Για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Τζανετάκη «Θαμπή πατίνα» (εκδ. Πόλις).
Του Κωνσταντίνου Κωστέα
Ο ποιητής, παραλληλίζοντας την καταλυτική, μη αναστρέψιμη επίδραση που ασκεί ο καλπασμός του χρόνου στα «βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής» με την οξείδωση των χημικών αντικειμένων, χρησιμοποιεί ως τίτλο της καλαίσθητης ένατης συλλογής ποιημάτων του τη συνεκφορά Θαμπή Πατίνα. Εστιάζοντας στη φράση αυτή καθ΄ αυτή (η Μαρία Στασινοπούλου σημείωσε τον πλεοναστικό χαρακτήρα του επιθετικού προσδιορισμού) συμπεραίνουμε ότι η αναπόφευκτη σωματική διάβρωση ασκεί αφόρητη ψυχική πίεση στο ποιητικό υποκείμενο. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να σταθούμε στην ευρεία διακειμενικότητα που συνέχει την ποιητική του Τζανετάκη, καθώς στις σελίδες της Θαμπής Πατίνας υπολανθάνει ο ελεγειακός Μίμνερμος και το προσωπείο του Ιάσωνος Κλεάνδρου, το οποίο επινοεί ο Καβάφης αισθανόμενος τις φρικτές πληγές του γήρατος. Επηρεασμένος από τα διδάγματα του Μεγάλου Αλεξανδρινού ο ποιητής αναζητεί «δοκιμές νάρκης του άλγους» μετουσιώνοντας την πλημμυρίδα των αναμνήσεων που τον κατακλύζουν σε λιτό, δίχως περιττά φτιασίδια, αλλά μεστό και επιμελημένο ποιητικό λόγο.
Χρησιμοποιώντας ως προμετωπίδα τη φράση του Μπόρχες «Εγώ είμαι. Εγώ θέλω να 'μαι. Εγώ αιμορραγώ» ο ποιητής προσπαθεί να δείξει στον αναγνώστη, μα κυρίως να πείσει τον εαυτό του πως πασχίζει να παραμείνει ο ίδιος.
Χρησιμοποιώντας ως προμετωπίδα τη φράση του Μπόρχες «Εγώ είμαι. Εγώ θέλω να 'μαι. Εγώ αιμορραγώ» ο ποιητής προσπαθεί να δείξει στον αναγνώστη, μα κυρίως να πείσει τον εαυτό του πως πασχίζει να παραμείνει ο ίδιος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο προσπαθεί να φέρει στην επιφάνεια ό,τι τον συνθλίβει και ζητεί από τη δοκιμασμένη ποιητική του γραφίδα τη δύναμη που θα τον κρατήσει αλώβητο από τα χαίνοντα χάσματα. Τα τελευταία αρπάζουν αδιάκοπα αγαπημένα πρόσωπα και συνήθειες του παρελθόντος. Στόχος του, να δείξει στον αναγνώστη, μα κυρίως να πείσει τον εαυτό του πως παραμένει ο ίδιος παρότι έχει πληγεί. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως εκμυστηρεύεται, ξεπηδά έξαφνα μέσα από τα ποιήματα όπως ο Χίτσκοκ στις cameo εμφανίσεις του.
Το κουβάρι της μνήμης ξετυλίγει τα πρώτα βήματα στην Καλαμάτα και φέρνει στην επιφάνεια την άχνη του λουκουμιού και τα ψίχουλα του αντίδωρου που σκόρπισε ο αέρας, τα μαθήματα στο ωδείο της πόλης σε ηλικία 7 ετών και μια αναμνηστική φωτογραφία μιας σχολικής εκδρομής στην παραλιακή οδό Ναυαρίνου της μακρινής δεκαετίας του 1960. Τυπικό σκηνικό της ελληνικής επαρχίας των περασμένων δεκαετιών αποτελεί και το νυχτερινό ταξίδι με το ΚΤΕΛ σε δρόμους παλιούς γεμάτους στροφές. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στο χιονισμένο δέκτη μιας τηλεόρασης Uranya, που μεταδίδει αγγλικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες. Επιστρέφοντας ξανά στο παρελθόν ο ώριμος πλέον ποιητής βλέπει τους ποδοσφαιρικούς τους ήρωες να μεγαλώνουν και να καταπονούνται σωματικά και ψυχικά. Ακόμα όμως διατηρεί ακέραιες τις ελπίδες του, όπως τουλάχιστον φαίνεται, στο ποίημα «Αξύριστοι Θλιμμένοι»:
Παρά την αισιόδοξη διάθεση που συναντάμε μεταξύ άλλων στα ποιήματα «Θα πάμε πάλι» και «Άλλοι κι οι δύο», η ενατένιση της μνήμης πονά. Επιβεβαιώνοντας το παραπάνω απόσπασμα από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ του Σεφέρη, ο Τζανετάκης ανακαλεί μια Κυριακή στη «Βρεγμένη Αριστομένους...» (κεντρική οδός τότε και σήμερα της Καλαμάτας), η οποία σημαδεύτηκε από την ημιτελή προβολή μιας ταινίας, επειδή το παιδί που μετέφερε την μπομπίνα από το άλλο σινεμά έπεσε από το μηχανάκι:
Πολλές φορές έρχεται ηθελημένα σ’ επαφή με το βασίλειο των νεκρών, ψάχνοντας τα θνητά τους μάτια, ή παρομοιάζοντας όσους χάθηκαν «με σφήκες που 'χάσαν το κεντρί, με πεταλούδες που 'χάσαν το χνούδι». Χρέος του να διατηρήσει ζεστούς τους φίλους που πέταξαν.
Μονάχη κατάληξη της ρευστότητας που συνέχει τ' ανθρώπινα είναι ο θάνατος. Ο ποιητής πασχίζει ν' αναμετρηθεί μαζί του ατενίζοντας το στιλπνό ξύλο το οποίο μεταφέρουν οι νεκροφόρες ή τραβώντας τις κουρτίνες όσο εμφανίζονται στα σπλάχνα του εναπομείναντος κομματιού του οι σκιές των γονιών του λίγο πριν φύγουν οριστικά. Κάποια στιγμή όμως συμβιβάζεται με τον αδήριτο όλεθρο, ενώ τον βλέπει να καραδοκεί δίπλα του. Δεν διστάζει μάλιστα να εξομολογηθεί ότι κάθε χαρούμενη γιορτή γι’ αυτόν είναι πια μια πρόβα πένθους. Πολλές φορές έρχεται ηθελημένα σ’ επαφή με το βασίλειο των νεκρών, ψάχνοντας τα θνητά τους μάτια, ή παρομοιάζοντας όσους χάθηκαν «με σφήκες που 'χάσαν το κεντρί, με πεταλούδες που 'χάσαν το χνούδι». Χρέος του να διατηρήσει ζεστούς τους φίλους που πέταξαν.
Ιδιαίτερη υποβλητικότητα υπάρχει στις σκηνές που περιγράφουν το φευγιό μιας αγαπημένης γυναίκας, δεδομένου ότι η έκκριση του συναισθήματος κορυφώνεται όταν το ποιητικό υποκείμενο ξεσπά: «τι πας να κάνεις γύρνα πίσω/ έχω ανάσα να σε ζήσω» κι αλλού: «μη μου χαλάς/ δεν ξέρω/ πώς σε φτιάχνουν πάλι/ δεν έχω /άλλο παιχνίδι μη» ή προσπαθεί να δώσει ποιητική διάσταση στο φιλί του τελευταίου ασπασμού. Αυτές οι φορτισμένες, πένθιμες σκέψεις του ποιητή ξεφεύγουν από τον νοσταλγικό τόνο που είναι διάχυτος στα πρώτα ποιήματα της συλλογής και φτάνουν βαθμιαία σε μια διάθεση παραίτησης, μοτίβο που μας θυμίζει την πεισιθάνατη ποιητική γενιά του Μεσοπολέμου, αφού ο Τζανετάκης λίγο πριν το τέλος της συλλογής αξιοποιώντας το εκφραστικό μέσο του κύκλου επιστρέφει στο πρώτο ποίημα και συμπληρώνει: «βγάλτε με/ απ’ το καστ/… αυτό το φιλμ δεν/ θέλω πια/ δεν παίζω άλλο», ενώ κλείνοντας φαίνεται πως συνομιλεί με τον Βιζυηνό αναζητώντας κι αυτός το φως που μαράθηκε κι «έπαψε να τρέχει στ' άνθη».
Κλείνοντας πρέπει να εξάρουμε την πολυδιάστατη στιχουργική δεινότητα του ποιητή καθώς στην Θαμπή Πατίνα συνδυάζονται εκτενή και επιγραμματικά ποιήματα, ενώ παράλληλα σμιλεύεται η παραδοσιακή μας ποίηση με τον ελεύθερο στίχο (στοιχείο μοντερνισμού) χωρίς να αλλοιωθεί η ταυτότητα του έργου. Την αισθητική του αναγνώστη μεταξύ άλλων μαγνητίζουν και οι επιγραμματικοί, αλλά άρτιοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι: «Χωρίς ασπράδι πώς θωρείς/ δίχως χορδές πώς κρένεις» αποκαλύπτοντας τη μαθητεία του ποιητή στον ανώνυμο δημιουργό του δημοτικού τραγουδιού και τον Διονύσιο Σολωμό. Η αναδρομή στην ανέμελη παιδική ηλικία οδηγεί μεταξύ άλλων στη μίμηση του ύφος των παιδικών τραγουδιών ή των νανουρισμάτων: «Ω τι χέρι τι βελόνι/ τα κουμπάκια του ξηλώνει/ πώς αρπάζονται απ’ τη φόδρα/ καθώς πέταλα απ’ τα ρόδα».
Υπολογίζοντας το διάστημα των δεκατριών ετών που χωρίζει τις δύο τελευταίες συλλογές του ποιητή Βίος βαθύς (2004) και Θαμπή πατίνα (2017) προσδοκούμε στο εξής ο Γιάννης Τζανετάκης να επισκέπτεται συχνότερα τον αναγνώστη.
* Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΕΑΣ είναι φιλόλογος.
→ Στην κεντρική εικόνα πίνακας του Lucian Freud (1922-2011).
Θαμπή πατίνα
Γιάννης Τζανετάκης
Πόλις 2017
Σελ. 64, τιμή εκδότη €10,00