Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου (εκδ. Κέδρος).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, επί σειρά πολλών ετών, προσφέρει ενδιαφέροντα τεκμήρια δημιουργικής γραφής που παραβιάζουν με ευρηματική δομή θεματικής και γλωσσικής οργάνωσης τα συμβατικά όρια ανάμεσα στις περιοχές της ποίησης και της πεζογραφίας (υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα δύο είδη αποτελούν διαφορετικά κατά την κοινή αντίληψη πεδία λογοτεχνικής παραγωγής). Με αυτά τα δεδομένα, τα ποιητικά κείμενα του Κ. Γ. Παπαγεωργίου χαρακτηρίζει ιδιαίτερος ρυθμός που αποδίδει τα μετρημένα βήματα του ελεύθερου στίχου σε συνδυασμό με τη ροή ενός συχνά ελλειπτικού αφηγηματικού λόγου.
Μέσα στο υφολογικό αυτό πλαίσιο, ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου εξασφαλίζει κατά τη διαχείριση των θεμάτων του ένα μεγάλο βάθος διαστρωμάτωσης των σημαινομένων που προσκαλεί σε ποικίλες δημιουργικές προσεγγίσεις. Με τον τρόπο αυτόν, ο αναγνώστης δραπετεύει με άνεση από την κυριολεκτική επιφάνεια των κειμένων και ανακαλύπτει διαύλους περιήγησης σε ποικίλα, πολυδιάστατα σημασιολογικά και αισθητικά τοπία μέχρι και στον πλέον μακρινόν ορίζοντα αυτών, πράγμα που αφενός έχει αναγνωρισθεί σε προγενέστερες ποιητικές συλλογές του, όπως είναι οι περισσότερο πρόσφατες Κλεμμένη ιστορία (2000), Το μαύρο κουμπί (2006), Η λύπη των άλλων (2009), Παιδικό κουρείο (2013), και αφετέρου ισχύει και στην τελευταία προσώρας ποιητική συλλογή του με τον ιδιαιτέρως παραστατικό τίτλο Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου.
Ο κειμενικός κόσμος του βιβλίου αποτελεί σημασιολογική και εικαστική απόδοση γεγονότων από τον αντικειμενικό κόσμο που έχουν μετεξελιχθεί σε μια σύνθετη προσωπική πραγματικότητα σύμφωνα με τις διαδικασίες της υποκειμενικής πρόσληψης.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο κειμενικός κόσμος του βιβλίου αποτελεί σημασιολογική και εικαστική απόδοση γεγονότων από τον αντικειμενικό κόσμο που έχουν μετεξελιχθεί σε μια σύνθετη προσωπική πραγματικότητα σύμφωνα με τις διαδικασίες της υποκειμενικής πρόσληψης. Αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών είναι η σύνθεση μιας εκτενούς πινακοθήκης εξωτερικών και κυρίως εσωτερικών τοπίων που προβάλλουν συχνά μια μορφή μικρογραφίας, άλλοτε καλειδοσκοπική δομή ή παραλλαγές επάνω στο ίδιο θέμα. Πυλώνες για την επίσκεψη στην πινακοθήκη αυτή αντιπροσωπεύουν η διαρκής διελκυστίνδα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και οι επίσης διαρκείς ομοφωνίες και ετεροφωνίες ανάμεσα στην αντικειμενική πραγματικότητα, στο όνειρο και στη φαντασία: παράγοντες που εξασφαλίζουν το φορτίο της μνήμης και της συνείδησης ως περιεχόμενο του ατομικού χωροχρόνου.
Στο πλαίσιο αυτό, το μαύρο χρώμα φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερη πύκνωση βιωμάτων, συναισθημάτων, σημασιών, πληροφοριών που ο εσωτερικός άνθρωπος συλλέγει κατά τη διάρκεια και μέχρι το τέλος του βίου, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως πύλη προς ποικίλες παράλληλες υποκειμενικές πραγματικότητες (για να παραπέμψω σαν μια διαγνωσιακή πρόκληση στον Στίβεν Χόκινγκ και στις πρόσφατες θεωρίες περί μελανών οπών), όπου κυριαρχούν έννοιες όπως: ζωή και θάνατος, φως και σκοτάδι, αγάπη και έρως, μνήμη και λήθη, λόγος και σιωπή, όραση και αφή, απώλεια και λύπη.
Ο εσωτερικός άνθρωπος με στοχαστική διάθεση ακολουθεί ατραπούς μέσα στο διαπροσωπικό και στο φυσικό περιβάλλον, αδιαφορεί για την επιφάνεια των πραγμάτων και επιμένει σε ποικίλες συνδηλώσεις ως αποτέλεσμα εναυσμάτων από την εξωτερική πραγματικότητα, καταφεύγει στα ασφαλή πεδία του ονείρου ως παραμυθητική βιοτική περιοχή ιδιαίτερης φόρτισης και αυτάρκειας, αιωρείται μέσα στην παλινδρομική κίνηση του προσωπικού, ψυχολογικού χρόνου που αποθησαυρίζει τιμαλφή στη βαθειά δεξαμενή της μνήμης και αφήνει ασαφή την προοπτική του μέλλοντος.
