Για τον τόμο με τα άπαντα του Ντίνου Σιώτη «Τα Ποιήματα 1969-1999» (εκδ. Κέδρος).
Της Κλεοπάτρας Λυμπέρη
Ο άνθρωπος είναι ομορφιά.
Άλλεν Γκίνσμπεργκ
Σε μια έκδοση ποιητικών απάντων, όσο κι αν η λέξη «άπαντα» απεικονίζει από μόνη της μια χρονική συνέχεια, ταυτοχρόνως υπονοεί και τις χρονικές ασυνέχειες που έχει διαγράψει όλο αυτό το διάστημα η εσωτερική ζωή του ποιητή. Δηλαδή, υπονοεί τις συγκρούσεις μέσα από τις οποίες το δημιουργικό πνεύμα ενσωματώνεται σταδιακά στα μυστήρια της γλώσσας, σε αυτή τη μάχη με τον χρόνο και τις μορφές, στον αγώνα για την κατάκτηση του ύφους, τη διαχείριση του ρυθμού, την οργάνωση της φόρμας.
Ο Σιώτης δεν έχτισε μέσα του απλές πνευματικές συνάψεις, ως ιερουργός και συλλέκτης (όπως συνηθίζει να κάνει ο καλλιτέχνης όταν έρχεται σε επαφή με το «άλλο», το ξένο που θα τον διευρύνει)· λειτούργησε καθαρά βιωματικά, με το σώμα του, τα κύτταρά του, το νευρικό του σύστημα [....] Δηλαδή έζησε, συνυπήρξε, γνώρισε, αφομοίωσε, συνένωσε.
Μελετώντας τη συλλογική έκδοση των ποιημάτων του Ντίνου Σιώτη μιας περιόδου 30 χρόνων, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι ως ποιητής αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των καλλιτεχνών που τους χαρακτηρίζει η κοσμοπολίτικη εμπειρία και η σύζευξη πολύ διαφορετικών βιωμάτων, καθώς ο ίδιος για δεκαετίες ακροβάτησε ανάμεσα σε δύο χώρες, δύο πολιτισμούς, δύο αλλότριους ιστορικά και πνευματικά κόσμους: την Ελλάδα και την Αμερική.
Στον παρόντα τόμο (σύνοψη εννέα ποιητικών συλλογών), εκτός από το υλικό που έχει παραχθεί στην Ελλάδα, διαβάζουμε έργα που γράφτηκαν στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, τη Βοστόνη, το Σικάγο, και μερικά στο Τορόντο και στην Οττάβα του Καναδά. Γράφοντας ποίηση «στο εξωτερικό», ο Σιώτης μπορούσε να νιώθει μέσα του αυτή την απόσταση από τη γενέτειρα, μια απόσταση που δεν ήταν χιλιομετρική, αλλά ονομαζόταν νοσταλγία και αποτελούσε πηγή διαρκούς συναισθηματικής ανάφλεξης. Έτσι, η συνάντηση αυτών των δυο κόσμων, της απλής Ελλάδας και της φαντασμαγορικής Αμερικής, δημιούργησε το ψυχικό μείγμα που τροφοδότησε το παρόν έργο. Επρόκειτο για μια Ελλάδα κοσμημένη από την καθαρότητα του φωτός και τη μεγαλοπρέπεια της απλότητας, και μια Αμερική η οποία, την εποχή της εγκατάστασης του Σιώτη, ζούσε την έκρηξη του καπιταλισμού αλλά και τον απόηχο των μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών ανατροπών της δεκαετίας του ’60. Στις ΗΠΑ, ο Σιώτης δεν έχτισε μέσα του απλές πνευματικές συνάψεις, ως ιερουργός και συλλέκτης (όπως συνηθίζει να κάνει ο καλλιτέχνης όταν έρχεται σε επαφή με το «άλλο», το ξένο που θα τον διευρύνει)· λειτούργησε καθαρά βιωματικά, με το σώμα του, τα κύτταρά του, το νευρικό του σύστημα, γιατί εκεί σπούδασε, εργάστηκε, συμμετείχε σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις και σε πολιτικές συγκεντρώσεις, γνώρισε τη «συμμορία των beat», συνδέθηκε με ποιητές στο ιστορικό βιβλιοπωλείο του Λόρενς Φερλινγκέτι, έκανε σχέσεις ερωτικές και επαγγελματικές. Δηλαδή έζησε, συνυπήρξε, γνώρισε, αφομοίωσε, συνένωσε.
