Για τη ποιητική συλλογή του Καρατζάογλαν «Ο σεβντάς για την Ελίφ» (μτφρ. Δημήτρης Χουλιαράκης, εκδ. Το Ροδακιό) και την ποιητική συλλογή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή «Ερωτευμένος» (μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδ. Στερέωμα).
Της Χρύσας Φάντη
Τον Δεκέμβρη του 2017 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Το Ροδακιό Ο σεβντάς για την Ελίφ, ένα κομψό βιβλιαράκι 37 σελίδων με 21 ποιήματα του περιπλανώμενου Τούρκου ασίκη και τροβαδούρου του 17ου αιώνα Καρατζάογλαν. Ο σπουδαίος αυτός ποιητής εικάζεται ότι γεννήθηκε γύρω στα 1606 και έκλεισε για πάντα τα μάτια μεταξύ 1680 και 1690. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην πόλη Μουτ κοντά στη Μερσίνα και λέγεται ότι καταγόταν απ’ το χωριό Βαρσάκ, στις υπώρειες του όρους Κοζάν.
Η λέξη σεβντάς είναι από τις πιο χαρακτηριστικές που χρησιμοποιεί η ερωτική-βουκολική ποίηση των ασίκηδων για να αποδώσει τον πόνο του ερωτευμένου. Από σεβντά ξεχειλίζουν όλα τα ποιήματα των τροβαδούρων που μελοποιούσαν τους στίχους τους με το σάζι και τους τραγουδούσαν στα πανηγύρια και τα λαϊκά ξεφαντώματα.
Μια γαζέλα τοσηδά ξεστράτισε
[…]
Να την πιάσω πάσχισα, μα δεν το κατόρθωσα
Η λέξη σεβντάς είναι από τις πιο χαρακτηριστικές που χρησιμοποιεί η ερωτική-βουκολική ποίηση των ασίκηδων για να αποδώσει τον πόνο του ερωτευμένου. Από σεβντά ξεχειλίζουν όλα τα ποιήματα των τροβαδούρων που μελοποιούσαν τους στίχους τους με το σάζι και τους τραγουδούσαν στα πανηγύρια και τα λαϊκά ξεφαντώματα, από τον ιδιοφυή γενάρχη Γιουνούς Εμρέ (13ος-14ος αι.) μέχρι τον προικισμένο επίγονο Ασίκ Βεϊσέλ (20ός).
Οι ασίκηδες (ο Καρατζάογλαν υπήρξε ανάμεσά τους από τους πιο φημισμένους) ήταν περιπλανώμενοι παραμυθάδες που συχνά αυτοσχεδίαζαν τα λόγια και τα τραγούδια τους καλλιεργώντας και εμπλουτίζοντας τα δημώδη έπη του τόπου τους. Ετυμολογικά η λέξη ασίκης προέρχεται από το aşik, που στα τουρκικά σημαίνει εραστής, ερωτευμένος, παθιασμένος παράφορα με κάτι στη ζωή [1]. Ήταν καλλιτέχνες μοναχικοί που μιλούσαν και τραγουδούσαν όχι μονάχα για τον δικό τους πόνο και καημό αλλά και για τα βάσανα και τη δυστυχία του λαού τους. Σε επαφή με τους δερβίσηδες και πολύ κοντά στο πνεύμα του ποιητή Μελβανά, αν και χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση οι ίδιοι, υπερασπίστηκαν έναν πολιτισμό και μια παράδοση που πολλές φορές αμφισβητούσε τις επίσημες αρχές και την εξουσία του Πατισάχ. Ήταν, θα λέγαμε, κάτι ανάλογο με τους τροβαδούρους της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης, τους αρχαίους Έλληνες ραψωδούς και τους σύγχρονους λυράρηδες της Κρήτης. Αναμφίβολα, το έργο του ασίκη Καρατζάογλαν αποτελεί σημαντικό μέρος αυτής της παράδοσης και σημείο αναφοράς για τη δημώδη ερωτική λογοτεχνία της Ανατολίας (Aşk Edebiyatı), που στα μέρη εκείνα τραγουδιέται ακόμη και σήμερα.
