Για την ποιητική συλλογή της Φροσούλας Κολοσιάτου «Φοράει τα μάτια του νερού» (εκδ. Γαβριηλίδης).
Του Άριστου Τσιάρτα
Φεύγουν σαν τα πουλιά
αποδημούν το χάραμα
όπως οι πεταλούδες το πρωί
Ψάχνουν το φως
τους έφερε η θάλασσα και ο τόπος ξένος
«Υπόλοιπο ζωής»
Η Φροσούλα Κολοσιάτου στην ποιητική της συλλογή Φοράει τα μάτια του νερού ακουμπά στη σκληρή πραγματικότητα της προσφυγιάς, με όλες τις αντιφατικές, αποσιωπημένες και συσκοτισμένες της πτυχές. Διαπραγματεύεται την οριακή βιοτική περιπέτεια όσων εκπατρίζονται για να γλιτώσουν από τη μοίρα του τόπου τους και βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με το φάσμα του θανάτου και της δύσκολης επιβίωσης. Αναμετράται με τόλμη με την εμπύρετη ύλη του προσφυγικού ζητήματος, αναδεικνύοντας όλα τα διαχρονικά και οικουμενικά του στοιχεία, χωρίς να μπαίνει στο δίλημμα αν πρέπει ν’ αφήσει το σίδερο να «κρυώσει» για να το πιάσει αργότερα με περισσότερη ασφάλεια.
Στην ποίηση της Κολοσιάτου διακρίνει κανείς όλα σχεδόν τα στοιχεία της μοντερνιστικής ποίησης: συνειρμική λειτουργία της μνήμης, σκοτεινότητα συναισθημάτων, γεμάτες ένταση και εικαστική δύναμη εικόνες, οι οποίες συνδυάζονται με εκπληκτική νοηματική φόρτιση και πολλαπλές ερμηνείες.
Στην ποίηση της Κολοσιάτου διακρίνει κανείς όλα σχεδόν τα στοιχεία της μοντερνιστικής ποίησης: συνειρμική λειτουργία της μνήμης, σκοτεινότητα συναισθημάτων, γεμάτες ένταση και εικαστική δύναμη εικόνες, οι οποίες συνδυάζονται με εκπληκτική νοηματική φόρτιση και πολλαπλές ερμηνείες. Το στοιχείο, όμως, που συνιστά την ισχυρότερη σύσταση για τα ποιήματα της Φροσούλας είναι η εμπράγματη γλώσσα τους: Φυλαχτά, νεκροστέφανα, φωτογραφίες, γυμνά στιλέτα, υγροί λαβύρινθοι, φράχτες, υπόγειες στοές, θαλασσοπούλια, ναυάγια, σπασμένες βάρκες, σκουριασμένα/απελπισμένα/ακρωτηριασμένα φεγγάρια παρελαύνουν ακατάπαυστα μπροστά μας, στήνοντας ένα σκηνικό στο οποίο προβάλλει εφιαλτικότερη η εναγώνια φωνή της προσφυγικής απελπισίας. Η οδυνηρή συνθήκη της προσφυγιάς βρίσκεται στο επίκεντρο του ποιητικού της σύμπαντος. Οι πρόσφυγες, πετώντας «… όλες τις επιθυμίες τους στον άνεμο», εκτίθενται σε κινδύνους, ναυαγούν («χέρια μισά / σώματα βυθισμένα»). Πληρώνουν αδρά παράνομους διακινητές, φορτώνονται σε σαπιοκάραβα, ρισκάρουν την ίδια τους τη ζωή («με τα πλοία των τρελλών / τα ναυάγια συνεχίζονται»), όμως η φυγή και η «δραπέτευση» είναι δρόμος χωρίς επιστροφή («το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω»). Κάποιοι δεν αντέχουν να αφήσουν πίσω στην κόλαση του πολέμου τη γάτα τους («η γυναίκα και η γάτα / θα φύγουν μαζί με ένα άγγιγμα / μέχρι τα πέρατα της οικουμένης / τόσο μακριά / τόσο δεμένες»). Κυνηγημένοι «φτάνουν εδώ που κανείς δεν τους περιμένει». Εξουθενωμένοι, παλινδρομούν και αμφιβάλλουν, νοσταλγούν, ατενίζουν έκθαμβοι τον ξένο τόπο που δεν τους περιέχει πάντοτε.
