Για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ζέρβα «Οι μικροί μου ήρωες» (εκδ. Άγρα).
Του Θάνου Κάππα
O ποιητής, με την έννοια του καθολικού δημιουργού (που τον απασχολεί το ποιείν στην ολότητά του), στέκεται, νομίζω, απέναντι στη νοσταλγία, αμφίθυμος. Από τη μια δουλεύει διαρκώς πάνω στο υλικό της μνήμης τρεφόμενος και τροφοδοτούμενος από το άλγος τού νόστου του (που, ως γνωστόν, είναι ταυτόχρονα πόνος και ηδονή), κι από την άλλη στέκεται επιφυλακτικός απέναντι σε ένα συναίσθημα που εκτρέπεται συχνά στη γραφικότητα ή το μελό, στον άγονο δηλαδή συναισθηματισμό και την ευκολία, μια ευκολία συναισθηματική που ενδέχεται να οδηγήσει και σε ευκολία γλωσσική, παγιδεύοντας αυτόν ακριβώς που πασχίζει να απαλλάξει τον λόγο από τη φθορά, αυτόν που αναζητά διαρκώς νέες συνάφειες των λέξεων ώστε να παραχθούν νέοι σπινθήρες νοήματος.
Χωρίς να χάνει την τρυφερότητά του, με φιλτραρισμένη αλλά γνήσια συγκίνηση και χιούμορ, χαρτογραφεί τους πνευματικούς σταθμούς που διαμόρφωσαν τον ψυχισμό από την ανήλικη ως την ενήλικη ζωή.
Οι μικροί μου ήρωες είναι ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί τη νοσταλγία ως πρόσχημα ή όχημα για να την ξεπεράσει, διαψεύδοντας ενδεχομένως τον αναγνώστη εκείνον που θα αναζητήσει μια καθησυχαστική περιδιάβαση στους ήρωες της νεότητάς του. Χωρίς να χάνει την τρυφερότητά του, με φιλτραρισμένη αλλά γνήσια συγκίνηση και χιούμορ (είναι χαρακτηριστική στο βιβλίο η ευφρόσυνη, καταιγιστική πρόζα του Κάπταιν Χάντοκ ο οποίος βρίζει ανηλεώς τους πάντες σε μια ξεκαρδιστικά παλιομοδίτικη γλώσσα), με αυτά τα όπλα, λοιπόν, χαρτογραφεί τους πνευματικούς σταθμούς που διαμόρφωσαν τον ψυχισμό από την ανήλικη ως την ενήλικη ζωή, στήνοντας μια ιδιότυπη συναισθηματική αυτοβιογραφία του ποιητή – στον βαθμό, βεβαίως, που κάθε βιογραφία συνιστά πάντα μια διαδικασία επιλογής, μια επινόηση.
Συνολικά μέτρησα 44 αναφορές σε πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των αφιερώσεων σε άλλους ποιητές ή πεζογράφους, Έλληνες και ξένους, που συγκροτούν μια αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα των επιρροών και των ενδιαφερόντων του ποιητή. Πρόκειται για το όγδοο ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Ζέρβα και το έβδομο στις εκδόσεις Άγρα και όπως πάντα είναι εξαιρετικά καλόγουστο και προσεγμένο, με ένα υπέροχο εξώφυλλο του εικαστικού Ανδρέα Βούσουρα, που συλλαμβάνει το πνεύμα του βιβλίου με έξυπνο και παιγνιώδη τρόπο.
Η συλλογή αρθρώνεται σε τέσσερα μέρη. Ο ποιητής αποφασίζει αρχικά να ανασκάψει την πηγή όλων των μετέπειτα αναγνωσμάτων, εκείνα τα πρώιμα διαβάσματα στο μεταίχμιο παιδικής ηλικίας και εφηβείας που διαμόρφωσαν ή καλλιέργησαν το αναγνωστικό μας γούστο συγκροτώντας εν πολλοίς και το αξιακό μας σύστημα. Τα ονόματα των ηρώων/ηρωίδων και οι τίτλοι των βιβλίων αρκούν για να ανασύρουν στον καθένα μας μια ολόκληρη εποχή.
