Για την ποιητική συλλογή της Ευτυχίας–Αλεξάνδρας Λουκίδου Αφόρετα θαύματα (εκδ. Κέδρος).
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Η ποιήτρια Ευτυχία–Αλεξάνδρα Λουκίδου, με την πρόσφατη έκδοση του έβδομου κατά σειρά ποιητικού της έργου Αφόρετα Θαύματα, επιβεβαιώνει τη γόνιμη και ξεχωριστή παρουσία της στα ποιητικά πράγματα. Σ’ αυτό, άλλωστε, συγκλίνουν και οι απόψεις κριτικών εγνωσμένου κύρους που ασχολήθηκαν ειδικότερα με το έργο της ποιήτριας. Επιπλέον, στο ενεργητικό της καταγράφονται και τρεις μελέτες–δοκίμια για την ποίηση.
Καταρχάς, ο τίτλος της συλλογής με το υπερρεαλιστικό ζεύγμα λέξεων Αφόρετα θαύματα υποδηλώνει ένα σύνολο νοηματικά συλληπτών εκκρεμοτήτων με κοινό εκθέτη το «θαύμα», με τις θεραπευτικές–μεταμορφωτικές ιδιότητές του. Οι εκκρεμότητες αναπόφευκτα συνδέονται με την απουσία εκείνου –σώματος, ατόμου, κατάστασης– που θα μπορούσε να δεχθεί το θαύμα και να εναρμονιστεί πλήρως με αυτό. Ακόμη, είναι δυνατόν να ταυτίζονται με έμμεσες επικλήσεις υποδορίως αισθητές. Γιατί, καθώς εξελίσσεται προοδευτικά η ανάγνωση των ποιημάτων, αποκαλύπτεται –εκτός των άλλων– ένας κόσμος που κουβαλά φορτία άλγους και τραυμάτων. Και η μόνη ελπίδα που αχνοφέγγει είναι η επέμβαση δυνάμεων ικανών να μεταμορφώσουν αυτόν τον κόσμο με στοιχεία χαροποιά. Αυτά βέβαια δεν λέγονται, μόνον υπονοούνται μέσα από τη δυναμική του τίτλου. Επομένως, πρόκειται για έναν τίτλο με έμμεσες νοηματικές προσημάνσεις ευχετικού και συνάμα σωτηρολογικού χαρακτήρα.
Τα καταγεγραμμένα στην παιδική ηλικία της ποιήτριας παθήματα της οικογένειας –ο διωγμός από την Κωνσταντινούπολη, η σύντομη μετοίκηση στο Μόναχο (εκεί γεννήθηκε η ποιήτρια) και, τέλος, η μόνιμη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη– φυσικό και αναμενόμενο είναι να αφήνουν λιγότερες ή περισσότερες αποτυπώσεις στο έργο της.
Στο πρώτο μέρος της συλλογής η Λουκίδου εισάγει τον αναγνώστη σε μια πένθιμη ατμόσφαιρα, όπου το αθώο χτες, που οι λέξεις τότε δεν πενθούσαν, αντιμάχεται το τώρα, με μια αγγελία διάλυσης / πριν την υποτροπή («Κάτω απ' το νερό»). Τα καταγεγραμμένα στην παιδική ηλικία της ποιήτριας παθήματα της οικογένειας –ο διωγμός από την Κωνσταντινούπολη, η σύντομη μετοίκηση στο Μόναχο (εκεί γεννήθηκε η ποιήτρια) και, τέλος, η μόνιμη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη– φυσικό και αναμενόμενο είναι να αφήνουν λιγότερες ή περισσότερες αποτυπώσεις στο έργο της. Χαρακτηριστικοί είναι οι εξομολογητικοί στίχοι («Υπαρχηγός στην οδό Κύπρου 17»): τι ελάχιστο διάστημα / ανάμεσα στο «λείπουμε» / και στο «φριχτά πονούμε» / πόσο αθώος τελικά / ο κόσμος που ορίζεται απ’ τον θάνατο. Και όσο κι αν μια παρουσία έρωτα / –θαρρείς υπόδειγμα άνοιξης– ανοίγει ένα παράθυρο, τα στίγματα στην παιδική μνήμη μοιάζουν ανεξίτηλα: Σαν τότε που φιλάσθενη / ή λόγω τιμωρίας / ανεβασμένη στο σκαμνάκι μου / έξω από το παράθυρο κρεμόμουν / για να κοιτάζω τα παιδιά / που παίζαν στην πρασιά. / Στη φαντασία μου μάλιστα / υπαρχηγός γινόμουν / κι αν τύχαινε καμιά φορά / κι οι άλλοι μας κερδίζαν / την ήττα της ομάδας μου / χρεωνόμουν μυστικά.