Η παρούσα συλλογή ποιημάτων του, Ο σεβντάς για την Ελίφ, μεταφράστηκε από τα σύγχρονα τουρκικά από τον δόκιμο ποιητή και έμπειρο μεταφραστή Δημήτρη Χουλιαράκη. «Η Ελίφ», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στο κατατοπιστικό επίμετρο του τόμου, «ήταν κόρη εύπορης οικογένειας και μορφωμένη. Ο Καρατζάογλαν την είδε στον μπαξέ της να μυρίζει τα τριαντάφυλλα τόσο χαριτωμένα και τόσο εκστατικά, που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Εκείνη είχε ακούσει βέβαια για τον διάσημο ασίκη, και φάνηκε να εντυπωσιάζεται ακόμη περισσότερο απ’ την προσωπικότητα και τη φυσική του παρουσία, του αποκάλυψε όμως πως ήταν παντρεμένη και πως είχε παιδιά. O Καρατζάογλαν βρήκε την ευτυχία και την ίδια στιγμή την έχασε. Τότε, μες στην απελπισία του, έγραψε ένα ποίημα για τον άτυχο σεβντά του (εμβληματικό της τέχνης του και κοσμαγάπητο ανά τους αιώνες), όπως και μερικά άλλα που δυστυχώς έφτασαν στα αυτιά του συζύγου της. Εκείνος, θέλοντας να προλάβει το σκάνδαλο, ζήτησε απ’ τον καϊμακάμη της περιοχής να παρέμβει, και ο λαϊκός βάρδος με σπαραγμό ψυχής αναγκάστηκε ν’ αποχωριστεί την αγαπημένη του και, για να αποφύγει τα χειρότερα, να ξενιτευτεί σ’ άλλες πολιτείες».
Η ποίηση του Καρατζάογλαν είναι μια ποίηση γεμάτη ορμή, γήινη, σαρκική και κοντά στη φύση, ιδιαίτερα τολμηρή για την εποχή, αισθησιακή και ειλικρινής.
Η ποίηση του Καρατζάογλαν είναι μια ποίηση γεμάτη ορμή, γήινη, σαρκική και κοντά στη φύση, ιδιαίτερα τολμηρή για την εποχή, αισθησιακή και ειλικρινής. Ο Χουλιαράκης, στο επίμετρό του τόμου, αναφερόμενος τόσο στην εποχή που έζησε ο Καρατζάογλαν όσο και στον χαρακτήρα του έργου του, γράφει: «Την εποχή εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια βίαιη κοινωνική αναταραχή εξαιτίας της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Ο Καρατζάογλαν πάντως αγνόησε αυτά τα δραματικά γεγονότα και επικεντρώθηκε στη Φύση (που είχε γνωρίσει και αγαπήσει ακολουθώντας τις τουρκομάνικες φυλές στα όρη του Ταύρου) και στον ερωτικό πόθο. Τα σχεδόν πεντακόσια ποιήματα που του αποδίδονται, εκτείνονται μορφικά σε όλο το φάσμα που χρησιμοποιούσαν εκείνα τα χρόνια οι ασίκηδες. […] Η επιρροή του σε πολλούς απ’ τους σύγχρονούς του καθώς και στους κατοπινούς τεχνίτες του έμμετρου λόγου θεωρείται εξαιρετικά σημαντική, ιδιαίτερα μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, οπότε και εκτιμήθηκαν στις πραγματικές τους διαστάσεις τόσο η λυρική του δεινότητα όσο και η εκφραστική του πρωτοτυπία».
Έναν χρόνο αργότερα, το 2018, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Στερέωμα (μεταφρασμένα κι εκείνα στη γλώσσα μας από τα σύγχρονα τουρκικά), μερικά από τα 500 (περίπου) ποιήματα ενός άλλου περίφημου Τούρκου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ερωτευμένος. Οι στίχοι αυτοί είναι γραμμένοι από τον μυημένο στη φιλοσοφία των δερβίσηδων, θρυλικό σουλτάνο Σουλεϊμάν (1494-1566), τον Μεγαλοπρεπή (για τους Δυτικούς) και Νομοθέτη (για τους Οθωμανούς), ευρύτερα γνωστού για τη στρατιωτική του ιδιοφυΐα, τους πολέμους και τις κατακτήσεις του. Ωστόσο, ο Σουλεϊμάν δεν ήταν μόνο στρατιωτικός. Εκτός του ότι υπήρξε και ο ίδιος σημαντικός ποιητής και προικισμένος καλλιτέχνης (κοσμηματοποιός, που δούλευε αριστοτεχνικά το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους) ήταν και μέγας προστάτης των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης − δασκάλων, αρχιτεκτόνων, μεταφραστών, καλλιγράφων και χρονογράφων.
Ο Σουλεϊμάν δεν ήταν μόνο στρατιωτικός. Εκτός του ότι υπήρξε και ο ίδιος σημαντικός ποιητής και προικισμένος καλλιτέχνης, ήταν και μέγας προστάτης των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης − δασκάλων, αρχιτεκτόνων, μεταφραστών, καλλιγράφων και χρονογράφων.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Κατακτητής ή καρδιοκατακτητής, Σουλτάνος του σπαθιού ή του Έρωτα; Τολμηρός, οραματιστής, δίκαιος και σκληρός, όπως μόνο οι εξαιρετικά ευαίσθητοι άνθρωποι μπορούν να είναι, ο πολυσχιδής Σουλεϊμάν καταθέτει έναν έμμετρο σπαραγμό, έναν ύμνο στον έρωτα, την ομορφιά και τον πόνο. Με ποιήματα που τραγουδιούνται στους μπαξέδες απ’ τον Ερωτευμένο για την φεγγαρόλουστη Αγαπημένη, με δάκρυα-στρατιώτες της καρδιάς και δράκοντες του πάθους. Μα, πάνω από όλα, με υποταγή, θάρρος και αυταπάρνηση».
