Για την ποιητική συλλογή της Σάντις Βασιλείου «28 μέρες κάτω από τη γη» (εκδ. Θράκα).
Του Γιώργου Κ. Ψάλτη
Με σημειώσεις από το ημερολόγιο ενός κοριτσιού, ενώ έψαχνε τρόπο να διαχειριστεί τα σκοτάδια του και να ισορροπήσει στη ζωή μακριά από το σύνορο του θανάτου μοιάζουν οι 28 μέρες κάτω από τη γη, που αρχίζουν με τη σχεδόν βιβλική επιγραφή «Και είπε η μέρα στον ήλιο: / “Μείνε / Θα γίνω σκοτάδι αν φύγεις”».
Έσκαψε στα χέρια της έναν τάφο για να θάψει τον ήλιο, να τον κρατήσει μέσα της, να έχει το πτώμα του κάτω από το δέρμα της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που προέκυψε να ακυρώσει τη ζωή της. Ένα βράδυ δανείστηκε φτερά, ανέβηκε στην ταράτσα και φλέρταρε με την ιδέα να πετάξει.
Το βιβλίο περιλαμβάνει το ποίημα «Είκοσι οκτώ μέρες», που είναι κεντρικό όπως συνήθως ισχύει όταν ο τίτλος ενός ποιήματος συναντάται στο εξώφυλλο. Το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται σε έναν χώρο χωρίς καθρέφτες επειδή κυνηγούσε τις φλέβες της. Έσκαψε στα χέρια της έναν τάφο για να θάψει τον ήλιο, να τον κρατήσει μέσα της, να έχει το πτώμα του κάτω από το δέρμα της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που προέκυψε να ακυρώσει τη ζωή της. Ένα βράδυ δανείστηκε φτερά, ανέβηκε στην ταράτσα και φλέρταρε με την ιδέα να πετάξει. Σε ένα άλλο ποίημα, απλώνει τα χέρια προς τον ουρανό, βρίσκουν σε μια θηλιά που κρέμεται από το ταβάνι. Θέλει να την περάσει στον λαιμό της.
Το κορίτσι αυτό, ποτέ δεν διάλεξε την απόγνωση. Νήπιο, τρέχει πίσω από τη μητέρα του για να θηλάσει. Εκείνη, δίνει τα στήθη της σε κάποιον άλλον. Το νήπιο, κορίτσι πια, βυζαίνει τον εαυτό της. Κοντεύει πια στην εφηβεία, οι γονείς τής έχουν δέσει τα μάτια, την τραβούν απ’ τον λαιμό μ’ ένα σχοινί. Η μητέρα τη φιλάει, ο πατέρας στέκεται στη γωνία του: «Πρόσεχε, είπε / Να μη φύγεις απ’ το δρόμο του Θεού». Όταν ήταν δώδεκα χρονών, οι γονείς της την είχαν σπρώξει σ’ έναν γκρεμό. Ενώ έπεφτε, άκουσε τους πρώτους ψαλμούς. Καθοριστικοί είναι οι γονείς στο βιβλίο, ιδιαίτερα ο πατέρας, που σε ένα ποίημα φοράει το καλό του ράσο και χτυπά με την ξύλινη σκούπα αυτά που θεωρεί ως δαιμόνια εντός της κόρης του. Δηλαδή, τον άγγελό της, το δεύτερο πρόσωπο του κοριτσιού, που έχει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, μάλιστα αφηγείται πέντε από τα δεκατρία ποιήματα του πρώτου μέρους. Και τα δύο πρόσωπα, και το κορίτσι και ο άγγελός του, μας δίνουν περιστατικά, συμβάντα και γεγονότα που οδηγούν στο κεντρικό ποίημα «Είκοσι οκτώ μέρες».
Θεωρεί πως η ευτυχία ποτέ δεν τη θέλησε, όμως η δυστυχία δεν τη χωράει πια, κι έτσι φτιάχνει δικό της ορισμό για τι σημαίνει να είναι κανείς καλά.
Το δεύτερο μέρος, δεκατέσσερα ποιήματα, αρχίζει με επιγραφή περίπου αντίθετη από το πρώτο, παρομοίως βιβλική: «Και είπε η μέρα στον ήλιο: / “Φύγε / Αγάπησα το σκοτάδι”». Θεωρεί πως ευτυχία ποτέ δεν τη θέλησε, όμως η δυστυχία δεν τη χωράει πια, κι έτσι φτιάχνει δικό της ορισμό για τι σημαίνει να είναι κανείς καλά. Έχει πάντως φόβο για τους άλλους και τον κόσμο, αλλά και για τον εαυτό της και καταθέτει με ανησυχία την επιθετικότητά της. «Έτοιμη, σχεδόν, να σας κατασπαράξω». Αλλού: «Το μεγάλο κορίτσι πετάει πέτρες στις λάμπες / Του αρέσει / Να σπάει φεγγάρια». Προσπαθεί να προσεγγίσει τις συμπεριφορές των γονιών της. Χωρίς επιείκεια, σπαρακτικά, με χιούμορ, σαρκασμό και αυστηρότητα. Σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο, τους ζητάει παράδοξη συγγνώμη σε μία ασφυκτική για τον αναγνώστη παράθεση ταμπού τους, που για να τα ξεφύγει έφτασε με θλιμμένη οργή μέχρι το όριο του θανάτου. Απολογείται μέχρι επειδή κλαίει κι επειδή γελάει.
Η αίσθηση του βιβλίου είναι αυτή ενός μωρού που μεγαλώνει, μεγαλώνει, παραμένει μωρό, μεγαλώνει, γίνεται μεγαλύτερο από τα έπιπλα και τους ανθρώπους, συνεχίζει να μεγαλώνει, να φουσκώνει, παραμένει ένα γλυκό μωρό, καταλαμβάνει όλο το δωμάτιο, οι τοίχοι εξαϋλώνονται, το πάτωμα και το ταβάνι εξαϋλώνονται, το μωρό, ακίνητο, άγαλμα, χαμογελά, αιωρείται, ακίνητο παρακολουθεί την αδιαφορία όσων πριν ήταν στο δωμάτιο μαζί του. Το μωρό αυτό, το κορίτσι που μας αφηγείται, διανύει μεγάλη απόσταση στην εξέλιξη του βιβλίου. Στο πρώτο ποίημα, είναι μόνο του με τον άγγελό του, έχει κρυφτεί κάτω από τη γη, τα σκουλήκια το καλωσορίζουν. Στο προτελευταίο ποίημα του βιβλίου, τα χλευάζει: εύχεται τα μάτια των ανθρώπων να τους κάθονται στον λαιμό. Ο πρώτος στίχος του βιβλίου είναι «Κάποτε άνοιξες την πόρτα / και βρήκες το σπίτι άδειο από ανθρώπους». Το τελευταίο ποίημα αρχίζει με τον στίχο «Έχτισαν ένα καινούργιο σπίτι». Και οι 28 μέρες κάτω από τη γη τελειώνουν με τον στίχο: «Κι εγώ δυστυχώς / Θέλω να ζήσω».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΨΑΛΤΗΣ είναι ποιητής.
→ Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει», 23 Φεβρουαρίου 2018.