Οι απόπειρες διεξόδου μέσα από την ποιητική περιπέτεια και η επικοινωνία με το έργο μειζόνων ποιητών συχνά μεταβάλλονται σε ειρωνεία και σαρκασμό για εκείνους που δήθεν αγωνίζονται για τα δίκαια των μαζών: Άξιζαν Edgar, τελικά / μια κάποια –έστω– θλιβερή τιμή / όλοι αυτοί που βούλιαξαν / μες στο συγκεκριμένο / κι ούτε που αναρωτήθηκαν ποτέ / κατά πού πέφτει / το Ελντοράντο… («Εκ γενετής αγεωγράφητοι»).
Οι μάζες, ωστόσο, είναι καταδικασμένες να ακολουθούν τη δική τους μοίρα. Η διαπίστωση στο ποίημα «Το σκιάχτρο ή Πώς φτάσαμε ως εδώ») ότι Είχαν βλαστήσει από καιρό / οι καλοήθεις όγκοι της ευτέλειας… / Μια ιχνηλασία άκαρπη / πάνω σε τέλματα αχανή / υπαίθρια κηρύγματα / και φρούτα που τ’ ανάθρεψαν / αυξητικές ορμόνες, μόνον άλγος προκαλεί. Στο ίδιο ποίημα η Λουκίδου χρησιμοποιεί με πολύ εύστοχο τρόπο τον ποιητικό διάλογο και το σχήμα της μεταφοράς για να αποκαλύψει τον ηθικό ξεπεσμό και την κάθε είδους ευτέλεια που βιώνει η σημερινή κοινωνία. Τώρα / μας κυνηγούν οι μεσολαβητές με τα κρυμμένα μάγια στο μανίκι… […] Τι μου ζητήσατε να κάνω, αγαπητέ; / Να γράψουμε στον πίνακα ένα παράδειγμα; / Να γράψουμε! / Να χρησιμοποιήσω και παραβολές; / Να αναφέρω και τις εξαιρέσεις; / Γράψτε λοιπόν: / Δασύνεται η αρπαγή / και οξύνεται το μίσος. Και εκείνη η δύναμη, το σκιάχτρο που άλλοτε προστάτευε / τους κήπους και τα όνειρα, δηλαδή τις αξίες και τα ιδανικά, και εξοβέλιζε κάθε απόπειρα επιβουλής, τώρα έχει χάσει την αποτρεπτική του δύναμη. Και το αποτέλεσμα είναι οδυνηρό. Οι απλοί, κοινοί άνθρωποι φτάνουν ή και ξεπερνούν τα όρια της ανοχής και αντοχής τους, κυριεύονται από ψυχικό παραδαρμό και ανοίγουν τα σεντούκια της μνήμης και εκποιούν προγόνους, αναμνήσεις, έρωτες: Ο χώρος θύμιζε φουαγιέ / πολυτελούς ξενοδοχείου / Πόρνες, ζητιάνοι και προαγωγοί / μαχαιροβγάλτες και κλεφτρόνια / εξορισμένοι από εκεί. / ή μάλλον κάπου εκεί κι αυτοί / όμως σε ρόλους άλλους, σοβαρούς / όπως, ας πούμε / αβρών εκτιμητών χρυσού / […] Εδώ ρευστοποιούνται οι αναμνήσεις. / Εδώ προέλευση και καταγωγή / χέρι με χέρι ανταλλάσσονται («Αγορά χρυσού»). Οι πολλαπλές ανατροπές που συμβαίνουν στην ατομική και τη συλλογική ζωή συχνά μοιάζουν με επικείμενη έξωση περιφερόμενου θιάσου. («Ιδιωτική αρχαιολογία»). Το έργο σε λίγο τελειώνει και οι θεατρίνοι θα φορτώσουν την πραμάτεια τους: Σκεύη παλιά, ποδήλατα / φουγάρα, καλαπόδια / πούδρες περλέ, μαλλιά μπουκλέ / μονόκλ και περουκίνια / καλειδοσκόπια, παπιγιόν / μουστάκια, φαβορίτες. Ωστόσο, το δράμα επιτείνεται. Η Λουκίδου βρίσκει τον τρόπο και αφήνει τα πράγματα μετέωρα: Λιγόστεψαν οι παλιατζήδες. / Όσο για τους ελάχιστους που απέμειναν / απροσδιόριστο πότε ακριβώς περνούν. / Αμφίβολη η ώρα τους. / Σαν την αμφίβολη ώρα / των εκτελέσεων.
Φυσικά οι ατομικές ευθύνες παραμένουν. Η επιλογή δήθεν ωριμοτέρων σκέψεων και αντιδράσεων τίποτε άλλο δεν πετυχαίνει παρά να απλώνει το δίχτυ του εγκλεισμού και της αυτοπαγίδευσης. Τότε είναι που η απελπισία μεταβάλλεται σε οργή: Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις / που αποδειχτήκατε δειλές / και σπεύδατε να μας σώσετε / σαν θαύμα αναπάντεχο / πριν καν να γίνει η δέηση. // Με το ένα πόδι τεντωμένο στο αύριο / –τέλεια να μιμείται καλπασμό– / να μας κρατάτε ακίνητους και βαρετούς / στη σύνεση καθηλωμένους («Δεύτερες σκέψεις»). Τότε είναι που το τέλος, με οσμή θανάτου, εισβάλλει στα άδυτα του έσω χώρου, και ζητά σαν χιονοθύελλα ν’ απλωθεί / και να το κατακλύσει / να βυθιστούνε μέσα της / τα κάδρα, τα φωτιστικά / ν’ ακούγεται μόνον αυτή / κι ό,τι μαζί της φέρνει («Υαλικός δεκαπεντασύλλαβος»).
Η μνήμη όμως, ατομική και συλλογική, αντιδρά και αναγνωρίζει πόσο αναγκαία είναι η ανασύσταση.
Η μνήμη όμως, ατομική και συλλογική, αντιδρά και αναγνωρίζει πόσο αναγκαία είναι η ανασύσταση. Η τρικυμία είναι απειλητική και το καράβι κινδυνεύει να χαθεί αύτανδρο. Έρχεται όμως η ποίηση και αναγνωρίζει ότι στη ζωή, δίπλα στον καθένα, πέρα από την οδύνη και τα σημάδια του χαμού, υπάρχουν σωτήριες λέμβοι. Ειδικότερα, η ποιήτρια μνημονεύει τον Παπαδιαμάντη και δείχνει να θέλγεται από το λιγοστό με το οποίο εκείνος πορεύτηκε στη ζωή.