Από τον πρόλογο του βιβλίου –κείμενο εξίσου κατατοπιστικό με το επίμετρο του Χουλιαράκη, το οποίο τιτλοφορείται «Οι μορφές του Πατισάχ» και φέρει την υπογραφή της επίσης δόκιμης ποιήτριας και έμπειρης μεταφράστριας και ανθολόγου των συγκεκριμένων ποιημάτων Σοφίας Διονυσοπούλου–, πληροφορούμαστε ότι η περίπτωση του Σουλεϊμάν δεν αποτελεί εξαίρεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. «Σχεδόν τα δύο τρίτα από τους σουλτάνους, τους διαδόχους τους και τις σουλτάνες επιδίδονταν στην ποίηση. Επίσης σημαντικός ήταν ο πατέρας του, ο Σελίμ ο Α΄ αλλά και ο γιος του, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο, ο Σελίμ ο Β΄. […] Τα ποιήματά του έχουν ευρεία θεματολογία αλλά εδώ, στον συγκεκριμένο τόμο έχουν επιλεγεί κάποια από τα ερωτικά του. Οι κώδικές τους (αλληγορίες και προσωποποιήσεις) είναι οι ίδιοι που πέρασαν και στη Δύση μέσω των Αράβων και έγιναν γνωστοί από τους τροβαδούρους. Ως προς τη μορφή, είναι gazel, δίστιχα με αυστηρό μέτρο που, λόγω της πυκνότητας και της μελωδικότητας της τουρκικής γλώσσας, είναι αδύνατον να αποδοθούν στα ελληνικά ως έχουν. Ο Ερωτευμένος είναι το αηδόνι και η Αγαπημένη το ρόδο, τόπος του έρωτα ο μπαξές, συχνό θέμα τους η καρδιά που πονά και προσφέρεται από τον Μουχιμπί [2] στην Κάαμπα [3], τον οίκο της Αγαπημένης. Καρδιά που άλλοτε λαβώνεται από τους Στρατιώτες της Θλίψης ή πυρώνει από τους Στρατιώτες του Έρωτα».
Κι αλλού:
Δεν είναι τυχαίο που η συλλογή Ερωτευμένος κλείνει με ένα ποίημα της Χιουρρέμ προς τον Σουλεϊμάν, δείγμα κι αυτό της υποταγής του ερωτευμένου Σουλτάνου, όχι μόνο στα κάλλη αλλά και στο ποιητικό ταλέντο της αφέντρας του, κυρίως όμως της ευαισθησίας και του σεβασμού της Σοφίας Διονυσοπούλου προς το έργο που με γνώση ανθολογεί και με δεξιοτεχνία μεταφράζει:
Η συνομιλία ανάμεσα στις μεταφράσεις του Χουλιαράκη και της Διονυσοπούλου είναι εμφανής αφού, τόσο ο κραταιός και πολυσχιδής Σουλεϊμάν όσο και οι ταπεινοί ασίκηδες (μεταξύ των οποίων και ο Καρατζάογλαν) εμφανίζουν, αν και σε άλλο ύφος και γλώσσα, την ίδια ποιητική έξαψη και καλλιτεχνική μεταρσίωση. Οι μεταφράσεις και στους δύο τόμους είναι εκφραστικές και «πάλλουσες», ενώ δεν υστερεί και η τυπογραφική τους παρουσίαση που είναι ιδιαίτερα καλαίσθητη. Η δε σημασία τους, θεωρούμε, μεγάλη, καθώς συστήνουν στον Έλληνα αναγνώστη, με τρόπο υπεύθυνο και γλαφυρό, μια ελάχιστα γνωστή σ’ εκείνον πτυχή της οθωμανικής γραμματείας. Το εξώφυλλο του Σεβντά για την Ελίφ κοσμεί η μορφή του βάρδου Καρατζάογλαν φιλοτεχνημένη σε φύλλο δέντρου από τον μεγάλο λαϊκό καλλιτέχνη της σύγχρονης Τουρκίας Ομέρ Φαρούκ Αταμπέκ, ενώ εκείνο του Ερωτευμένου λεπτομέρεια από την καλλιγραφική υπογραφή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.» (εκδ. Γαβριηλίδης).
→ Στην κεντρική εικόνα, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και η Haseki Hurrem Sultan (La Rossa). Ξυλόγλυπτα του Matteo Pagani, που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
[1] Βλ. και Χρήστος Λαγαρίας, «Ασίκηδες: οι ερωτευμένοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», ιστότοπος Το κόσκινο, 12/7/2014.