Για το βιβλίο της Μάνιας Μεζίτη «η μαύρη ανάμεσα» (εκδ. Κύμα).
Της Ειρήνης Μαργαρίτη
Μαύρα μάτια, μαύρο πρόβατο, μαύρη αλήθεια, μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρα μεσάνυχτα, μαύρη η ώρα κι η στιγμή, μαύρη πέτρα, μαύρα κατάστιχα, μαύρο χρήμα, μαύρη τρύπα, μαύρη κι η Μάνια Μεζίτη ανάμεσα σε τόσες συνεκφορές που συναντάμε στην ελληνική γλώσσα με αρνητικό συνήθως πρόσημο. Ένας τολμηρός τίτλος για μια εξίσου τολμηρή ποιητική συλλογή που αποτελείται από σαράντα τέσσερα μικρά σε έκταση ποιήματα και χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες. Η ποιήτρια, μια θεά της δικής της μικρής γης, συνθέτει με τη συλλογή αυτή κάτι που θα ονόμαζα φανταστική μικρο-αυτοβιογραφία με λέξεις «που εφαρμόζουν σωστά, με λέξεις που δεν επιτρέπουν να στραβώσει η ραφή αλλά κεντράρουν ακριβώς στο πίσω μέρος της γάμπας».
Ακόμη και τα ονόματα αγαπημένων της ποιητών (Λειβαδίτης, Ασλάνογλου, Σεφέρης, Σαχτούρης) ξεκινούν με πεζό, λες κι άμα μικρύνουν οι γίγαντες θα χωρέσουν καλύτερα μέσα μας. Ή ίσως επειδή όσο μεγαλώνουμε καταλαβαίνουμε πως, όπως κι αν μιλάμε για την ποίηση, στο τέλος μιλάμε πάντα για ανθρώπους.
Μια συλλογή στην οποία δεν συναντάμε κανένα κεφαλαίο γράμμα, λες και τα πράματα εδώ δεν έχουν κεφαλαιώδη σημασία ή λες και όλα πρέπει να αλλάξουν διαστάσεις για να καταφέρουμε να αγγίξουμε τη σημασία τους. Ακόμη και τα ονόματα αγαπημένων της ποιητών (Λειβαδίτης, Ασλάνογλου, Σεφέρης, Σαχτούρης) ξεκινούν με πεζό, λες κι άμα μικρύνουν οι γίγαντες θα χωρέσουν καλύτερα μέσα μας. Ή ίσως επειδή όσο μεγαλώνουμε καταλαβαίνουμε πως, όπως κι αν μιλάμε για την ποίηση, στο τέλος μιλάμε πάντα για ανθρώπους. Οι τέσσερις αυτές ενότητες μοιάζουν να μετακινούν την ποιήτρια από τόπο σε τόπο και να τη διευκολύνουν να ιστορήσει με τον δικό της αφαιρετικό τρόπο όσα την έχουν διαμορφώσει και εξακολουθούν να τη διαμορφώνουν. Κάθε ενότητα με τη δική της αυτόνομη θεματική. Κάθε τίτλος ενότητας με τη δική του λειτουργία.
Μια γυναίκα γράφει, λοιπόν, αλλά τι είναι μια γυναίκα που γράφει; Ή μάλλον, τι είναι μια γυναίκα; Η Βιρτζίνια Γουλφ σε μια ομιλία της για την κοινωνική θέση της γυναίκας και τα δικαιώματά της περιγράφει τη μάχη της με τον Άγγελο του Σπιτιού, όπως τον ονομάζει, μια γυναίκα-φάντασμα που εμφανιζόταν κάθε φορά που επιχειρούσε να γράψει προσπαθώντας να καθοδηγήσει την πένα της, ρίχνοντας τη μαύρη σκιά της πάνω στις σελίδες. Το φάντασμα ήθελε να την πείσει να ξεριζώσει την ψυχή της από τη γραφή και να μην εκφράσει την αλήθεια της για κανένα σημαντικό θέμα. Περιττό να πούμε ότι το φάντασμα διέπρεπε στις δύσκολες τέχνες της οικογενειακής ζωής.
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Μάνιας Μεζίτη, επιχειρώ να κάνω τη σύνδεση. Η μαύρη ανάμεσα, αυτή η καρακάξα που πεταρίζει χαρούμενα στο ποίημα «η πανίδα του ηλιακού», σαν άλλος Άγγελος του Σπιτιού, υποδηλώνει ίσως πως, όσο κι αν έχουν περάσει τα χρόνια, οι γυναίκες έχουν ακόμα πολλά φαντάσματα να πολεμήσουν. Κι αν η δημιουργική διαδικασία φαντάζει πιο ελεύθερη, κι αν μια γυναίκα μπορεί να έχει πλέον το δικό της δωμάτιο και το γραφείο της και τον υπολογιστή της και τον χρόνο της να γράψει ό,τι επιθυμεί, αναρωτιέμαι, τι μένει, άραγε, να εξολοθρευθεί; Τι ψιθυρίζει αυτή η μαύρη ανάμεσα γλυκά στο αυτί;
Στην πρώτη ενότητα της συλλογής «terra firma» (στέρεα γη), που αποτελείται από εννιά ποιήματα, η ποιήτρια ξεκινά να διηγείται την ιστορία της. Κάποτε ήταν η μαμά και ο μπαμπάς. Κάποτε ήταν κι αυτή ανάμεσα. Ήταν κι οι σιδερένιες πόρτες του σπιτιού, τα ανταλλάγματα. Η οικογενειακή ζωή φαντάζει δύσκολη, η πρώτη αυτή γη. Επιτρέπεται άραγε μια γυναίκα που είναι ήδη μητέρα να μιλάει για τη δική της μητέρα; Να επιστρέφει στο παιδικό τραύμα και να του δίνει τον χώρο που του αναλογεί; Με λόγο υπαινικτικό η Μεζίτη μας καθιστά μάρτυρες σε στιγμιότυπα μιας δυσλειτουργικής οικογενειακής πραγματικότητας. Δυσλειτουργική, όχι για κάποιο συγκεκριμένο, σαφή λόγο αλλά όπως η «μητέρα μετρούσε τις μπουκιές» ή όπως η μητέρα «θα ξάπλωνε ως το άλλο πρωί γιατί ένιωθε πολύ κουρασμένη». Όπως τη βιώνει ένα παιδί δηλαδή, που δεν καταλαβαίνει ακόμη ότι τις περισσότερες φορές «ενδιάμεσα ζεις, ούτε χωρίς ανθρώπους ούτε μαζί μ’ αυτούς».