Του αρκούν λίγα χιόνια / […] Του αρκεί ένας έρωτας / […] Του αρκούν κάποιες γραίες / βασανισμένες και άτυχες / […] Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα / κι άλλη μια, η θεια–Σκεύω / βαρδιανός μες στα Σπόρκα / να ’ναι σιμά στον γιο της / στο Λοιμοκαθαρτήριο. («Η αυτάρκεια του κυρ Αλέξανδρου»). Ακόμη, ανασύρει από τη μνήμη της τη βασανιστική περιπέτεια της οικογένειάς της. Στο ποίημα «ΣΕΛΑΝΙΚ I – Μητέρα ανύμφευτη» ακούγεται ο αιώνιος θρήνος του κατατρεγμού που αιμάσσει. Αλλά την ίδια στιγμή, πίσω από τον πόνο και το στεγνό δάκρυ, δείχνει να αχνοφέγγει, ο ερχομός μιας αλλιώτικης μέρας. Εμείς το ’64 / που φτάσαμε σ’ αυτό απ’ το ’55 / με τη γαλάζια σκόνη του διωγμού / να κάθεται στα ρούχα μας / ν’ ασπρίζει την ψυχή μας. / Εμείς / δεν ήμασταν ποτέ ό,τι κοιτούσε ο καθρέφτης / μα μία Πόλη που έψαχνε / πόλη να κατοικήσει / με Εγνατία, με Ντεπό / με Βασιλίσσης Όλγας / με Υπερώο θαλασσινό / για να σταθούν επάνω του / Καρέλλη και Πεντζίκης.
Μπορεί, άραγε, η Θεσσαλονίκη να ήταν ένα από εκείνα τα Αφόρετα θαύματα; Οι στίχοι από το ποίημα «ΣΕΛΑΝΙΚ II – Η πυρκαγιά» δίνουν μια γλυκόπικρη απάντηση: Άχνιζε από μακριά κάποια παλιά πατρίδα / κι ας έμοιαζε αυτή εδώ / αγίασμα στα μάτια / –τρεις γουλιές νηστικός κάθε πρωί / να καταποντιστεί στα σωθικά / η κάψα του άλλου τόπου–. Στίχοι που ξυπνούν τη μνήμη και φέρνουν στο νου στίχους από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Τελευταίος Σταθμός»: Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε. / Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου / τη σκέψη / του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια / δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Η ποιητική ατμόσφαιρα δείχνει να αποκτά ολοένα και περισσότερα θέλγητρα που δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον αναγνώστη, ο οποίος σταδιακά αισθάνεται ότι μεταβάλλεται σε συμμέτοχο κοινών εμπειριών και κοινού πάθους.
Η ποιητική ατμόσφαιρα δείχνει να αποκτά ολοένα και περισσότερα θέλγητρα που δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον αναγνώστη, ο οποίος σταδιακά αισθάνεται ότι μεταβάλλεται σε συμμέτοχο κοινών εμπειριών και κοινού πάθους. Άλλωστε, ακόμη και ένα ελάχιστο ποσοστό κοινών βιωμάτων μπορεί και διαμορφώνει το απαραίτητο κλίμα εξοικείωσης του δέκτη με τα μηνύματα του πομπού, γεγονός που ενισχύει σημαντικά τον μηχανισμό πρόσληψης. Ακόμη και τα αδιέξοδα με το εύθραυστο κλίμα που προκαλούν, τροφοδοτούν το συναίσθημα και τη σκέψη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από το ποίημα «Ο μονόλογος του κλέφτη»: Σας κλέβω μόνο την αφή / το άγγιγμα που αφήσατε / πάνω στις πορσελάνες / γιατί είν’ απόκρημνη η ζωή / δίχως το άλλο σώμα […] Φιλάργυρος της αφαίρεσης / δανείζομαι το παρελθόν / γυρεύω οικογένεια / συλλέγω από απόγνωση μεταξωτές αισθήσεις.