Στη συνέχεια ο ποιητής θα αναζητήσει τους «μικρούς του θεούς, πρόσωπα μιας κοινής ή και προσωπικής μυθολογίας, θα ακούσει τα μυστικά τους, τα μικρά ή μεγάλα δράματά τους, που είναι συγχρόνως δράματα και πάθη των βροτών. Η μικρή μου ποίηση στο τρίτο μέρος θα ανιχνεύσει τους άξονες της προσωπικής του δημιουργίας, την άρθρωση της φωνής του («Η μικρή φωνή μου», ένα λυρικό, λαχανιαστό και φρενήρες μικρό κομψοτέχνημα) για να καταλήξει στη μικρή πατρίδα του ποιητή, ένα ταξίδι στους γενέθλιους τόπους, πραγματικούς και συμβολικούς, ενότητα που στεφανώνεται από τη «Βάπτιση»: ποίημα που ακολουθεί τη ρυθμολογία του θρησκευτικού συμβόλου της πίστης αποτελώντας μια θαρραλέα δήλωση θέσεων και αρχών, στον αντίποδα της συνήθους ποιητικής ή φιλοσοφικής θρηνωδίας της εποχής.
Η πρώτη ενότητα του βιβλίου, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, είναι ένας αστερισμός προσωπικών σχολίων πάνω στη βιωμένη πραγματικότητα του ποιητή. Ο Γ.Ζ. μιλάει υπαινικτικά, θραυσματικά και κρυπτικά, απολύτως προσωπικά, για στιγμές και εντυπώσεις, για γεύσεις και αισθήματα ημιτελή, που ανακαλούν συχνά το όλον:
Ένα καλοκαίρι / Ένα σπασμένο κεφάλι / Αυτά μείναν (Τρελαντώνης)
Τι μένει από μια ιστορία. Λέξεις καθόλου. Ούτε πρόσωπα. Μια αίσθηση αναλλοίωτη: ένα μέταλλο ανάμεσα στα δόντια. (Μαύρη Καλλονή)
Σ’ αυτή την αποδραματοποίηση –πορεία που δεν φτάνει εντούτοις ως την τελική αποδόμηση και το ξήλωμα των βασικών χαρακτηριστικών τους–, τα πρόσωπα, οι μικροί ήρωες ή μικροί θεοί του ποιητή, σπαράσσονται συχνά από αντιφατικές δυνάμεις, βιώνουν υπαρξιακές κρίσεις ή κρίσεις ταυτότητας, θέλουν να ξαναπούν την ιστορία τους, να αποδράσουν από τους ηρωικούς ρόλους που τους ανατέθηκαν, να ξαπλώσουν στο ντιβάνι της ανάλυσης, να αποκαλύψουν τα μικρά ή μεγάλα μυστικά τους.
Όλη η πρώτη ενότητα των μικρών ηρώων διασταυρώνεται συνεχώς με τις εικόνες του αναγνώστη ο οποίος ασυνείδητα καταθέτει τη δική του πρόσληψη, το δικό του πάνθεον ηρώων δίπλα σ’ εκείνο του ποιητή. Ο Γ.Ζ. ξέρει πως οποιαδήποτε υπογράμμιση από τη μεριά του ενός υλικού ήδη εκρηκτικού στη φαντασία του αναγνώστη θα δημιουργούσε έναν κορεσμό συναισθηματικό, εξ ου και επιλέγει έναν αντιδραματικό ποιητικό τόνο ώστε να εξισορροπήσει αυτήν την ένταση, τη φόρτιση των τίτλων. Προσδίδει στους ήρωες νέα χαρακτηριστικά και ποιότητες, επιμελείται τη βιογραφία τους από την αρχή, ζωντανεύει πλευρές τους που έμειναν στη σκιά. Σ’ αυτή την αποδραματοποίηση –πορεία που δεν φτάνει εντούτοις ως την τελική αποδόμηση και το ξήλωμα των βασικών χαρακτηριστικών τους–, τα πρόσωπα, οι μικροί ήρωες ή μικροί θεοί του ποιητή, σπαράσσονται συχνά από αντιφατικές δυνάμεις, βιώνουν υπαρξιακές κρίσεις ή κρίσεις ταυτότητας, θέλουν να ξαναπούν την ιστορία τους, να αποδράσουν από τους ηρωικούς ρόλους που τους ανατέθηκαν, να ξαπλώσουν στο ντιβάνι της ανάλυσης, να αποκαλύψουν τα μικρά ή μεγάλα μυστικά τους:
Εγώ ποιος είμαι; Και κυρίως: τι θα απογίνω, έτσι όπως κατάντησα αθάνατος, λόγω ανυπαρξίας;
(Ουότσον, Σέρλοκ Χολμς)
Και επιπλέον γερνάω, σκέφτηκε καλπάζοντας ο Κόμης, σκοτεινός μπροστά στο ολόγιομο φεγγάρι.
