Για τη μελέτη του Δημήτρη Τσατσούλη «Μεσαιωνική Φάρσα, Ρακίνας, Καστελλούτσι – Κείμενα για το Ευρωπαϊκό Θέατρο και την πρόσληψή του» (εκδ. Παπαζήσης).
Της Αφροδίτης Σιβετίδου
Είθισται μια ευρηματική επιγραφή να κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, εξού και η γνωστή στους συγγραφείς βάσανος της εύρεσης τίτλου∙ η αναζήτησή του προβληματίζει, δυσανάλογα με την έκτασή του –ακόμη και όταν πρόκειται για μελέτη με εξειδικευμένο περιεχόμενο–, καθώς η επιτυχία του ετεροκαθορίζεται, κρίνεται από την αντίδραση του αναγνώστη.
Ενίοτε, ωστόσο, ο τελευταίος μπορεί να φανεί απρόβλεπτος. Με απλή παράθεση τριών θεματικών (Μεσαιωνική Φάρσα, Ρακίνας, Καστελλούτσι) στην προμετωπίδα του βιβλίου του, ο Δημήτρης Τσατσούλης προκάλεσε ένα ισχυρό ερέθισμα στην υπογράφουσα (θεατρολόγο) την παρούσα βιβλιοπαρουσίαση –πιθανώς και σε έναν ενημερωμένο περί τα θεατρικά αναγνώστη– ώστε να αναζητήσει στις σελίδες του τις απαντήσεις σε εύλογες απορίες σχετικά με την προσέγγιση των θεατρικών μορφών που φιγουράρουν δίπλα-δίπλα.
Υπάρχει συνεκτικό στοιχείο των τριών αυτοτελών σταθμών του Ευρωπαϊκού Θεάτρου; Παράλληλα με το ερώτημα, γεννιέται η υπόθεση –ίσως βεβαιότητα σε ορισμένους– ότι ο καθηγητής θεωρίας και σημειολογίας του θεάτρου έχει βρει ένα νήμα που συνδέει τρεις φανερά διακριτούς σταθμούς στην ιστορία του θεάτρου και μάλιστα σε ευρεία χρονική εκδίπλωση.
Το ερώτημα λοιπόν που προκαλείται ήδη από το εξώφυλλο έχει να κάνει με τη σχέση μεταξύ των διαφορετικών μορφών οι οποίες φιλοξενούνται στην εν λόγω μελέτη. Υπάρχει συνεκτικό στοιχείο των τριών αυτοτελών σταθμών του Ευρωπαϊκού Θεάτρου; Παράλληλα με το ερώτημα, γεννιέται η υπόθεση –ίσως βεβαιότητα σε ορισμένους– ότι ο καθηγητής θεωρίας και σημειολογίας του θεάτρου έχει βρει ένα νήμα που συνδέει τρεις φανερά διακριτούς σταθμούς στην ιστορία του θεάτρου και μάλιστα σε ευρεία χρονική εκδίπλωση. Το οπισθόφυλλο καθησυχάζει τις αντιδράσεις μας, απαντώντας με σαφήνεια. Εκεί ο έμπειρος ερευνητής, δάσκαλος και κριτικός, υποψιασμένος για την αμηχανία του παραλήπτη, δίνει το συνδετικό νήμα των τριών θεματικών, δικαιώνοντας τη συστέγασή τους. Άλλωστε, είναι προφανές ότι ουδόλως επιχειρείται έστω και μία σύντομη εξιστόρηση του θεατρικού είδους. Θα χαρακτηρίζονταν σίγουρα ουτοπική η όποια σχετική σκέψη για τα στενά όρια των διακοσίων πενήντα πέντε σελίδων του βιβλίου, και για ένα διάστημα περίπου πέντε αιώνων –από τη γαλλική μεσαιωνική φάρσα του 15ου αιώνα στον Καστελλούτσι του 21ου, με ενδιάμεσο σταθμό τον Ρακίνα. Επιπλέον, ο διευκρινιστικός υπότιτλος του βιβλίου αφήνει μάλλον ανοιχτό το θέμα, με την προειδοποίηση: «Κείμενα για το Ευρωπαϊκό Θέατρο και την πρόσληψή τους», που σημαίνει ότι τα τρία μελετήματα τα οποία το απαρτίζουν μπορούν να διαβαστούν ως αυτόνομα.