Το δεύτερο μέρος της συλλογής περιέχει έντεκα ποιήματα ποιητικής. Η Λουκίδου επινοεί και εφαρμόζει έναν πρωτότυπο μεταφορικό και παρομοιαστικό λόγο, προκειμένου να αποδώσει, σαν σε προϊούσα αφήγηση, τις –άγνωστες στους πολλούς– πτυχές των όσων βιώνει ο δημιουργός κατά τη διάρκεια της κυοφορίας του ποιήματος. Πολύ εύστοχα ο ποιητής παρομοιάζεται με ασθενή που εμφανίζει «Τα πρώτα συμπτώματα»: Οι άλλοι / τη μακρινή καταγωγή της θλίψης του / ηθελημένα αγνοούσαν // ωστόσο υποπτεύονταν / μία ραγισματιά ανεπαίσθητη / που μάζευε με τον καιρό / το σκονισμένο άγημα των τύψεων. Μετά, καταγράφεται το «Ιστορικό ασθενούς»: Υπήρξαν μήπως προαισθήματα; / Έστω σημάδια προειδοποιητικά / όπως, ας πούμε, η ξαφνική εμφάνιση / χαμένων ανεξήγητα πραγμάτων / […] Ξέρετε, τώρα, τι ύπουλα / σε πλησιάζει η νόσος…
Έπειτα, ακολουθούν «Τα στάδια»: Πρώτα / μια αδυναμία αντίληψης του προφανούς. / Ή μάλλον όχι. / Πρώτα / εκ δεξιών η κόλαση / εξ ευωνύμων η περήφανη καρδιά / με τους κρυμμένους δυναμίτες στις ραφές / στους μαύρους κύκλους των ματιών / στην αδιαφορία, στην απέχθεια. και σημειώνονται οι «Παράπλευρες απώλειες»: γιατί, αν το καλοσκεφτείς, / δεν θα την πεις και αναίμακτη / τη σύλληψη του ποιητή / που ελλείψει τέλους τραγικού / βάζει βελόνες γραμμοφώνου να τρυπούν / κατάστηθα την Κομπαρσίτα.
Κατόπιν, έπονται δύο ποιήματα ενδοσκόπησης (ποιητικής), το «Εμείς αυτοί»: Άλλοι χορεύουν με τα μάτια τους κλειστά / πάνω από μία πρόταση / –κύριας ή δευτερεύουσας κραυγής / δεν έχει σημασία– / αρκεί να υπαινίσσεται αποχαιρετισμό / ή να δηλώνει ήττα / και το «Ποιητές ανοιχτών θαλασσών ή Ωκεανογραφία εσωτερικού χώρου», ένα ποίημα αποτυπώσεων της έμπνευσης σε σημαίνοντα λόγο. «Λαγωνικό ή Η Έμπνευση»: Εμφανιζόταν κι έφευγε / και σάλπιζε υποχώρηση / όμως την ύστατη στιγμή / θριαμβικά επέστρεφε / κρατώντας μες στα δόντια της / –θήραμα άχρηστο, ακριβό– / το ρίγος ενός βλέμματος / ή το κλειδί που ξεκλειδώνει τους καθρέφτες.
Όμως ο ποιητής δεν αργεί να καταλήξει «Στο ανακριτικό» ως αυτόπτης μάρτυρας ή και αυτουργός ενός συντελεσθέντος αδικήματος: Η κατ’ εξακολούθηση εμφάνισή σας / στον τόπο του εγκλήματος / εγείρει υποψίες σοβαρές / περί ενοχής ή νοσηρότητάς σας. // Κι ας υποθέσουμε πως είναι λογικό / ας το αποδώσουμε καλόπιστα στην τύχη. / Όμως στην έκθεση αναφέρεστε / ως ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυς / συμβάντων ανεξήγητων / που λάβαιναν χώρα τ’ απογεύματα / στους πίσω κήπους μίας λέξης. Εκείνος όμως παρακάμπτει τους ανακριτές και καταθέτει ελεύθερα την «Ομολογία» του: Όχι, όχι / εγώ δεν ξεκίνησα για εκεί / ούτε για κάπου αλλού βεβαίως… / Όμως πώς να εξηγήσω / τα ανήκουστα και τα φαιδρά / τότε που τα φωνήεντα / αιφνίδια καταργήθηκαν / και σύμφωνα συριστικά / εγκαταστάθηκαν / φαρδιά πλατιά στο στήθος;