(Κόμης Δράκουλας)
Στο τέλος της πρώτης ενότητας, τα πράγματα προφέρονται πια με το όνομά τους, σε ένα ποίημα ανοιχτό, τρυφερό, γυμνό από στηρίγματα, καθώς ο ποιητής καλεί τους μικρούς του ήρωες σε αναμνηστική φωτογραφία και τους απευθύνεται λέγοντας:
Αγκαλιαστείτε φίλοι μου / Κρατηθείτε από τα μπράτσα οι κυρίες / Χαμογελάστε όλοι μαζί… Δεν θα ’χει άλλη λήψη / Ο αιώνας γυρνάει σελίδα / Σύντομα θα ταξιδεύετε στην αιωνιότητα / Νεκροί κι αθάνατοι ταυτόχρονα.
Μικροί μου ήρωες αγαπημένοι / Μεγάλωσα μαζί σας / Γέρασα μαζί σας / Κι ακόμα σας αγαπώ και σας θυμάμαι
Νομίζω πως μια τέτοια ευθεία διατύπωση, μια ποίηση που λειτουργεί σχεδόν ως φυσική αναπνοή, ακούγεται σήμερα παράδοξα τολμηρή και σύγχρονη.
Στο δεύτερο μέρος οι υπαρξιακές κρίσεις των θεών συνεχίζονται:
Ο Δίας, υποδειγματικός σύζυγος μιας ζωής, ικανότατος στη διοίκηση και τη χρηστή διαχείριση του οίκου τους, καταθέτει στην Ήρα πως ο καημός του διαχρονικά υπήρξε η αστοχία του, η αδυναμία του να την παρασύρει ερωτικά, να την εκτρέψει από την αιώνια αφοσίωσή της στο μέτρο: «Μετά ούτε να σε μεθύσω δεν με άφηνες / πώς να σου δώσω αυθόρμητα τον έρωτα / που ήθελες να μου διορθώσεις;» Οπότε σε μια πικρή και αγαπητική λύση του δράματος θα της προτείνει να συνταξιοδοτηθούν από θεοί.
Χιούμορ και έντονη παραστατικότητα στο ποίημα που αφορά τη θεά Δήμητρα, η οποία είναι έξαλλη με την κόρη της: «το έχει δίπορτο! […] όταν είναι εδώ, γριπιάζει / της φέρνω χαμομήλια, σούπες, λες και είναι μωρό. / Ύστερα τον χειμώνα φεύγει με τον εραστή! / Και πρέπει να το καταπιώ εγώ;»
Mια ποίηση που επιστρέφει στην κατανόηση του εαυτού ως προσωπικής κατασκευής, στην αναγνώριση της τέχνης, της δημιουργίας ως συστατικού στοιχείου ταυτότητας, αλλά και την αγωνία αυτής της δημιουργίας ως καθοριστικού παράγοντα επιβίωσης.
Ο Ποσειδώνας σε κρίση ταυτότητας, θυμωμένος με τις ιδιότητες που του αποδίδουν «Θεός της θάλασσας! Τίποτα δεν έχετε καταλάβει εσείς!» ενώ η Άρτεμις, μια νέα της εποχής μας, με πόζες γιόγκα και σέλφις στο μυαλό της «δεν ξέρει τι να κάνει τον εαυτό της έξω από τη δράση» καθώς της λείπει η ουσιαστική παρηγοριά της μητρικής αγκαλιάς.