Μετέωροι, αναπόδραστα ακρωτηριασμένοι από το άλγος του ξεριζωμού, αγωνιούν για την επιβίωση αλλά συνάμα αντιμάχονται τη λησμοσύνη («είναι η μεγάλη φυγή / δεν θα υπάρξει λησμονιά»). Η ζωή τους συνοδεύεται από το αίσθημα της ανημπόριας, της ξενότητας («διαμονή αδιέξοδη») και της διάψευσης («σκέβρωσαν οι υποσχέσεις»). Εντούτοις, το σημαντικότερο πρόβλημα για τους πρόσφυγες είναι η παγίδευση και ο αποκλεισμός από την κοινωνική ζωή, καθώς είτε «συσσωρεύονται στις ακτές / σαν σχισμένη σκιά / όπως τα ψάρια μέσα στη γυάλα» είτε βιώνουν τη «μετέωρη θλίψη» που απλώνεται πάνω από τη βλοσυρή επικράτεια των καταυλισμών και την καθήλωση σ’ ένα παρόν που στερείται οποιασδήποτε προοπτικής ή ψευδαισθητικής, έστω, βεβαιότητας («είναι πάντα χειμώνας»). Στις συνθήκες αυτού του ιδιότυπου εγκλωβισμού και απόγνωσης ελλοχεύει κιόλας ο κίνδυνος επαναπροώθησης των κατατρεγμένων στη χώρα προέλευσης. Ευθύβολα και σαρκαστικά η ποιήτρια παρεμβαίνει στην καυτή αυτή πτυχή της σύγχρονης προσφυγικής περιπέτειας χαρακτηρίζοντας ως «επαναπροώθηση ονείρων» την παράλογη αυτή διαδικασία, αφού όπως δεικνύει «αν περάσουν στην άλλη πλευρά / λένε θα σωθούν / άνθρωποι που χρειάζονται προστασία». Δεν είναι λίγες οι φορές που η ποιήτρια καταφεύγει στους μύθους και σε αρχετυπικά μοτίβα μετασχηματίζοντάς τα σε επίκαιρους προβληματισμούς. Η ευρηματική τους χρήση αποκτά άλλη διάσταση και βαρύτητα, κομίζοντας όχι τα λόγια όσων ζητούν τρόπο για να ακουστούν, αλλά τις κραυγές των απεγνωσμένων ναυαγών που η ποιήτρια φιλτράρει διαμέσου του μύθου, μεταποιώντας τις σε τέχνη.
Στη διαπραγμάτευση των προσφυγικών αναπαραστάσεων οι γυναίκες κατέχουν αξιοπρόσεκτη θέση. Όχι όμως ως βουβά και παθητικά θύματα, αλλά ως πρόσωπα σε κατάσταση απελπισμένης εγκαρτέρησης που δοκιμάζονται σε συνθήκες οριακής αντοχής, απομόνωσης και κατακερματισμού της ταυτότητας.
Μολαταύτα, κομβικό σημείο αναφοράς στα 31 ποιήματα της συλλογής αποτελεί το Αιγαίο. Όχι όμως η ειδυλλιακή, αγαπημένη των παραθεριστών και ποιητών θάλασσα, αλλά το Αιγαίο ως ένα «πέλαγος πεινασμένο» ή ένα «πέλαγος ψυχών» στο οποίο «αναλώσιμα όνειρα και άνθρωποι / επιπλέουν». Στη διαπραγμάτευση των προσφυγικών αναπαραστάσεων οι γυναίκες κατέχουν αξιοπρόσεκτη θέση. Όχι όμως ως βουβά και παθητικά θύματα, αλλά ως πρόσωπα σε κατάσταση απελπισμένης εγκαρτέρησης που δοκιμάζονται σε συνθήκες οριακής αντοχής, απομόνωσης και κατακερματισμού της ταυτότητας («χωρίς όνειρα πρόσωπο μιας γυναίκας»). Κάθε μια κουβαλά μια υπόγεια εσωτερική ένταση και είναι αλωμένη από το αίσθημα της μοναξιάς («σε εξόριστη γλώσσα ακούγεται ο λυγμός μιας γυναίκας»), το άγχος της επιβίωσης, την τυραννία του φόβου για το αύριο. Η εικόνα της Ελλάδας σκιαγραφείται ως σημείο διέλευσης, ως καταφύγιο, ως «τόπος ξένος», δύσκολος («απέναντι στους φράχτες / γκρίζο καταχείμωνο η άλλη ξενιτιά»).