Στον παρόντα τόμο βρίσκουμε μια σημείωση που μας ενημερώνει ότι στην έκδοση δεν έχει γίνει καμιά διόρθωση, όσον αφορά το νοηματικό περιεχόμενο και ότι «υπάρχει ακέραιη η πρώτη δημοσίευση, πέτρα μόλις κομμένη από το λατομείο». Μελετώντας ξεχωριστά κάθε συλλογή, κράτησα λίγες σημειώσεις που δίνουν ένα στίγμα για το γενικότερο κλίμα αυτής της ποίησης. Στο έργο Εμείς και ο βροχοποιός (1973), ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη ενότητα με τίτλο «Εμείς», μια αναφορά στον Υπερρεαλισμό – η επίδραση του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου στη γλωσσική διαχείριση είναι φανερή: Πέντε ποιήματα, υπό μορφήν πρόζας, με πρωτότυπες εικόνες και γλωσσικές συζεύξεις, τα οποία θέλω να τα βλέπω ως «μιμήσεις, χάριν της συνομιλίας με τους Υπερρεαλιστές», δηλαδή, ένα καλλιτεχνικό παίγνιο. Σε αυτή τη συλλογή βρίσκει κανείς και την πρώτη αποτύπωση της εμπειρίας του Σιώτη στις ΗΠΑ, στο ποίημα «Η Αμερική σε ένα χρώμα (άσπρο και μαύρο)», όπου προσεχτικά, σχεδόν τρυφερά, κάνει μια συνολική αποτίμηση για αυτόν τον πολιτισμό που όλο «πίπτει και πίπτει».
Στο έργο Δεκατρία ηλεκτρικά ποιήματα (1978), προβάλλει έντονα το πολιτικό και ανθρωπιστικό βλέμμα του Σιώτη, με θεματολογίες που μεταφέρουν την ανησυχία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου: Οι λαοί / είναι μόνοι τους / και σωτήρες πια δεν υπάρχουν. Οι άξιοι / έχουν αποσυρθεί από την κυκλοφορία. («Έρχονται μαύρες μέρες»)… Θάνατος ο Πινοσέτ με το πραξικόπημα στη Χιλή / θάνατος το μαχαίρι που άνοιξε τη νέα πληγή. («Γιατί θα αυτοκτονούσε σήμερα, αν ζούσε, ο Κώστας Καρυωτάκης»). Αν και το λεγόμενο «στρατευμένο ποίημα» είναι πολύ δύσκολο είδος και ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να γκρεμοτσακιστεί, ο Σιώτης ενδιαφέρεται σθεναρά να καταγράψει και να υποστηρίξει την πολιτική του στάση. Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ, ο πόλεμος του Βιετνάμ έχει τελειώσει, το κίνημα των Beat έχει αρχίσει να ατονεί, ο καπιταλισμός γίνεται ακόμη πιο πιεστικός για τους υποψιασμένους πολίτες. Αντιπαραβάλλοντας το αμερικανικό κοινωνικό πρόβλημα με το αντίστοιχο ελληνικό, που είναι φυσικά άλλης τάξεως, ο Σιώτης θα γράψει: Θάνατος ο αμερικάνικος πολιτισμός της πέπσι-κόλα / θάνατος της μιας δραχμής τα γιασεμιά και η τρύπια σόλα («Γιατί θα αυτοκτονούσε σήμερα, αν ζούσε, ο Κώστας Καρυωτάκης»).