Όλη αυτή η ενότητα, με τη θεατρικότητα και την έντονη σκηνική της δράση, στήνει μπροστά μας ένα μικρό θίασο προσώπων αποτελώντας βέβαια τον καθρέφτης μας, μια περιγραφή όλων των μηχανισμών καταδυνάστευσης, εσωτερικών και εξωτερικών, την ασφυξία στον πολιτισμό, την ασφυξία των κοινωνικών ρόλων, την αδυναμία συνάντησης με τον βαθύτερο εαυτό.
Οι δύο επόμενες ενότητες εγκαταλείπουν τη θεατρικότητα προς μια κατεύθυνση πιο εσωτερική – μια ποίηση που επιστρέφει στην κατανόηση του εαυτού ως προσωπικής κατασκευής, στην αναγνώριση της τέχνης, της δημιουργίας ως συστατικού στοιχείου ταυτότητας, αλλά και την αγωνία αυτής της δημιουργίας ως καθοριστικού παράγοντα επιβίωσης – ασκήσεις αναπνοής στον πάτο, στο βυθό του πηγαδιού. Τα τελευταία ποιήματα της συλλογής, συγκεντρώνουν όλη την προσωπική φόρτιση επιλεγμένων σταθμών της ζωής του ποιητή, φόρτιση που αποκρυσταλλώνεται στη μορφή του Πατέρα και της Μητέρας, ζωηρή ανάμνηση και φωνή και ηχώ μιας εποχής παρελθούσας, που τρυπώνει διαρκώς στη νέα ζωή.
«Μαδουρή» (Στον Μάριο Ποντίκα)
Χρόνια η θάλασσα ανάμεσα
Χωρίζοντας τις αναμνήσεις
Ένα τραπέζι που καθίσαμε
Διαβάζοντας μαζί
Από την άλλη μεριά της θάλασσας
Την άλλη μεριά της ζωής
Τραπέζια πολλά από τότε
Μιλώντας, τρώγοντας
Γράφοντας, διαβάζοντας
Κάποτε φωναχτά
Όπως τότε
Που με διόρθωνες
Να μου θυμίζεις
Μέσα από τα χρόνια
Πως δεν θέλει πάθος η ανάγνωση
Αλλά μυαλό ακρίβεια και μέτρο
Μια ατράνταχτη ιδεολογία προπαντός
Μια αγάπη αποφασισμένη
Κι ας κρύβει βάσανο αμφιβολία σύγκρουση
Πως υπάρχει εκείνο που τα ξεπερνάει όλα αυτά
Η καρδιά
Που ακουμπούσαμε μαζί
Επάνω στο τραπέζι ενός ποιητή
Έξω απ’ το σπίτι ενός ποιητή
Με το βιβλίο ενός ποιητή
Ανάμεσά μας
Σαν θαλασσινή πατρίδα
Που μόλις σήμερα τυχαία
Την επισκέφθηκα
Ξανά
Για να σε βρω,
Πατέρα.
Η ποίηση των Μικρών ηρώων είναι μια ποίηση λιτή, ανεπιτήδευτη, με πολλά ένθετα πεζολογικά στοιχεία και έντονη προφορικότητα αλλά και έξοχο ρυθμό όπου απαιτείται, ποίηση παιγνιώδης και συγχρόνως στιβαρή, σοβαρή, καθόλου σοβαροφανής, καθόλου ναρκισσιστική ή λεξιλαγνική, που δεν επαίρεται παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις του Απόλλωνα («Τι θα ήταν ο ποιητής χωρίς την έπαρσή του»), που ισορροπεί τα θερμά και τα ψυχρά χρώματα της ζωής διατρέχοντας την κλίμακα από τον ερμητισμό και την εσωστρέφεια ως την εξωστρέφεια και τη διάνοιξη, ένα πανόραμα ζωής που δεν εξαιρεί κανένα συναίσθημα, που επιστρέφει πίσω για να κοιτάξει μπροστά: το καταληκτικό «πιστεύω» του ποιητή κλείνει τη συλλογή καταφάσκοντας, και παρότι δίπλα στο δέον γενέσθαι παρατίθεται αντιστικτικά η γνωστή νεοελληνική παθογένεια που μας ταλαιπωρεί, η τελική του στόχευση αφορά τον άνθρωπο στο σύνολό του, εθνικό και υπερεθνικό συγχρόνως: «Ανοιχτό / σαν τη θάλασσα και τον άνεμο / που τον έχουν γεννήσει, θρέψει και ταξιδέψει».