Στη δεύτερη ενότητα, την «terra nova», η καινούρια γη μοιάζει να είναι η ποίηση, οι συναναστροφές της, αλλά, κυρίως, η ίδια η δημιουργική διαδικασία και το «ξέφωτο που φαίνεται καθώς γεμίζουν οι άδειες κόλλες». Πέραν όμως των ξεκάθαρα θετικών στοιχείων στον λογοτεχνικό χώρο, η ποιήτρια θα συναντήσει και την αλαζονεία, γεγονός που την κάνει να αισθάνεται μια παράξενη ταραχή. Γράφει στο ποίημα «παραγνωρισμένα»:
Γράφει σαν έτοιμη να τους απαντήσει: Χαλαρώστε! Και σαν άλλος Μπύχνερ να τους πει: «Οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες, είμαστε όλοι, αχρείοι και άγγελοι, ηλίθιοι και ιδιοφυίες, κοιμόμαστε, χωνεύουμε και κάνουμε παιδιά». Κι αν καταφέρουμε να εμποδίσουμε τη συρρίκνωση, να πιάσουμε το μολύβι, έχουμε ήδη καταφέρει πολλά.
Η τρίτη και η τέταρτη ενότητα, «terra nullius» (nobody’s land) και «terra incognita» αντίστοιχα, θα κινηθούν σε πιο βαθιά νερά. Θέματα ο έρωτας και η άγνωστη γη του μέλλοντος. Όπως η ποίηση, έτσι κι ο έρωτας είναι για την ποιήτρια «μια σκοτεινή λατρεία», γεμάτη πόνο κι αντιφάσεις:
«ορισμένη ποσότητα»
Γη κανενός ο έρωτας, με γυναίκες καμηλοπαρδάλεις και λύκους κι απωθημένα και χαρές ξεχασμένες στο παρελθόν ή κύκλους αυπνίας στα μάτια. Ένα παραμύθι που το σκεπάζει πια μαύρη αχλή. Κι η νίκη, η απόλυτη επικράτηση στη μάχη των δύο φύλων δεν είναι άλλη από το
μια νίκη που δεν έχει σχέση με τον χρόνο, μια νίκη που μπορεί να αναφέρεται στο παρελθόν ή να βιώνεται μόνο εσωτερικά. Η νίκη της απόλυτης συγχώνευσης. Τόσο πιθανή όσο και το να αλλάξει ο κόσμος.
Να σώσουμε το μέλλον. Να το σώσουμε από αυταπάτες, να το σώσουμε από αδιέξοδα όνειρα, να καταφέρουμε ν’ ανοίξουμε το στρείδι τραγουδώντας.
Να σώσουμε το μέλλον. Αυτό αναδύεται ως πρόταση της Μάνιας Μεζίτη στην τελευταία ενότητα «terra incognita». Να το σώσουμε από αυταπάτες, να το σώσουμε από αδιέξοδα όνειρα, να καταφέρουμε ν’ ανοίξουμε το στρείδι τραγουδώντας. Ένα άνοιγμα που δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει· ίσως μια σχετική υγρασία, ίσως και κάτι λίγο από τα σύννεφα για ν’ ακουμπάμε.
Ποιητική μικρο-αυτοβιογραφία, παρά που ξέρουμε καλά ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απόδοση της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά με την απόδοση της αλήθειας όπως την αντιλαμβάνεται η ποιήτρια. Η Μάνια Μεζίτη θυμάται, συνειδητοποιεί και ταυτόχρονα ξεχωρίζει και συνθέτει μια όψη της γυναικείας γης, ένα κομμάτι τόπου όπου χωράει. Σε ελάχιστες λέξεις καταφέρνει να μιλήσει για το παρελθόν, τους φόβους, τον έρωτα ή τον χρόνο που περνάει· σε μια τεράστια νίκη ενάντια στον δικό της Άγγελο του Σπιτιού που ίσως να της ψιθυρίζει: «μα τι το θες τώρα εσύ το βιβλίο. Δεν σε λένε Καρολίνα, όλα τα πράματα κάποτε τελειώνουν».
Το κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης του βιβλίου που έγινε στο Polis Art Café, το Σάββατο 12 Μαΐου 2018.
* Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ είναι ποιήτρια και πεζογράφος.