Στον σύντομο πρόλογό του, ωστόσο, ο Τσατσούλης αναφέρεται στο ενωτικό στοιχείο των κειμένων. Εξηγεί λοιπόν ότι το ασύμβατο ανάμεσα στο κωμικό είδος της φάρσας και τις τραγωδίες του Ρακίνα ανατρέπεται στον συμφυρμό της «μεταμοντέρνας αιρετικής προσέγγισης της έννοιας του τραγικού» από τον Ρομέο Καστελλούτσι, στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Με άλλα λόγια στον Καστελλούτσι βλέπει να συντελείται η συνάντηση τραγικού/κωμικού ή αν θέλετε φάρσας/τραγωδίας. Έτσι, για τον συγγραφέα, ένας ανατρεπτικός καλλιτέχνης επιχειρεί, μάλλον με προκλητικό τρόπο, την εισροή «σατυρικών» στοιχείων στο τραγικό. Μακριά λοιπόν από κάποιου είδους εξιστόρηση του θεάτρου, θα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει μέσα από τα τρία κείμενα τη διαχείριση του βασικού ειδολογικού άξονα σε τρεις θεατρικές μορφές, απομακρυσμένες χρονικά μεταξύ τους, ενώ συστηματικά και μεθοδικά η γραφή ξεγλιστρά από το εκάστοτε κεντρικό αντικείμενο σε ενδιαφέροντα ανοίγματα, εμπλουτίζοντας το υπό διαπραγμάτευση θέμα, το οποίο εστιάζεται στις δύο κύριες έννοιες. Παράλληλα, οι πλούσιες υποσελίδιες σημειώσεις συνιστούν ένα δεύτερο κείμενο, όπου συχνά ο συγγραφέας, πέρα από επιπλέον πληροφορίες, προβαίνει σε διάλογο με κριτικά κείμενα, τεκμηριώνοντας προσωπικές του θέσεις.
Η Όλια Λαζαρίδου στον ρόλο της Φαίδρας του Ρακίνα (μτφρ. Στρατής Πασχάλης), τη θεατρική περίοδο 1992-1993, στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς στο «Θέατρο Αμόρε». |
Όποιες αντιρρήσεις ή απλές επιφυλάξεις και αν εκφράσει κανείς για τη σχετική συνάφεια, τα τρία μέρη του βιβλίου ως αυτοτελείς σταθμοί παρουσιάζουν το καθένα με δικό του τρόπο ιδιαίτερο θεατρολογικό ενδιαφέρον. Με επίκεντρο τη φάρσα, ο Τσατσούλης κάνει αναφορές στα άλλα θεατρικά είδη της εποχής, δίνει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και καταλήγει στην πρόσληψη του προάγγελου του λαϊκού θεάτρου. Επισημαίνει στοιχεία που παραπέμπουν σε μεταγενέστερες ή και σύγχρονες γραφές και σκηνικές πρακτικές: κείμενο-καμβάς, μιμική, κινησιολογία. Η αδιαμφισβήτητη θεατρικότητά της φάρσας και κυρίως η ερμηνευτική προσέγγιση του αυτοσχεδιασμού των «παικτών» σαν σημερινών περφόρμερς, όπως και η σωματικότητα του παιχνιδιού και το μπρεχτικού τύπου επιγραφικό σχήμα, αξιολογούνται δικαίως ως πρωτότυπη οπτική, φέρνοντας το συγκεκριμένο είδος στα μονοπάτια του μοντερνισμού. Δύο μεταφρασμένα κείμενα έρχονται στη συνέχεια να υποστηρίξουν την προηγηθείσα θεωρητική παρουσίαση. Το «επικίνδυνο διάβημα» –χαρακτηρισμός του συγγραφέα– να μεταφράσει δύο φάρσες χρίζει επαίνων, καθότι μακραίνει τον κατάλογο των μέχρι πρότινος αμετάφραστων ξενόγλωσσων έργων, ιδιαίτερα του μακρινού –και ως εκ τούτου δύσκολου– μεσαιωνικού θεάτρου. Πρόκειται για μεταφράσεις, σχολαστικά σχολιασμένες και ως προς το κειμενικό σώμα των κωμωδιών και ως προς το σκηνικό, αναπαραστασιακό τους υλικό.
