγγραφα, ο Μουσμούτης, όπως έχει κάνει σε πολλά θέματα, αφηγείται την ιστορία μιας αποτυχημένης απόπειρας συνεργασίας, αποκαλυπτικής εντούτοις των dessous της επίσημης ιστορίας, τα οποία πολλοί ιστοριοδίφες αναζητούν αλλά λίγοι βρίσκουν.
O Διονύσιος Ταβουλάρης στα τέλη της δεκαετίας του 1880. |
Οι περισσότερες επιστολές είναι του Ταβουλάρη προς τον Ραγκαβή, γραμμένες σε εντυπωσιακή –αν και όχι άπταιστη– καθαρεύουσα και μερικές ανορθογραφίες, συγγνωστές επειδή και η ορθογραφία της εποχής ταλαντευόταν, όπως και σήμερα, ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές. Μαθαίνουμε ότι η λογοκρισία ήταν εξαιρετικά επεμβατική και εμπόδιζε τους θιάσους να ανεβάζουν ιδίως τα ελληνικά έργα και ιδίως τα ιστορικά δράματα, αλλά όχι μόνο, με την υποψία ότι περιείχαν υποδηλώσεις επικριτικές της σύγχρονης πολιτικής και των κοινωνικών φαινομένων. Επίσης ότι τότε, όπως και τώρα, οι προσωπικές γνωριμίες βοηθούσαν τους τυχερούς που διέθεταν διασυνδέσεις να την παρακάμπτουν ενίοτε. Αλλά και τα έργα του Σαίξπηρ είχαν παρόμοια εμπόδια, ενώ μόνο τα κωμειδύλλια και οι (μη πολιτικές) κωμωδίες κυριαρχούσαν αναγκαστικά στο δραματολόγιο των θιάσων. Το πρόβλημα υπήρχε και στον ελλαδικό χώρο, αλλά στην καθ’ ημάς Ανατολή ήταν εντονότερο. Οι ελληνικές αρχές «Δεν επρόσεξαν ότι θίγοντες το ζήτημα περί του θεμελιώδους νόμου του κράτους μας, έδωσαν λαβήν να εμποδίζουν πάσαν ημών πολιτικήν κωμωδίαν», γράφει ο Ταβουλάρης.
Ειδικά οι επιστολές του τελευταίου είναι πραγματικά χαριτωμένες, ήταν πνευματώδης. Παραπονιέται ότι η Φαύστα του Βερναρδάκη, με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του Σοφία, δεν άρεσε στην Κωνσταντινούπολη ενώ σε άλλες πόλεις είχε επιτυχία, κακώς, διότι η Φαύστα, ως «κόρη των υπερβορείων χωρών» δεν πρέπει να είναι «σκελετοειδής και κάτισχνος» όπως η Βερώνη και η Παρασκευοπούλου (η Σοφία ήταν παχουλή), αλλά και ο ίδιος ο Βερναρδάκης επιμένει να παίζεται μόνο με αυτές, κακώς. Η Παρασκευοπούλου έχει την δηλωμένη («στεντορεία τη φωνή») επιθυμία να τους κλείσει (το θέατρο), αλλά «συνήφθη αγών κρατερός» και την έπαθε: μείωσε το εισιτήριό της στο μισό και κατέφυγε σε ευεργετικές παραστάσεις για να μπορέσει να φύγει από την Πόλη. Ο Ταβουλάρης φοβήθηκε ότι θα ανέβαζε και τη Δούκισσα πρόχειρα, αλλά ευτυχώς ο κίνδυνος απεφεύχθη. Ας συνεργαστεί μαζί του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως της πρότεινε.
Αμφότεροι πνέουν μένεα εναντίον του Μίκιου Λάμπρου, αρμόδιου για τα πολιτιστικά των Ολυμπιακών, ο οποίος συνεχώς ελίσσεται και υπεκφεύγει, ως μη ώφελε, δείχνοντας ασύγγνωστη αμέλεια και αδιαφορία για το ελληνικό θέατρο.
