Για την ποιητική συλλογή του Octavio Paz Ηλιόπετρα (μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης, εκδ. Gutenberg).
Του Γιώργου Βέη
«Πίνανε χωρίς να μιλάνε, συνεπαρμένοι ακόμα απ’ αυτή τη φευγαλέα μαγεία εκείνης της χαμένης για πάντα στιγμής». Ουίλιαμ Φόκνερ, «Σαρτόρις» (εκδ. Ινδικτος)Έχουν, μεταξύ άλλων, προϋπάρξει και απασχολήσει αναλόγως τη δημιουργική σκέψη: η ετυμηγορία του Ηράκλειτου περί της αέναης ροϊκότητας του Σύμπαντος, σε διαλεκτική συνύπαρξη με τον αφορισμό του «μεταβάλλον αναπαύεται», η ρηματική ευφορία της Μπάγκαβατ Γκίτα, η περιώνυμη αγωνία της σωκρατικής αυτογνωσίας, οι αντιστικτικές παραβολές του Τσουάνγκ Τζου, η εμμονή του Άμλετ στον εαυτό, η διακήρυξη του ρηξικέλευθου Σκότου Ντέιβιντ Χιουμ περί της αδυναμίας μας να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο ερώτημα «Ποιος είμαι άραγε στ’ αλήθεια;», η συνεπακόλουθη έξοδος από τον μεταφυσικό μας λήθαργο με τον τρόπο του Ιμάνουελ Καντ, η οριακή άρνηση του Αρθούρου Σοπενχάουερ να αποδεχτεί τη φαινομενολογία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ως την οριστική εκδοχή της Πραγματικότητας, η διαστολή και η απόλυτη διύλιση της κορυφαίας σημασιολογικά στιγμής από την Εμιλι Ντίκινσον, αλλά και την υφολογικά μεθοδική Βιρτζίνια Γουλφ, η καφκική προσέγγιση του δαιμονικού, το εμβληματικό πείραμα του Εζρα Πάουντ να αποφανθεί μουσικά –συνθετικά– διιστορικά, η υπερρεαλιστική ρήξη και βεβαίως η ορμητική εκφορά του λόγου, σε συνδυασμό με τη σύλληψη του κόσμου πέρα από τη γνωστή μαθηματική τάξη του χρόνου, όπως απαντά συστηματικά στον τζοϊσικό «Οδυσσέα»: ό,τι δηλαδή υπολανθάνει ως φιλάδελφο υπερ-ποίημα, προς το οποίο αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς ο Οκτάβιο Πας (1914-1998).
«βυθίζεται η στιγμή, αναδύεται πάλι / τον θάνατο ζωσμένη»
Γι’ αυτό και μας συνέχει αμέσως αυτή η πηγαία αναμνηστική εκφορά ή, να το πω αλλιώς, η διακειμενική συμπαθητική αναδρομή, η φιλότητα των εν θερμώ αποτυπώσεων και των πολύσημων συμφραζομένων τους, η συγκινησιακή ποιότητα της γραμμένης το 1957 «Ηλιόπετρας», η οποία, ως γνωστόν, σημάδεψε όσο λίγα έργα την ισπανόφωνη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Διαβάζοντάς την έχουμε την αίσθηση ότι περιδιαβάζουμε το ίδιο το φιλολογικό μας πρόσωπο. Δεν θα συνιστούσε υπερβολή το να θεωρηθεί το έργο αυτό κάτοπτρο των παθών, αλλά και των επιτευγμάτων του προαναφερομένου καταλόγου.
Παραθέτω τα εξής ενδεικτικά:
«βυθίζεται η στιγμή, αναδύεται πάλι / τον θάνατο ζωσμένη, […] κλείνει η διάφωτη στιγμή, αναστρέφει / κι αργά ωριμάζει μέσα της, ριζώνει, / όλον με κατακτά, φυτρώνει εντός μου, / τ’ άφρονο φύλλωμά της μ’ απελαύνει, / οι σκέψεις μου είναι μόνο τα πουλιά της, / δέντρο του νου, καρποί με γεύση χρόνου», “πού ήμουνα, ποιος ήμουν, πώς σε λένε, / ποιο είναι τ’ όνομά μου”, – « η ζωή, πότε ήταν πράγματι δική μας; / πότε είμαστε ό,τι είμαστε στ’ αλήθεια; / και μόνοι μας εν τέλει είμαστε πάντα / μονάχα ένα κενό […] είμαι ένας άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου / είν’ πιο δικές μου όταν ανήκουν σ’ όλους, / για να ‘μαι εγώ πρέπει να είμαι άλλος, / να βγω απ’ το εγώ, να με ζητήσω σ’ άλλους, / τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω, / τους άλλους που πληρούν την ύπαρξή μου, / είμαι δεν έχει ή εγώ, εμείς μονάχα, / πάντα η ζωή είναι άλλη, αλλού, πιο πέρα, / πέρ’ από εσένα ή εμένα, πάντα ορίζοντας, / ζωή που μας ποθεί και μας διχάζει, / μας δίνει πρόσωπο και το τσακίζει, / πείνα του είναι, ω θάνατε, ψωμί όλων» και «όλα συνέχονται, τα πάντα αλλάζουν» (ιδέτε σσ. 23, 29, 47 και 51, αντιστοίχως).