Στο δεύτερο μέρος ο Τσατσούλης μετατοπίζει τη ματιά του στον γαλλικό κλασικισμό, ήτοι στον 17ο αιώνα, και την υποδοχή του Ρακίνα στη χώρα μας. Πιο συγκεκριμένα, το κεφάλαιο καλύπτεται από την πρόσληψη των τραγωδιών του Ρακίνα στην Ελλάδα, εστιασμένο στην υποδοχή τους από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, μέσω των σκηνικών αναγνώσεων Ελλήνων σκηνοθετών και μέσω της κριτικής. Παραστάσεις ελληνικών και γαλλικών θιάσων μελετώνται λεπτομερώς, με παράθεση απόψεων έγκυρων κριτικών, τονίζεται η αρνητική υποδοχή των τραγωδιών του Γάλλου κλασικού, ενώ αναζητούνται οι λόγοι της σταδιακής απόρριψής τους, μέχρι τον 21ο αιώνα, όταν η «δυσθυμία» των θεατρικών μας παραγόντων υποχωρεί και η αδικαιολόγητη σύγκριση με τους αρχαίους τραγικούς ατονεί. Υπογραμμίζω τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την υποκριτική των Γάλλων ηθοποιών, ενώ ο προβληματισμός για έμμετρη ή πεζή απόδοση του στίχου –επικεντρωμένος στη Φαίδρα του Γιάννη Χουβαρδά– συνιστά μια ευρύτερη θεατρική μεταφραστική άποψη. Ακόμη, παρουσιάζεται η κατά Ρακίνα έννοια της τραγωδίας και του τραγικού, σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του. Αντικρούοντας προηγούμενες θέσεις, ο Τσατσούλης υπερασπίζεται με θέρμη και επιχειρηματολογεί υπέρ των προσωπικών του αντιλήψεων, αφήνοντας την έρευνά του ανοικτή –κατά δήλωσή του ιδίου– για μελλοντική συνέχεια. Τέλος, τα τρία παραρτήματα μεταφράσεων, παραστάσεων και φωτογραφιών, μαζί με το πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό διευκολύνουν τον κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη.
Εκεί λοιπόν όπου ο Καστελλούτσι φαίνεται να συναντά τη γαλλική φάρσα είναι το «σατυρικό» στοιχείο που εισάγει στην τραγωδία και ακόμη στην «αντιπαράθεση τραγωδίας και εβραιο-χριστιανικού πολιτισμού».