Αλλά οι περιοδεύοντες θίασοι είχαν να παλέψουν με πάσης φύσεως καταδρομές της τύχης. Στην Αλεξάνδρεια με λοιμό χολέρας, σφαγές στην Κωνσταντινούπολη (1895). Τον επόμενο χρόνο (1896), ο Ραγκαβής φαίνεται να συμφώνησε με την Παρασκευοπούλου, καθόσον οι επιστολές της, δίχως κουτσομπολιά και επικρίσεις για τους ανταγωνιστές της, αφορούν τις διάφορες διαστάσεις της παραγωγής (κοστούμια, σκηνικά) τονίζοντας ότι το κόστος για αξιοποιηθεί όπως πρέπει το έργο του είναι μάλλον απαγορευτικό, υπαινιγμός προφανώς μήπως συμμετάσχει στα έξοδα και ο συγγραφέας. Αλλά και ο Ταβουλάρης περιγράφει λεπτομερώς τις δυσχέρειές του, οικονομικές κυρίως και άλλες, υπαινισσόμενος ότι του οφείλεται κάποια βοήθεια για την οποία θα μπορούσε ο Ραγκαβής να μεσολαβήσει σε αρμόδιους ή ό,τι νομίζει (να ενισχύσει ο ίδιος οικονομικά π.χ., δεν το λέει καθαρά βέβαια). Αμφότεροι πνέουν μένεα εναντίον του Μίκιου Λάμπρου, αρμόδιου για τα πολιτιστικά των Ολυμπιακών, ο οποίος συνεχώς ελίσσεται και υπεκφεύγει, ως μη ώφελε, δείχνοντας ασύγγνωστη αμέλεια και αδιαφορία για το ελληνικό θέατρο.
Η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, επονομαζόμενη «Σάρα Μπερνάρ της Ανατολής». |
Είναι πλέον γνωστό από τις εκτεταμένες θεατρολογικές έρευνες πόσο τολμηροί και πρωτοπόροι ήταν οι πρώτοι εκείνοι ηθοποιοί, που, εφόσον ήταν αδύνατον να μείνουν μόνιμα ή έστω για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε κάποια μεγάλη πόλη είτε στον ελλαδικό είτε στον εξωελλαδικό χώρο, ταξίδευαν αψηφώντας τις κακουχίες, τις ατυχίες, τις προκαταλήψεις του κοινού αλλά και των αρχουσών τάξεων, που είχαν τη δύναμη να τους διώξουν άναυλα αν κάτι τους δυσαρεστούσε. Μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης τους υποτιμούσε αυτούς και τις παραστάσεις τους, ακόμα και ο Νικόλαος Λάσκαρης (ο ιστορικός του θεάτρου μας και κωμωδιογράφος), παρότι τους αγαπούσε, τους αποκαλούσε «κουρέλ λοκάλ». Το άρθρο κάποιου, ο οποίος με το ψευδώνυμο Μάριος απαξιώνει τους ηθοποιούς και ζητά από τον διάδοχο και την Ολυμπιακή Επιτροπή να μην συμπεριλάβουν παραστάσεις στην περίοδο των αγώνων, δημοσιεύεται επίσης στο βιβλίο του Μουσμούτη, δίνοντας όλες τις διαστάσεις της προσπάθειας. Δημοσιεύονται πάντως και άλλα άρθρα, που, έστω και αν εκφράζουν επιφυλάξεις, δίνουν και ψήφο εμπιστοσύνης στους έλληνες καλλιτέχνες. Οι κριτικές περίπου τους δικαιώνουν, έστω και αν ο Ταβουλάρης δεν έπαιξε τελικά στο έργο. Στις επιστολές αναφέρονται «εξωτικές» πόλεις όπως η Οδησσός, το Ταϊγάνι και το Ροστόβ, όπου πήγαιναν τον χειμώνα, καθόσον στην Αθήνα έπαιζαν κυρίως το καλοκαίρι – εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τις δυσκολίες τους τώρα που ο κινηματογράφος μας τις έχει κάνει γνωστές μέσω προσεκτικών αναπαραστάσεων στα έργα εποχής. Οι δύο πρωταγωνιστές μας –και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές να υποθέσουμε– έβλεπαν τους εαυτούς τους ως πρέσβεις της ελληνικής υπόθεσης στο εξωτερικό, και δεν είχαν άδικο έστω και αν ελάχιστα τους αναγνωρίσθηκε. Ταυτόχρονα κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες να μορφωθούν και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καθαρεύουσας που ως το τέλος του 19ου αιώνα ήταν η γλώσσα της ελληνικής σκηνής. Οι χαριτωμένες ανορθογραφίες τους και τα γλωσσικά λάθη της καθαρεύουσας που χρησιμοποιούν, που ο Μουσμούτης έχει διατηρήσει στο κείμενο (επισημαίνοντάς τις με sic) προκαλούν τη συμπάθεια και φέρνουν το άρωμα της παλιάς εποχής της αθωότητας. Εκτός από την αλληλογραφία των δύο ηθοποιών, δημοσιεύεται ένα συμβόλαιο μεταξύ τους για τη Δούκισσα, όπως και επιστολή διαμαρτυρίας του Κλέωνος Ραγκαβή για τη μη παραγωγή του έργου του, ενώ ήταν ρητός όρος του διαγωνισμού (δεν αναφέρει ότι πρόσφερε τις 1000 δρχ. του βραβείου για τον σκοπό αυτόν, αλλά δεν θεωρήθηκε επαρκές το ποσό). Επίσης, μια επιστολή του Έλληνα προξένου στη Φιλιππούπολη προς το Υπουργείο Εξωτερικών, από τα αρχεία του Υπουργείου, με την οποία πληροφορεί ότι η παράσταση της Δούκισσας έγινε από τον θίασο της Παρασκευοπούλου εκεί (1889), υπήρξε πολιτιστικό γεγονός που πρόβαλε την Ελλάδα. Πρωτογενής έρευνα στην τελειότητά της.
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης κατόρθωσε να συνθέσει ένα πλήρες αφήγημα, επιστημονικά πολύτιμο αλλά και ευχάριστο στην ανάγνωση για όποιον ενδιαφέρεται για τέτοια πράγματα έστω και αν δεν είναι ειδικός.
Με όλες αυτές τις αποσπασματικές πηγές, ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης κατόρθωσε να συνθέσει ένα πλήρες αφήγημα, επιστημονικά πολύτιμο αλλά και ευχάριστο στην ανάγνωση για όποιον ενδιαφέρεται για τέτοια πράγματα έστω και αν δεν είναι ειδικός – και υπάρχουν ευτυχώς αρκετοί καλλιεργημένοι άνθρωποι που ασχολούνται με τον πολιτισμό «μας» και γενικώς με την κουλτούρα, στους οποίους επίσης απευθύνονται αυτού του είδους οι μελέτες.
Οι υποσημειώσεις, προοριζόμενες κατά παράδοση για τους ειδικούς –εν προκειμένω θεατρολόγους– είναι ίσως ακόμα πιο χρήσιμες από το κείμενο, και όχι λιγότερο ενδιαφέρουσες. Μάλιστα εδώ οι μη θεατρολόγοι θα βρουν βασικές πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα του θεάτρου αλλά και της ευρύτερης πνευματικής ζωής, που είναι αναγκαίες ή βοηθητικές για την κατανόηση του κυρίου θέματος, ενώ περιέχονται συμπυκνωμένα πληροφορίες που διαφορετικά ο αναγνώστης θα έπρεπε να αναζητήσει σε άλλες μελέτες και σε βιβλιοθήκες – καθόσον εκδόσεις της εποχής εκείνης δεν είναι όλες ευπρόσιτες (κατάσταση που ευτυχώς μεταβάλλεται επί τα βελτίω με το διαδίκτυο).
* Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΤΡΑΚΟΥ είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Αφήγηση και αφηγήσεις – Έρευνα και ανάλυση στο νεοελληνικό θέατρο» (εκδ. Αιγόκερως).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από παράσταση του θιάσου των αδελφών Ταβουλάρη στη Σμύρνη (1895).
Ο Διονύσιος Ταβουλάρης, η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου και Η Δούκισσα των Αθηνών
Διονύσης Ν. Μουσμούτης
Πλέσσα 2019
Σελ. 184, τιμή εκδότη €11,80