Κυριαρχεί ο συνεχής αφηγηματικός, βιωματικός, πλήρης συναισθήματος, παραστατικός, συνδηλωτικός εξαιρετικής πυκνότητας λόγος που μεταφέρει τη ροή του περιεχομένου της συνείδησης.
Ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου έχει αποτυπώσει με παραστατικό τρόπο τα σημαινόμενα της ποιητικής συλλογής κατά τη διαδοχή τριάντα πέντε κειμένων περισσότερο ή λιγότερο σύντομων με ιδιαίτερους τίτλους. Κυριαρχεί ο συνεχής αφηγηματικός, βιωματικός, πλήρης συναισθήματος, παραστατικός, συνδηλωτικός εξαιρετικής πυκνότητας λόγος που μεταφέρει τη ροή του περιεχομένου της συνείδησης, όπου εντοπίζονται ως ιδιαίτεροι ρυθμικοί παράγοντες ελλιπείς φράσεις ή προτάσεις σε εκκρεμότητα χωρίς πάντως νοηματικά κενά, που φαίνεται να αποδίδουν τις κοφτές ανάσες του εσωτερικού ανθρώπου ή τον δισταγμό του κάτω από το βάρος του βιωματικού φορτίου.
Στη σύνθεση της ποιητικής συλλογής σημαντική λειτουργικότητα παρουσιάζουν οι αστερίσκοι στους τίτλους επτά κειμένων που παραπέμπουν σε ιδιαίτερα, εξαιρετικά σύντομα, σχεδόν επιγραμματικά κείμενα ως επιλεκτικό σχολιασμό σημαινομένων του κειμένου προέλευσης, ή ως παράπλευρη θεματική ανάπτυξη, ή ως παραλλαγή στο ίδιο θέμα, ή ακόμα ως ειδική επισήμανση-συμπλήρωση πληροφοριών. Συγκεντρωμένα τα κείμενα έξι αστερίσκων συνθέτουν την τελευταία, καταληκτική ενότητα της ποιητικής συλλογής. Από την ενότητα αυτή απουσιάζει, χωρίς φανερή αιτιολόγηση, ένας αστερίσκος (στο ποίημα «Μεταφυσική της ύλης»). Ανεξάρτητα από τις εξωκειμενικές συνθήκες που ευθύνονται για την απουσία αυτή, ο συγκεκριμένος αστερίσκος φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερη σημασιολογική «φυσαλίδα» (για να συνεχίσω τα δάνεια από τη σύγχρονη Κοσμολογία) μέσα στον κόσμο του βιβλίου. Το κείμενο του αστερίσκου αυτού φαίνεται «κλειστό» σε μια πρώτη ανάγνωση: «Από κοχύλι πλαστικό χύνεται βοή αγημάτων που απόη-/χος μοιάζει μιαρών γεγονότων». Ακριβώς όμως γι’ αυτό πρόκειται για ένα κείμενο ανοιχτό σε ποικίλες προσεγγίσεις με τη συνδρομή της ανάγνωσης των επιμέρους δεδομένων.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
|
Η μεταφορά, σε ευνόητο μάλιστα συνδυασμό με τις γραμματικές εικόνες, αποτελεί (και) στην προκειμένη περίπτωση της ποιητικής συλλογής ιδιαίτερο όσο και ευρηματικό υφολογικό στοιχείο της δημιουργικής γραφής του Κ. Γ. Παπαγεωργίου. Π.χ.: «από γύρη της μνήμης τρελά μεθυσμένος», «Δεν ήταν πρωί αλλά νύχτα με απλώς αραιωμένο το μελάνι των φύλλων της», «η μουσική θα έμοιαζε δίχτυ ξηλωμένο από παντού με ξέπλεκα τα κύματά της βουρκωμένα», «Μόνο το φως τολμούσε... να ιππεύσει το τρεχούμενο νερό», «ούτε είναι χρώμα η λύπη αλλά σφυγμός με ρυθμό χαλασμένο», «οι άσωτες μέρες θα επιστρέψουν σε ημερολογίων κελιά», «ο αέρας σκαρφάλωσε στο ψηλότερο κλαδί ενός βροχερού απογεύματος», «αναπηρία βροχής», «ένα σκιάχτρο χτυπιέται πιασμένο στα δόντια της νύχτας», «Το ζυγισμένο ράμφος του ήλιου», «Χνούδι πρωινού», «Μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα της επόμενης μέρας», «χωρίς μνήμη σκιάς ούτε χώματος πλην με ήχους αναπάντεχα πρωινούς νεκρής μητέρας», «ποικιλία φτερών χωρίς αντίκρισμα ουρανού», «Κουρέλια πρώιμης βροχής», «Μέρα ποτάμι λυπημένο», «τετράφυλλη κουβέρτα νερού υφαίνει η βροχή που με γυάλινα πόδια πρωινού σκοντάφτει σε λόφους δακρύων», «φωνές σαν συλλάβισμα ουρανού και ανάσας σήμαντρο», «Σκυμμένος επάνω σε όνειρο σαν σε παλιό πηγάδι», «στις ακτές των έρημων πρωινών δεν θα έβρισκες νεκρά τα όνειρα κήτη».
Η μεταφορά, σε ευνόητο μάλιστα συνδυασμό με τις γραμματικές εικόνες, αποτελεί (και) στην προκειμένη περίπτωση της ποιητικής συλλογής ιδιαίτερο όσο και ευρηματικό υφολογικό στοιχείο της δημιουργικής γραφής του Κ. Γ. Παπαγεωργίου.
Η μεταφορά εξυπηρετεί και τη σύνθεση της αφοριστικής διατύπωσης, όπως: «Η χλόη αν ήταν κείμενο με των πελμάτων μόλις το άγγιγμα θα ηχούσαν νοήματα» (και στοιχείο μεταγλώσσας), «Ανία είναι της λευκότητας η υπέρβαση», «Χωρίς ομπρέλα δεν νοείται βροχή», «Νοσταλγία μετάλλου σημαίνει ανάσα μέσω των λουλουδιών που ερήμην του τρέφει», «Από τον ίσκιο μιας λέξης τον ήχο της προτιμώ» (επίσης και στοιχείο μεταγλώσσας), «Το μηδέν αγνοεί την αρμονία του κύκλου», «απώλεια δεν είναι αυτό που απώλεια νομίστηκε κάποτε αλλ’ απλώς νοσταλγία», «Το γέρικο ποτάμι είναι σοφό. Θέλει νερό σιωπηλό αργό και αρυτίδωτο».
Είναι φανερή η άμεση σχέση της μεταφοράς με τις γραμματικές εικόνες, όπου μάλιστα εμπλέκεται και η παραστατική σημειολογία των χρωμάτων. Π.χ.: «το μαύρο αλάτι των δακρύων», «συλλέγω ράκη ευγλωττίας που με μαύρη κλωστή συρράπτω», «Ανεκπλήρωτη πρόβλεψη αγγέλων τυφλών από λάσπη ουρανού... όπου το μαύρο αταίριαστο κατάμαυρο αναχάραζε ο ύπνος των λουλουδιών». Ακόμα: «το πάντα διψασμένο χώμα θα έτριζε... και... θα θριάμβευε το κόκκινο ερήμην των λουλουδιών», «σε ξεγελάει καμιά φορά το εφήμερο λευκό του χιονιού πριν το άσπρο γίνει καθεστώς», «Λουλούδια σαν παραιτημένα από το χρώμα τους μιμούνται σούρσιμο άνοιξης», «Σεπτέμβριο μήνα που δικαίως θεωρείται ο πλέον φερέγγυος οφειλέτης του κίτρινου», «λευκό πλατάγισμα στον αέρα καλεί το χαμένο κοπάδι των ημερών κουρέλια έστω να επιστρέψουν τις ώρες τους», «φλόγες ιωδίου με μωβ φτερά».
Αυτά τα δεδομένα δηλώνουν σαφώς τη συνειδητή σχέση του Κ. Γ. Παπαγεωργίου με τη δημιουργική γραφή, πράγμα που σημαίνει τεκμηρίωση των διαδικασιών του εργαστηρίου του κατά τη σύνθεση των κειμένων ως πεδίων σημασιολογικής και αισθητικής εφαρμογής. Με αυτή την προϋπόθεση, ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου έχει αποδείξει κριτική και συγκριτική αντίληψη σε ό,τι αφορά γενικότερα τη λογοτεχνική παραγωγή, τουλάχιστον σε συγχρονική διάσταση (αλλά όχι μόνον), όπως υπενθυμίζει η νέα (και συμπληρωμένη) έκδοση του βιβλίου του Η γενιά του ’70 (Κέδρος 2016, α’ έκδοση 1989). Η έκδοση περιλαμβάνει ενδιαφέροντα κείμενα, στα οποία ο συγγραφέας προτείνει οδοδείκτες για την επίσκεψη σε μια ποικιλόμορφη και ιδιαιτέρως σημαντική περιοχή της ελληνικής γραμματείας που προσδιόρισε αποφασιστικά, αν δεν εδέσμευσε κιόλας, την εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Κέδρος 2016
Σελ. 56, τιμή εκδότη €9,50