Στην ποίηση της Κολοσιάτου διακρίνει κανείς την αγωνία για οικείωση με τον άλλο, τον φυγά, τον αποδιωγμένο, ο οποίος βρίσκεται σε ανάγκη και ζητά καταφύγιο και προστασία. Καθόλου τυχαία, η διαφορετικότητα και το πολιτισμικό υπόβαθρο των προσφύγων μένουν σε δεύτερο πλάνο. Η ποιήτρια δεν οικοδομεί το σύμπαν της ποίησής της σε στοιχεία όπως η φυλετικότητα, η εθνικότητα ή η θρησκεία. Προτεραιότητα είναι η τρωτότητα των κατατρεγμένων, που επιζητούν τη συμπόνια, («βοηθήσετε μας / να ξαναγίνουμε πρόσωπα»), το έλεος για τον απροστάτευτο και το παιδί («λέει το παιδί σαν να με διατάζει / – προστατέψτε με / δώσε μου στέγη και τροφή / μην με σκοτώσεις»). Η εμπειρία της κυπριακής προσφυγιάς του 1974, την οποία η ποιήτρια έζησε έντονα και έχει μεταπλάσει σε ποίηση σε προηγούμενες βραβευμένες συλλογές της, δεν αποτελεί αντικείμενο άμεσης αναφοράς στην παρούσα έκδοση. Όμως, οι μνημονικές της εμπειρίες δεν αποτελούν ένα αρραγές κεφάλαιο, αλλά ένα δυναμικό ρευστό, μια υπνώττουσα ύλη, η οποία με αφορμή ένα δραστικό έναυσμα αντλημένο από τη σημερινή συγκυρία ενεργοποιεί την ποιητική ιδιότητα-δυνατότητα. Στην παρούσα ποιητική συλλογή το δράμα των σημερινών προσφύγων, αδυνατώντας να αποσπαστεί από ατομικά και συλλογικά βιώματα και οικείες εικόνες, δημιουργεί μια ποίηση στην οποία πλούσιο και έντονο βίωμα και λελογισμένος λυρισμός συνυπάρχουν αξεδιάλυτα και σε ιδεώδη σύνθεση.
Η ένατη στη σειρά ποιητική συλλογή της Κολοσιάτου, δοσμένη με δραματική οικονομία, αποτελεί απόσταγμα βαθιάς ιστορικής γνώσης, αίσθησης και ευαισθησίας που μεταπλάθει το παροντικό σε διαχρονικό, το ιστορικά διαφορετικό σε επικαιρικά ενδιαφέρον. Η ποιήτρια στέκεται με επιμονή στους κατατρεγμένους, ψηλαφεί και καταγράφει τις τεράστιες εσωτερικές αλλαγές και υπαρξιακές αναταράξεις που επιφέρει ο βίαιος ξεριζωμός, η αναζήτηση σωτηρίας και νέας πατρίδας. Με αναστοχαστική επινοητικότητα μας ξανασυστήνει τον περίπλοκο κόσμο της προσφυγιάς, ως ένα κόσμο «ακατοίκητης απελπισίας», ενώ την ίδια στιγμή στην οδυνηρή αμεσότητα των στίχων της «βαθιά στο μέλλον / η καταιγίδα / θα φέρει συμπόνια» υποκρύπτεται παρηγορητικά μια νότα πικρής αισιοδοξίας.
* Ο ΑΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ είναι νομικός.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΦΡΟΣΟΥΛΑΣ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