Η Ελλάδα εδώ αποτελεί τον εξιδανικευμένο τόπο των συγκινήσεων, όχι όμως ως καρτποστάλ αναμνηστικής φωτογραφίας, αλλά ως εικόνα φορτωμένη με ψυχή και ζωντανή παρουσία, με έργα, ανθρώπους, πολιτική, κοινωνικά και καλλιτεχνικά γεγονότα.
Σε αυτή την τρίτη συλλογή παρατηρώ την προσχώρηση του ποιητή στους Beat και τη χρήση της χαρακτηριστικής φόρμας εκείνων, με ποιήματα ποταμούς, καταγγελίες, έντονες συναισθηματικές φορτίσεις (ο ίδιος ο Σιώτης κατά καιρούς έχει δηλώσει την εκτίμηση που τρέφει για τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ). Εντούτοις στην ποίησή του εξακολουθούν να διατηρούνται αρκετά από τα προηγούμενα χαρακτηριστικά, όπως η ρομαντική ματιά και η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ονειρευτή-ποιητή-καταγραφέα και το ελληνικό τοπίο. Η Ελλάδα εδώ αποτελεί τον εξιδανικευμένο τόπο των συγκινήσεων, όχι όμως ως καρτποστάλ αναμνηστικής φωτογραφίας, αλλά ως εικόνα φορτωμένη με ψυχή και ζωντανή παρουσία, με έργα, ανθρώπους, πολιτική, κοινωνικά και καλλιτεχνικά γεγονότα.
Από την τέταρτη συλλογή Καιρικές συνθήκες (1981), ουσιαστικά αρχίζει η ώριμη περίοδος του Ντίνου Σιώτη. Έχοντας πλέον εποπτεία πάνω στα εκφραστικά του μέσα, νιώθει πιο ελεύθερος να μιλήσει για βαθύτερα συναισθήματα και προσωπικές στιγμές. Ο λόγος του είναι συγκροτημένος, απλός αλλά και ευφάνταστος, το βίωμα εδώ ξεπερνά την ανάγκη για περιγραφικότητα, η συγκίνηση παράγεται από τα βαθιά. Σημειώνω ένα χιουμοριστικό ποίημα που μου άρεσε ιδιαίτερα: Καλά έκανες Κάλα / κι έμεινες στη σκάλα της Νόβας Γιόρκης / μακριά, πολύ μακριά από τις γαρδούμπες / και τα αλατισμένα φινιστρίνια του Ναϊάς / λουκούμια συριανά εδώ δεν έχει / μήτε χαλβαδόπιτες κι αφροδισιακά Μυκόνου / μηδέ κόλλυβα τηνιακά / όμως η 5η λεωφόρος γίνεται υπερωκεάνειο τα βράδια / πλέοντας με τα φώτα όλα στη διαπασών / πάνω από τους σφυγμούς του Village.
Ο Ντίνος Σιώτης |
Με τον τίτλο της πέμπτης συλλογής, Κλιματιζόμενοι Διάδρομοι (1986), ο Σιώτης παραφράζει τον τίτλο του βιβλίου του Αμερικανού Χένρυ Μίλερ Κλιματιζόμενος εφιάλτης. Ο Μίλερ έγραψε μια ηχηρή καταγγελία για τη βαριά άρρωστη Αμερική, που απώλεσε το παλιό πρόσωπό της και πλέον αργοπεθαίνει μέσα στην κόλαση της υλοφροσύνης. Ειδικά σε αυτό το βιβλίο, ο Σιώτης δεν καταγγέλλει, απλώς συγκεντρώνεται στη «δική του» Αμερική, στις εικόνες και τις ατμόσφαιρές της, παρατηρεί, αποταμιεύει, καταγράφει στιγμές, φέρνει στο φως λεπτές αισθηματικές αποχρώσεις: Kαι την άλλη μέρα / στο διάδρομο του ποιήματος / βλέπω το Σαν Φρανσίσκο / με ανοιχτές ομπρέλες / και την ίδια μέρα / όχι άλλα δάκρυα φωνάζουν / οι εκδρομείς συναισθημάτων. Το βλέμμα του ποιητή αυτή τη χρονική περίοδο έχει γίνει ιδιαίτερα τρυφερό και ανθρώπινο, εξωτερικεύοντας μια ψυχική πληρότητα. Μόνο ελάχιστα αιχμηρά κοινωνικά σχόλια θρυμματίζουν το συνολικό ήρεμο τοπίο της συλλογής. Ξεχωρίζω τα πεζά-ποιήματα της αρχής: «Οι μαγνήτες», «Στους λόφους της Οκλάνδης», «Τα συρτάρια», «Ελπίδα» (κομμάτια εντελώς διαφορετικά στη δομή και στον τόνο από τα υπόλοιπα – τόσο διαφορετικά, που αισθάνομαι ότι μάλλον προστέθηκαν τελευταία στιγμή), και τα οποία συνθέτουν μια άτυπη επιμέρους ενότητα μέσα στο βιβλίο. Παραθέτω μερικούς στίχους: Η Νάνσυ είναι καταρράχτης μεθυσμένης νύχτας, βαρύ επίθετο μέσα στην ουσιαστική μου θλίψη. Η Νάνσυ λάμπει όλο πόδια («Η Νάνσυ»)… Οφθαλμόν αντί οφθαλμού / και οδόντα αντί οδόντος […] θα μπορούσαν όμως να αλλάξουν όλα / και να λέμε στόμαχον αντί στομάχου / καθώς θα κόβεται η αναπνοή μας / μέσα σε ξύλινα κουτιά. («Οφθαλμόν αντί οφθαλμού»).
Ποιήματα για απλές στιγμές, για τοπία του άστεως και της υπαίθρου, μικρές λεπτομέρειες και κάδρα, δρόμοι, γειτονιές, νησιά, δροσερές θαλασσινές αύρες, αλλά και πολιτική σκέψη, κοινωνική κριτική, ανθρωπιστική στάση.
Στις επόμενες τρεις συλλογές, τη Μηχανή των Μυστικών (1993), Τήνος, ποιητική περίληψη (1997) και το Μουσείο Αέρος (1999), ο Σιώτης, που ζει πλέον στην Ελλάδα, τροφοδοτείται ποιητικά εξολοκλήρου από τα ελληνικά του βιώματα. Ποιήματα για απλές στιγμές, για τοπία του άστεως και της υπαίθρου, μικρές λεπτομέρειες και κάδρα, δρόμοι, γειτονιές, νησιά, δροσερές θαλασσινές αύρες, αλλά και πολιτική σκέψη, κοινωνική κριτική, ανθρωπιστική στάση. Η απλότητα είναι κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου, η απέριττη λέξη, το απέριττο νόημα, ως εάν ο ποιητής να απολαμβάνει μια αργία, ευρισκόμενος στο κέντρο του, χωρίς ενδιαφέρον για τη «λογοτεχνικότητα» αλλά με εμπιστοσύνη στην ειλικρινή γλώσσα των αισθημάτων του.
Νομίζω, η πιο λυρική περίοδός του παρόντος τόμου βρίσκεται αποτυπωμένη στο έργο Τήνος, ποιητική περίληψη (1997), όπου το συναίσθημα ενώνεται με την οραματική διάσταση του βλέμματος και το εντύπωμα της παιδικής αθωότητας, για να καταγραφεί η πιο βαθιά ζωή του ποιητικού υποκειμένου, εκεί όπου η πραγματικότητα, η φαντασία, η ανάμνηση και η υπέρβαση της γλώσσας, συνεργάζονται σε μια μέθεξη, που ανυψώνει την ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή σε συμβάν άκρως ποιητικό: Τήνος Τήνος / τοκετοί χωραφιών / συσπάσεις της φύσης / αποπλανήσεις δέντρων / έναυσμα ομορφιάς στα κύματα / πρελούδιο ομορφιάς που σβήνει / περιπλανήσεις του τρελού βοριά.
Και τέλος στην έβδομη συλλογή, Iωνάς (1999), που έχει παραχθεί εξ ολοκλήρου στη Βοστόνη, ο Σιώτης θα γράψει συνοψίζοντας το βίωμά του από τις χώρες του εξωτερικού: Στα ξένα δεν βρήκαμε παρελθόν / στην πατρίδα μόνο το παρελθόν / μας ανοίγει τις πόρτες και μας μιλά / σε γλώσσα που δεν μιλιέται («Το παρελθόν»).
Η Αμερική περνάει στην ποίηση του Σιώτη ως ένα καταστάλαγμα εμπειριών και εικόνων αλλά και μέσα από πολιτικά και κοινωνικά σχόλια που μπορεί να μη διαθέτουν την πρόκληση, την αθυροστομία και την αιχμηρή ματιά του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, κρατούν όμως ζωντανό το πολιτικό διακύβευμα και το ανθρωπιστικό αίσθημα.
Η Αμερική περνάει στην ποίηση του Σιώτη ως ένα καταστάλαγμα εμπειριών και εικόνων αλλά και μέσα από πολιτικά και κοινωνικά σχόλια που μπορεί να μη διαθέτουν την πρόκληση, την αθυροστομία και την αιχμηρή ματιά του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, κρατούν όμως ζωντανό το πολιτικό διακύβευμα και το ανθρωπιστικό αίσθημα. Η έννοια του ανθρωπισμού που χαρακτηρίζει συνολικά την ποίηση του Ντίνου Σιώτη, από την αρχή της πορείας του μέχρι σήμερα, αποκαλύπτει και τη διάθεσή του να θέσει στο κέντρο του ναού τον άνθρωπο, επιλέγοντας να τονίσει το ηθικό υπόβαθρο, και όχι την καλλιέπεια μιας αισθητικής, η οποία, προς χάριν της φόρμας, αυτονομείται από τη ζωή.
Νομίζω πως το κλειδί για την παρούσα έκδοση τριάντα χρόνων ποιητικής δράσης, δίνεται από τον ίδιο τον ποιητή στο ποίημα «Ζωντανή Σύνδεση»: Συχνά οι νύχτες είναι πέτρινες και / τότε αισθάνομαι πιο ασφαλής κάνοντας / ζωντανή σύνδεση με πρόσωπα, πόλεις, ταξίδια / ρυμοτομίες αισθημάτων. Έτσι κι απόψε / σύνδεσα ζωντανά Τήνο με Νέα Υόρκη / Αιγαίο με Ειρηνικό, Σαν Φρανσίσκο με Τορόντο / το 1962 με τη Βουρνάζου και τη Βουκουρεστίου.
Κατασκευάζοντας ένα σύμπαν από διαφορές, ο Ντίνος Σιώτης απεργάζεται τη σύνθεση και τη συνένωση. Η παρούσα συλλογική έκδοση εικονίζει αυτή τη συνάντηση πολιτισμών, ψυχισμών και υλικών σημείων, που συγκρούονται, ανταλλάσσοντας ιδιαιτερότητες και αναμειγνύοντας στοιχεία, ώστε να γίνει πιο ευανάγνωστη η ανθρώπινη ταυτότητα και οι ποικίλες πλευρές της. Ο θεωρητικός και ποιητής Νικόλας Κάλας, σημαντικός Έλληνας διανοούμενος που έζησε στις ΗΠΑ για πενήντα χρόνια, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό τον εκεί κριτικό λόγο, υποστήριξε με πάθος την ανθρωπιστική παράδοση, κηρύσσοντας τον πόλεμο σε κάθε απολιτική και ανιστορική αντίληψης της τέχνης. Τα ίχνη του ακολουθεί πιστά ο ποιητής Ντίνος Σιώτης, ο οποίος από πολύ νωρίς έχει εντάξει στη ζωή του και στο έργο του τη σκέψη του Πρωταγόρα: «Η απάντηση είναι ο άνθρωπος».
* Η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Το μηδέν σε φωλιά» (εκδ. Γαβριηλίδης).
→ Στην κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από τον πίνακα του Οδυσσέα Τοσουνίδη, Τήνος.
Τα ποιήματα 1969-1999