Ο Γιάννης Ζέρβας αφιερώνει τη συλλογή στα παιδιά του, τη Διώνη, τον Μάρκο και τη Λίβια, τους πραγματικούς, όπως λέει, μικρούς ήρωες της ζωής του. Αλλά αν ο ποιητής έχει οριστικά ενηλικιωθεί, σκέφτομαι, αν έχει αναλάβει τις ευθύνες ενός πατέρα, ποιος γράφει το ποίημα; Θέλω να πω, πώς γίνεται να γράψεις από τη μεριά ενός εκπληρωμένου εαυτού που έχει αναλάβει και τις ευθύνες τρίτων; Δεν είναι η ποίηση γραμμένη, ειπωμένη πάντα από την πλευρά του ελλείμματος, του αιτήματος, του παράπονου και της ήττας; Δεν προσπαθεί να αποκαταστήσει την καταγωγική αδικία ενός αντεστραμμένου κόσμου;
Τώρα εγώ πατέρας / μες στον καινούριο ρόλο μου, μες στην καινούργια μου ζωή / Στα ίδια όνειρα την παιδική πατρίδα να κοιτάζω / Σαν παγωμένο έμβρυο / Στη λαμπερή του γυάλα.
Aυτή εδώ είναι κατεξοχήν μια ποίηση παρατήρησης των ανθρωπίνων, αποκαλύπτοντας όλον εκείνον τον περίτεχνο μηχανισμό που επιστρατεύει ο άνθρωπος για να ζήσει, σχέδια και πρακτικές απόκρυψης της βαθύτερης αγωνίας, μιας επισφαλούς ισορροπίας του τρόμου.
Απαντώ μόνος μου: Νομίζω πως δεν γράφει κανείς ούτε ως οριστικά ενήλικος ούτε ως πεισμωμένος ανήλικος, άλλωστε αυτοί δεν είναι συχνά παρά ρόλοι που υιοθετούμε κατά περίπτωση, γράφει ως άνθρωπος που δεν ησυχάζει ποτέ και πουθενά, που μπαινοβγαίνει στον εαυτό παρατηρώντας τον διαρκώς – κι αυτή εδώ είναι κατεξοχήν μια ποίηση παρατήρησης των ανθρωπίνων, αποκαλύπτοντας όλον εκείνον τον περίτεχνο μηχανισμό που επιστρατεύει ο άνθρωπος για να ζήσει, σχέδια και πρακτικές απόκρυψης της βαθύτερης αγωνίας, μιας επισφαλούς ισορροπίας του τρόμου, που κατακτιέται καθημερινά με τόσο μόχθο.
Σκοτάδι στο στόμα μου. Φωνή τυλιγμένη σε μαλακούς ιστούς. Γύρω της ξέφτια κοιμισμένες γλώσσες, κατάκοπες απ’ τους αιώνες…. Γλώσσες στ’ αμπάρια αλυσοδεμένες, γλώσσες σιδηροδέσμιες, σιδερόφρακτες, Άλλες όρθιες και σκληρές, άλλες με κρυφές κοιλότητες, προκλητικές. Γλώσσες του πατέρα, γλώσσες της μητέρας. Όχι οι λέξεις. Ο ήχος. Η αφή των λέξεων.
Η ποίηση, η δημιουργία, κάθε δημιουργία είναι ένα αίτημα εκπλήρωσης. Όχι εκείνου που χάθηκε οριστικά αλλά για ό,τι μένει ακόμη ανέκφραστο μα ενεργό και επίμονο και πιεστικό, σαν ζώο παγιδευμένο, στη μνήμη και τη φαντασία του ποιητή. Ο ποιητής ελευθερώνει αυτό το ζώο από την παγίδα του, το ποίημα αποκαθιστά την αδικία που συντελέστηκε, το τραύμα παραμένει.
* Ο ΘΑΝΟΣ ΚΑΠΠΑΣ είναι συγγραφέας.