Για την ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» (εκδ. Πόλις).
Του Σπύρου Κιοσσέ
Πώς να προσεγγίσει κανείς το έργο της Χλόης Κουτσουμπέλη; Όχι μόνο τι να γράψει που να μην έχει ήδη γραφεί, διακατεχόμενος από την αγωνία της (κριτικής) επίδρασης. Απλώς, πώς να μιλήσεις για την ποίησή της; Την ποίηση, γενικά. Την ποίηση την προφέρεις. Την ακούς. Τη βιώνεις. Το ποιητικό κείμενο επιτελεί και επιτελείται. Στην ουσία του ο ποιητικός λόγος αντιστέκεται στη σύνοψη, στην περιγραφή, στην περίληψη, στη «μεταγλώττισή» του. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, μπορεί κάποιος να μιλήσει για το περιεχόμενο, για τον πυρήνα της ποιητικής ενέργειας, αξιώνοντας μάλιστα να «παρουσιάσει» τον λόγο του στους άλλους, κι ανάμεσά τους στην ίδια την ποιήτρια, ως πειστικό – για να αποφύγω τον όρο «έγκυρο»; Ως έντιμος τρόπος προκρίνεται να παρουσιάσεις κάποιες όψεις της δικής σου ανάγνωσης (ή μιας δικής σου ανάγνωσης), χωρίς ερμηνευτικές γενικεύσεις ή φιλοδοξίες. Να διαβάσεις Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ σαν να ήσουν εσύ ο παραλήπτης. Να γίνεις συν-δημιουργός του λόγου, καθώς στην ποίηση μπορείς κατεξοχήν να συνευρεθείς με «εγγράψιμα», κατά Barthes, κείμενα. Αυτό που μπορείς να κάνεις, λοιπόν, είναι να αναστοχαστείς τη δική σου συνεύρεση με τα ποιήματα της Κουτσουμπέλη. Να καταγράψεις πώς πατάς στις λέξεις της κουβαλώντας στις πλάτες το δικό σου φορτίο, βιωματικό, συναισθηματικό και αναγνωστικό.
«Με λένε Τζέιν. Τζέιν Μποντ», αυτοσυστήνεται η πρώτη ηρωίδα, μια ηρωίδα γράφουσα: «Κρατώ ομπρέλα. Γεννήθηκα το 1846. Γράφω ακόμα».
Ξεκινάς από το πρώτο ποίημα με τίτλο «ΠΡΟΛΟΓΟΣ». Ασυναίσθητα γυρνάς στο τελευταίο. Σχεδόν περίμενες να λέγεται «ΕΠΙΛΟΓΟΣ». Μια ιστορία ξεκινάς να διαβάζεις. Μια ταινία, ένα θεατρικό έργο να παρακολουθείς. Ή μάλλον, το στήνεις μπροστά σου, με τις κειμενικές οδηγίες της Κουτσουμπέλη. Τα ποιήματα αυτά, αρκτικό και καταληκτικό, συνιστούν μιαν αφηγηματική πλαισίωση της ανάγνωσης και, εικάζεις, της συγγραφής. «Με λένε Τζέιν. Τζέιν Μποντ», αυτοσυστήνεται η πρώτη ηρωίδα, μια ηρωίδα γράφουσα: «Κρατώ ομπρέλα. Γεννήθηκα το 1846. Γράφω ακόμα». Ήδη η πρώτη αυτή φωνή ηχεί πολυφωνική, σα να ενσαρκώνει ταυτόχρονα πολλαπλούς ρόλους: πρώτα, μια θηλυκή εκδοχή του γνωστού κατασκόπου ταινιών δράσης· έπειτα, η Jane Eyre της Charlotte Brontë (έργο δημοσιευμένο το 1847, του οποίου η συγγραφή όμως ξεκίνησε όπως γνωρίζουμε το 1846)· κι ίσως, ακόμη, η Μαίρη Πόπινς, η γνωστή γκουβερνάντα με την ομπρέλα, όπως τη διέγραψε η συγγραφέας της γνωστής σειράς παιδικών βιβλίων Pamela Lyndon Travers. Μια τρισυπόστατη μυθοπλαστική ηρωίδα-αφηγήτρια, μια ηρωίδα διακείμενο, αντικείμενο και υποκείμενο ταυτόχρονα γραφής.