Ωστόσο, τα κατά συρροήν αδικήματα–ποιήματα εμφιλοχωρούν «Στα ράφια (σαν) δολιοφθορείς»: Έστω και χάρτινοι, θα μείνουμε εδώ / στο συνοικιακό βιβλιοπωλείο / με ασήκωτο το ελαφρύ χώμα του καιρού / να σκεπάζει τα λόγια μας. Και όλα αυτά, μέχρι που φτάνει η απροσδόκητη είδηση ότι ο ασθενής–ανακρινόμενος παίρνει «Εξιτήριο»: Θα φύγω! / Να φύγω, μου είπαν / Μ’ αφήνουν τελικά να φύγω. / Μετά το πρωινό, ελεύθερος, μου είπαν. / Το φαντάζεστε; / Τέρμα πια οι αναμονές / τα ‘θα δούμε’ και τα ‘βλέπουμε’ / και πια δεν θα ’μαι απαρηγόρητος / μόνο λιγάκι αφηρημένος / όπως σκιά που ερωτεύεται ηχώ // μα θα τα καταφέρω.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ειδικά τα ποιήματα αυτού του μέρους συνιστούν ένα ποίημα εν προόδω (poem in progress), με χαρακτηριστικό γνώρισμα μια ευθύγραμμη, εξελικτική αφήγηση που τα στάδιά της τα δηλώνουν οι τίτλοι των ποιημάτων.
Η ποιήτρια αναζητεί το δικό της πρόσωπο, καθώς αισθάνεται πως ένα μέρος του βρίσκεται στο υπαρκτό παρόν και ένα άλλο περιπλανιέται στην αντίπερα όχθη, ακολουθώντας τα νεύματα μιας σκληρής ειμαρμένης.
Το τρίτο μέρος της συλλογής το αποτελούν συνολικά δέκα ποιήματα. Πρόκειται για ποιητικές αποτυπώσεις μιας βασανιστικής μοναξιάς που ακολούθησε μετά από την απώλεια αγαπημένου προσώπου. Η ποιήτρια αναζητεί το δικό της πρόσωπο, καθώς αισθάνεται πως ένα μέρος του βρίσκεται στο υπαρκτό παρόν και ένα άλλο περιπλανιέται στην αντίπερα όχθη, ακολουθώντας τα νεύματα μιας σκληρής ειμαρμένης.
Στο ποίημα «Η αναγνώριση» η Λουκίδου επικαλείται τη μαρτυρία του εταίρου, ώστε η ίδια να προχωρήσει στην αναγκαία αυτοαναγνώριση: (Α΄ πρόσωπο) Κρατάω τον καθρέφτη / και σου τον δίνω να μου τον δώσεις / να με κοιτάξεις που τον κρατάω / ν’ αναγνωρίσεις // τον βράχο με τις πεταλίδες του / και τα πουλιά που τον λεηλατούν / και που τον ανυψώνουν.
Η επίκλησή της συνεχίζεται και σύντομα μεταβάλλεται σε θρήνο: Με φως τρισύλλαβων φιλιών / τους λυπημένους ώμους σου νοτίζω / για μιαν αγάπη αξόδευτη μιλώ / μα πώς να με πιστέψεις; […] Κρατήσου από το άγγιγμα / να σε τραβήξω πάνω. («Το χόρτο της επιστροφής»). Μα φτάνει η στιγμή που η ίδια αναγνωρίζει, ότι οι επικλήσεις της είναι ίαμβοι της άρνησης / κρυστάλλινοι σαν μοίρα («Ραγίσματα»).
Η συλλογή, ή καλύτερα η ποιητική σύνθεση Αφόρετα θαύματα, θα καταγραφεί ως το ωριμότερο έργο της Ευτυχίας–Αλεξάνδρας Λουκίδου. Και αυτό από μόνο του αυξάνει το χρέος της ποιήτριας για το μέλλον.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΛΟΥΚΙΔΟΥ