Για το βιβλίο της Άλις Όσβαλντ «Μνημείο Πεσόντων» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Μελάνι).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Ότι η ιστορία είναι ένας χώρος και ότι υπάρχουν πολλαπλές διαδρομές και διαφορετικές οπτικές μέσα σε αυτόν δεν είναι απαραίτητα κάτι το προφανές, σίγουρα όμως δεν είναι και κάτι το παράδοξο. Το ίδιο ισχύει και για τον μύθο και για το έπος – συμμετέχουν στη ίδια λογική που θέλει να υπάρχει μια οικονομία στην αναπαράσταση της βίας και της απώλειας, μία συγκεκριμένη αφαίρεση η οποία εξυπηρετεί έναν ηθικό κανόνα μακράς πνοής βασισμένο σε περιγράμματα του καλού και του κακού συνδεμένα σε μια διπλή, ταυτόχρονη κίνηση ηρωοποιήσης-απαξίωσης.
Από την άλλη, το ζήτημα των κυρίαρχων αναπαραστάσεων, των κεντρισμών στην προσέγγιση της ιστορίας, των αγκυλώσεων που μαστίζουν την ίδια τη λογική έχει απασχολήσει και συνεχίζει να απασχολεί όλο και πιο έντονα τη σύγχρονη θεωρία, ειδικά τώρα που το διάγραμμα των διαχωρισμών και των εξαρτήσεων σε επίπεδο χωρών έχει αλλάξει ριζικά τις τελευταίες δεκαετίες (τέλος του Ψυχρού Πολέμου, διαδικασίες απο-αποικιοκρατίας)· αλλά και σε επίπεδο κοινωνιών, επιτακτικά αιτήματα χειραφέτησης και κατοχύρωσης δικαιωμάτων από ομάδες και κινήματα υποκινούν συστηματικά και επίμονα μετατοπίσεις και αλλαγές εστίασης στο εσωτερικό της σύγχρονης ιστοριογραφίας.
Η Oswald υφαίνει τη δική της πλοκή μέσα από τη συνθετική της επιλογή να θέσει με όρους αλληλουχίας και αντιπαραβολής φωνές, παρομοιώσεις, αναμνήσεις, αλλά και μέσα από την αφαίρεση των συμφραζομένων που ίσως, μέσω της απουσίας τους, η συναίρεση του αρχαίου με το σύγχρονο και η διαχρονικότητα του κλασικού να γίνονται αντιληπτά πολύ πιο έντονα.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να δει κάποιος το Μνημείο Πεσόντων (Memorial, 2011) της Βρετανίδας Alice Oswald (γενν. 1966) την οποία συστήνει στο ελληνικό κοινό η Μυρσίνη Γκανά μέσα από μια εξαιρετική μετάφραση και μια περιεκτική εισαγωγή στην οποία η μεταφράστρια θέτει το ερώτημα της μνήμης του περάσματος από τη ζωή, ένα πέρασμα «σύντομο» και «απρόβλεπτο», αλλά και «μοναδικό» και «πολύτιμο». Ωστόσο, το ερώτημα της μνήμης εδώ είναι σύνθετο, δεν έχει να κάνει με τον μεμονωμένο θάνατο, αλλά με τη μαζικότητά του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η λήθη και η ανωνυμία εμφανίζονται κατά κανόνα ως φυσικές συνέπειες, και ενάντια σε αυτές έχουν αναπτυχθεί και συνεχίζουν να αναπτύσσονται στον χώρο της λογοτεχνίας και όχι μόνο διαδικασίες μνήμης και ταυτοποίησης που αποσκοπούν στην απόδοση δικαιοσύνης σε αυτό το άλλο της ιστορίας που αποσιωπείται, μια μορφή δικαιοσύνης που σε ένα ελάχιστο επίπεδο θέλει να περισώσει από την ανωνυμία, να προστατεύσει από την κοινοτοπία, να αναδείξει τον κυνισμό της λογιστική προσέγγισης της απώλειας, του θανάτου.
Το εγχείρημα της Oswald έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Η Oswald, στη δική της εισαγωγή, αναλύει τις προθέσεις της στη βάση ενός κρίσιμου διαχωρισμού: την Oswald την ενδιαφέρει η ατμόσφαιρα της Ιλιάδας και όχι η πλοκή, η ουσία και όχι η μεταμφίεση, οι βιογραφίες και όχι η δράση. Ωστόσο, η Oswald υφαίνει τη δική της πλοκή μέσα από τη συνθετική της επιλογή να θέσει με όρους αλληλουχίας και αντιπαραβολής φωνές, παρομοιώσεις, αναμνήσεις, αλλά και μέσα από την αφαίρεση των συμφραζομένων που ίσως, μέσω της απουσίας τους, η συναίρεση του αρχαίου με το σύγχρονο και η διαχρονικότητα του κλασικού να γίνονται αντιληπτά πολύ πιο έντονα.
Το προφορικό νεκροταφείο της Oswald ξεκινάει με εννιά στήλες: 214 ονόματα πεσόντων. «Ο πρώτος που πέθανε ήταν ο Πρωτεσίλαος». Για καθέναν πολεμιστή που μνημονεύεται, η Oswald αναφέρεται συνήθως στους ανθρώπους που μένουν πίσω και θρηνούν, περιγράφοντας ωμά τον τρόπο του θανάτου, ενταγμένο σε ένα φυσικό περιβάλλον, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις έχει τον χαρακτήρα επωδού, μια επωδός που μπορεί κάποιος να την αντιληφτεί και ως μια τελευταία αίσθηση,
Όπως μια σταγόνα από το χυμό του σύκου μες στο γάλα / μυστηριωδώς το πήζει / λες και μια σταγόνα λήθαργου πέφτει μες στον κουβά / και η γυναίκα που ανακατεύει / σταματά
ως ένα τελευταίο βλέμμα:
Όπως το αναπόδραστο μάτι / του αετού από ψηλά / κάτω από την ακτίνα του οποίου / ο γρήγορος σαν τη σκιά λαγός δεν καταφέρνει να κρυφτεί / μπρούμυτα στο χώμα / ενός φυλλώδους δάσους / αυτό το περιφερόμενο μάτι ρίχνει ένα βλέμμα / και σκοτώνει.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.