Ψάχνεις να εντοπίσεις στα ποιήματα της συλλογής και άλλες τέτοιες ηρωίδες που οφείλουν τη δημιουργία τους στη γραφή. Δεν αργείς να βρεις την Αλίκη, που συστήνεται επίσης με το «Χάμπτι Ντάμπτι» ως άλλο όνομά της, σε μια ιδιαίτερη χώρα των θαυμάτων. Μια Αλίκη που συνομιλεί με τον δημιουργό της Λιούις Κάρολ, που όμως ταυτόχρονα φέρει αναγνωρίσιμα στοιχεία της πραγματικής μικρούλας Alice Liddell, που θεωρείται ότι ενέπνευσε τον συγγραφέα, αλλά και της αδερφής της, Lorina Liddell, που φαίνεται ότι φωτογράφισε με άσεμνο τρόπο ο Κάρολ. Λίγο παρακάτω σκοντάφτεις πάνω στην όμορφη πριγκίπισσα Αούντα, που είχε ερωτευτεί με τον Φιλέα Φογκ, τον γνωστό ήρωα του Ιούλιου Βερν στο έργο του Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες. Κι ακόμη, λίγα ποιήματα μετά, συναντάς τη Μίλενα, την αγαπημένη του Φραντς Κάφκα. Η Μίλενα, αν και πραγματικό πρόσωπο, ουσιαστικά ανασυντίθεται για τον σημερινό αναγνώστη μέσα από τις επιστολές του γνωστού συγγραφέα προς αυτήν, τα Γράμματα στη Μίλενα, όπως μας έχουν σωθεί. Τη γνωρίζεις, λοιπόν, κι αυτήν, όπως τις υπόλοιπες, κατασκευασμένη μέσα από/χάρη στη γραφή. Το ίδιο και τη Βαλεντίνα του Κονσταντίν Σιμόνοφ, που βρίσκεις μετά στη συλλογή, τη διάσημη ηθοποιό που ερωτεύτηκε ο ποιητής και της έγραψε το περίφημο ποίημα «Περίμενέ με». Συναντάς, επίσης, τη γυναίκα του Λοτ, ανώνυμη στη Βίβλο, που όμως στον τίτλο του ποιήματος της Κουτσουμπέλη ονοματίζεται, βαπτίζεται Μύριαμ η θαλασσινή, με το εβραϊκό όνομα, δηλαδή, της Θεοτόκου. Βρίσκεις, ακόμη, στη «Γυναίκα Λάζαρο» της Κουτσουμπέλη την περίφημη «Λαίδη Λάζαρο» της Sylvia Plath, ενώ λίγο, πιο κάτω, σε περιμένουν η Άννα Καρένινα του Τολστόι, η μικρή Γουέντυ από τον Πήτερ Παν του James Matthew Barrie, αλλά και οι κινηματογραφικές (;) «αδελφές Μέντοουζ». Δεν λείπουν από τον γυναικείο αυτό χορό και οι αρχαίες-αρχετυπικές «δικές μας»: η Άλκηστη, η Αντιγόνη, η Πηνελόπη.
Γυναίκες από λέξεις όλες τους. Ξεπηδούν από τις σελίδες τους, φορτισμένες αναγνωστικά από τα έργα από τα οποία προέρχονται, για να συνυπάρξουν στις σελίδες της συλλογής της Κουτσουμπέλη.
Γυναίκες από λέξεις όλες τους. Ξεπηδούν από τις σελίδες τους, φορτισμένες αναγνωστικά από τα έργα από τα οποία προέρχονται, για να συνυπάρξουν στις σελίδες της συλλογής της Κουτσουμπέλη. Η ποιήτρια τις συν-λέγει διττά – τις συγκεντρώνει και ταυτόχρονα τις εκφέρει με τον λόγο της. Στο καινούργιο όμως κειμενικό περιβάλλον τους οι παραπάνω γυναικείοι χαρακτήρες δεν είναι ακριβώς οι ίδιοι. Μεταβάλλονται. Αλλάζουν χωροχρόνο και κυρίως αλλάζουν ιδιότητες. Συμφύρονται με άλλα πρόσωπα, ιδιοποιούμενες αλλότρια χαρακτηριστικά. Συνομιλούν με τους δημιουργούς τους, σχολιάζουν το έργο τους, τους εμπλέκουν στον κειμενικό τους κόσμο, κάποτε διακωμωδούν τη διαδικασία της γραφής τους. Αποκαλύπτουν, ακόμη, μιαν άλλη οπτική, διεκδικώντας κάποιου είδους ανεξάρτητη υπόσταση από τα πρώτα συμφραζόμενά τους. Επιφέρουν αλλαγές στην πλοκή τους, μεταβάλλουν την ιστορία τους, πλέκουν για τον εαυτό τους μιαν εντελώς νέα υπόσταση. Μέσα από την αποδόμηση αυτή του αρχικού λόγου άρθρωσής τους αρθρώνουν, εν τέλει, λόγο αυτόνομο.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη |
Κυρίως όμως αναγνωρίζεις τη «λογοτεχνική» πόλη της, που κατοικείται από όλες αυτές τις γυναικείες φιγούρες. Οι γυναίκες αυτές δεν είναι ακριβώς σύμβολα, καθώς το σημαινόμενό τους παρουσιάζεται κλονισμένο, ειρωνικά κατά κύριο λόγο, στον ποιητικό μικρόκοσμο της συλλογής.
Επιπλέον, οι παραπάνω γυναίκες μοιράζονται το νέο κειμενικό σύμπαν με χαρακτήρες ανώνυμους, με αφηρημένα ανθρώπινα καλούπια, που όμως γεμίζουν με σάρκα και οστά, κατά τρόπο πολύ συγκεκριμένο για τον κάθε αναγνώστη, και, θεωρείς εύλογο, για την ποιήτρια: «η μητέρα», «ο μπαμπάς», «η γιαγιά», «ο αδελφός», «ο αγαπημένος», «εσύ», «εγώ». Η ανάγνωσή σου, έτσι, ανασυνθέτει σταδιακά ένα ολόκληρο σύμπαν από γυναίκες ή μάλλον από γυναικείες εμπειρίες, μεγάλες ή μικρές, εξαιρετικές ή ασήμαντες, λογοτεχνικές ή πεζές, επιφανείς ή ανεπαίσθητες στην απλότητά τους. Ένα σύμπαν από τόπους κειμενικούς και τόπους πραγματικούς, από «κοινούς τόπους», αλλά και από δυστοπίες κι ουτοπίες. Αναγνωρίζεις τη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου ζει η Κουτσουμπέλη, με τοπικούς ενδείκτες όπως ο Βαρδάρης, η Καμάρα, ο Λευκός Πύργος, κ.ά. Αλλά και η «οδός Ντεσπερέ» ή «Δεσπεραί», η γνωστή οδός της Θεσσαλονίκης που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του γάλλου στρατηγού d' Esperey. Εικάζεις περιστάσεις και βιώματα που συνδέονται με την ποιήτρια, το εμπειρικό, αναγνωστικό και φαντασιακό της απόθεμα. Κυρίως όμως αναγνωρίζεις τη «λογοτεχνική» πόλη της, που κατοικείται από όλες αυτές τις γυναικείες φιγούρες. Οι γυναίκες αυτές δεν είναι ακριβώς σύμβολα, καθώς το σημαινόμενό τους παρουσιάζεται κλονισμένο, ειρωνικά κατά κύριο λόγο, στον ποιητικό μικρόκοσμο της συλλογής. Καθίστανται σε σημαίνοντα που, μέσω της γραφής της Κουτσουμπέλη κλονίζονται, ευρισκόμενα, θαρρείς, σε μια διαχρονική αναζήτηση της σημασίας τους στο πλαίσιο της έμφυλης σχέσης τους με τον Άλλο: τον άντρα-εραστή-αγαπημένο-πατέρα-συγγραφέα. «Αυτόν» που αξιώνει να σκηνοθετεί τη ζωή τους, να την χειραγωγεί, ορίζοντάς την με αφορισμούς του τύπου: «Είσαι σκέτη λογοτεχνία».
Όλα τα παραπάνω γυναικεία προσωπεία που αναγνώρισα δεν είναι παρά πρωτεϊκές εκφάνσεις κάποιας δυσπρόσιτης στη ρευστότητά της γυναικείας ουσίας, ίδιας και αλλότριας, αληθινής και λογοτεχνικά κατασκευασμένης, ενικής και πληθυντικής, η οποία βιώνει ξανά και ξανά τον έρωτα, τον φόβο, την απώλεια, το τραύμα, τον θάνατο.
Συνειδητοποιώ, πλησιάζοντας προς το τέλος της ανάγνωσης, ότι όλα τα παραπάνω γυναικεία προσωπεία που αναγνώρισα δεν είναι παρά πρωτεϊκές εκφάνσεις κάποιας δυσπρόσιτης στη ρευστότητά της γυναικείας ουσίας, ίδιας και αλλότριας, αληθινής και λογοτεχνικά κατασκευασμένης, ενικής και πληθυντικής, η οποία βιώνει ξανά και ξανά τον έρωτα, τον φόβο, την απώλεια, το τραύμα, τον θάνατο. Κι η Κουτσουμπέλη, γράφοντας ή ξαναγράφοντάς τες, συνομιλεί με τις κατασκευασμένες αυτές ηρωίδες, και γενικά με την προσπάθεια της λογοτεχνίας να μορφοποιήσει την ουσία τους· καταχωρίζει ανάμεσά τους τις δικές της εμπειρίες στον χάρτη των συγγραφικών και αναγνωστικών πλεύσεων, εγγράφοντας τελικά τον εαυτό της ως ηρωίδα του έργου της, «αληθινή» και αυτή όσο και κατασκευασμένη από την ίδια τη γραφή της.
Και το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ του τίτλου; Σημείωμα αυτοκτονίας, εξάλειψης, δηλαδή, του εαυτού στον ρόλο της «γυναίκας» πάνω σε μια αθέατη σκηνή, όπου παίζεται, χιλιάδες χρόνια τώρα, το δράμα της αγάπης; Σημείωμα, αντικείμενο, δηλαδή, μιας σημειωτικής διαδικασίας, ανοιχτό σε κάθε είδους ανάγνωση ή «λαθρανάγνωση», προς κανιβαλισμό στα μάτια των ξένων; Μήπως σημείωμα απελπισίας, μέσα σ’ ένα μπουκάλι στη θάλασσα του Λόγου, χωρίς να γνωρίζει η συντάκτριά του αν θα βρεθεί ποτέ τελικά παραλήπτης;
Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, με τον τίτλο «ΕΠΙΛΟΓΟΣ», διαβάζεις:
«Εσύ», ως αναγνώστης, σε αντίθεση με «αυτόν», νιώθεις βαθιά μέσα σου ότι η γυναίκα που ρωτά είναι κάτι πολύ περισσότερο από το σύνολο των στοιχείων/ρόλων/προσωπείων που την απαρτίζουν. Κι ότι μια «συλλογή ποιημάτων» δεν τελειώνει ποτέ, όσο τουλάχιστον ξαναρχίζει κάποιος να τη διαβάζει. Αλλά, αυτή δεν είναι παρά μια δική σου ανάγνωση.
* Ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ είναι διδάσκων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική).
Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ
Χλόη Κουτσουμπέλη
Πόλις 2018
Σελ. 64, τιμή εκδότη €10,00