Συνεχίζοντας, το τρίτο μέρος στέκει αποκλειστικά στο κατώφλι του 21ο αιώνα για να αναφερθεί στην έννοια του τραγικού στον ανατρεπτικό Ρομέο Καστελλούτσι – υπενθυμίζω ότι ο συγγραφέας έχει μελετήσει εκτεταμένα σε προηγούμενο βιβλίο του τη ριζοσπαστική ομάδα Societas Raffaello Sanzio. Στην εμπνευσμένη από την αισχύλεια Orestia παράσταση ο συνοδευτικός ερωτηματικός υπότιτλος «μια οργανική κωμωδία;» θέτει ξεκάθαρα αφενός την επιλογή της σωματικότητας και αφετέρου το ζήτημα των κωμικο-σατυρικών στοιχείων που υποστηρίζουν την πρότασή του. Θαυμαστής της αρχαίας τραγωδίας, ο πολυσυζητημένος Καστελλούτσι «κατακρημνίζοντας τον ποιητή από το βάθρο του φέρει το ζώο στη σκηνή και συγκεκριμένα τον τράγο». Το τελευταίο κείμενο αφορά στην αναδιαπραγμάτευση της έννοιας του τραγικού σε δύο παραστάσεις, Orestia και Tragedia Endogonidia. Στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του κεφαλαίου, ο Τσατσούλης δίνει τους άξονες αυτού του πρωτοποριακού θεάτρου. Τονίζει τη χρήση της αφηγηματικής εικόνας που επισύρει την υποχώρηση του κειμένου και επεξηγεί την πεποίθηση του Καστελλούτσι για την αδυναμία «ύπαρξης της τραγωδίας στη σύγχρονη εποχή ως μη αποκωδικοποιήσιμης από τον σύγχρονο θεατή», την οποία ο καλλιτέχνης αποδίδει στον προ-τραγικό πυρήνα της τραγωδίας.
Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πατρών. Ο Δημήτρης Τσατσούλης έχει άνω των 140 δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ έχει δώσει άνω των 70 διαλέξεων, ομιλιών, εισηγήσεων, ανακοινώσεων σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά συνέδρια. |
«Παραξενεμένο» το σημερινό κοινό –τελικός αποδέκτης και κριτής– παρακολουθεί τη μάταιη προσπάθεια αναβίωσης του κλασικού είδους. Εκεί λοιπόν όπου ο Καστελλούτσι φαίνεται να συναντά τη γαλλική φάρσα είναι το «σατυρικό» στοιχείο που εισάγει στην τραγωδία και ακόμη στην «αντιπαράθεση τραγωδίας και εβραιο-χριστιανικού πολιτισμού». Η ιδιαίτερα ελκυστική τρίτη μελέτη κλείνει το βιβλίο, αφήνοντας τον αναγνώστη σκεπτικό ως προς την εξέλιξη των δύο βασικών κατευθύνσεων του θεάτρου, τραγικό/κωμικό, μέσα από τις τρεις πολύ διαφορετικές και χρονικά απομακρυσμένες θεατρικές μορφές.
Εν κατακλείδι, ένα βιβλίο στη βάση προηγούμενων δημοσιεύσεων του Δημήτρη Τσατσούλη, όπου τρεις σημαντικοί σταθμοί στην εξέλιξη του θεάτρου συνδέονται μέσα από το ειδολογικό στίγμα κωμικό/τραγικό και τον συμφυρμό του στην αισθητική και τη σκηνική γραφή του Ιταλού σκηνοθέτη. Τρία ενδιαφέροντα μελετήματα για το πριν, το μετά και το τώρα του θεάτρου, που απευθύνονται σε φοιτητές, ερευνητές, πρακτικούς της θεατρικής τέχνης, αλλά και σε κάθε ανήσυχο αναγνώστη/θεατή –απαντώντας εν μέρει και σε ένα γενικότερο αίτημα συγκεντρωτικής παρουσίασης δημοσιευμένων κειμένων– τα οποία, χωρίς ψήγμα πρόθεσης γραμμικής χρονικής κάλυψης των δύο κατευθύνσεων, έρχονται να ενισχύσουν την άποψη για τη συνέχεια ή ασυνέχεια της θεατρικής τέχνης –και κάθε μορφής τέχνης– που εξελίσσεται και ανανεώνεται, αδυνατώντας να κόψει το νήμα του παρελθόντος.
* Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΙΒΕΤΙΔΟΥ είναι θεατρολόγος, ομότιμη καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Το σύγχρονο δράμα – Ο λόγος της σιωπής» (University Studio Press).
→ Στην κεντρική εικόνα © φωτογραφία από την παράσταση Orestia της ομάδας Societas Raffaello Sanzio.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