Ο Octavio Paz
|
Εισπράττουμε εν ολίγοις ό,τι προσδιορίζει την τυπολογία δράσης ενός αναστοχαζομένου ποιητικού εγώ σε μιαν αποφασιστική, καίρια συγκυρία ισχυρής φώτισης. Αλλωστε «η στιγμή είναι το καυδιανό δίκρανο κάτω από το οποίο το πεπρωμένο υποκλίνεται» μπροστά μας (ιδέτε Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Μονόδρομος», εκδόσεις «Αγρα»). Πρόκειται για το ιαπωνικό δηλαδή σατόρι, όπως το βίωσε από την πλευρά του ο νομπελίστας διπλωμάτης από την Πόλη του Μεξικού. Στο βαθμό μάλιστα που «η ποίηση είναι ερωτευμένη με τη στιγμή και επιζητεί να την επαναφέρει στη ζωή με το ποίημα· να την αποσπάσει από τον κατακερματισμό και να την τρέψει σε στερεό παρόν», όπως διατείνεται ο ίδιος ο Οκτάβιο Πας, τότε οι πεντακόσιοι ενενήντα ενδεκασύλλαβοι στίχοι αυτής της σύνθεσής του επείγονται να αποκαταστήσουν, να αναδιανείμουν και να εμπεδώσουν τα τιμαλφή του παρόντος, προτού γίνει κι αυτό ένα ακόμη λάφυρο της λήθης. Το φευγαλέο, το σχεδόν άρρητο εκρήγνυται μ’ αυτόν τον τρόπο σε πολλές, συχνότατα απρόβλεπτες φέτες μηνυμάτων.
Ο άνθρωπος είναι παντού μόνος. Η μοναξιά όμως του Μεξικανού, κάτω από τη νύχτα που πέφτει βαριά πάνω στο Οροπέδιο όπου κατοικούν ακόμα ακόρεστοι θεοί, είναι αλλιώτικη από τη μοναξιά του Αμερικανού που ‘χει χαθεί μέσα σ’ έναν αφηρημένο κόσμο από μηχανές, “συμπολίτες” και ηθικές επιταγές».
Ο ποιητικός διαλογισμός της «Ηλιόπετρας», αυτό το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος, για να θυμηθούμε ξανά τον Μπένζαμιν, διέπεται πρωτίστως από μιαν έκδηλη διαχρονικότητα αναζήτησης-κατοχύρωσης μειζόνων ποιητικών αξιών. Κλείνει μάλιστα όπως ακριβώς αρχίζει, υπονοώντας έτσι την πυθαγόρεια ανακύκληση των όντων, η οποία διήγειρε και τη νιτσεϊκή προοπτική. Από μιαν άλλη άποψη, η «Ηλιόπετρα» συνιστά απεμπλοκή από την «εξορία» της ύπαρξης. Επισημαίνω: «Ο άνθρωπος είναι παντού μόνος. Η μοναξιά όμως του Μεξικανού, κάτω από τη νύχτα που πέφτει βαριά πάνω στο Οροπέδιο όπου κατοικούν ακόμα ακόρεστοι θεοί, είναι αλλιώτικη από τη μοναξιά του Αμερικανού που ‘χει χαθεί μέσα σ’ έναν αφηρημένο κόσμο από μηχανές, “συμπολίτες” και ηθικές επιταγές. Στο Οροπέδιο του Μεξικού ο άνθρωπος νιώθει μετέωρος ανάμεσα σε γη και ουρανό· αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε αντικρουόμενες δυνάμεις κι εξουσίες, απλανή βλέμματα, στόματα έτοιμα να το καταβροχθίσουν. Η πραγματικότητα, ο κόσμος δηλαδή που μας περιβάλλει, είναι αυθύπαρκτος, έχει τη δική του ζωή, δεν είναι δημιούργημα του ανθρώπου όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μεξικάνος νιώθει ότι τον έχουν ξεριζώσει απ’ τα σπλάχνα αυτής της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας ταυτόχρονα δημιουργικής και καταστροφικής: Μάνας και Τάφου» (ιδέτε Οκτάβιο Πας, «Ο λαβύρινθος της μοναξιάς», «Αλεξάνδρεια», 1995).
Επισημαίνω τις αρετές αυτής της μετάφρασης: αφού εξέτασε ό,τι ανάλογο προηγήθηκε στη γλώσσα μας, δηλαδή τις δύο πλήρεις μεταφράσεις της «Ηλιόπετρας» από τον Γ. Β. Μακρή και τον Τάσο Δενέγρη, αλλά κι εκείνη την αποσπασματική, πλην όμως λειτουργικότατη του Ηλία Ματθαίου, στις εκδόσεις «Εστία», «Ικαρος» και «Γνώση», αντιστοίχως, επαναπροσέγγισε το αυστηρότατο μετρικά πρωτότυπο, χωρίς τάσεις απλούστευσης, θεματικής συρρίκνωσης ή λεκτικής συγκατάβασης. Απέδωσε υποδειγματικό λόγο, ο οποίος μπορεί αβίαστα να μας μεταδώσει αλώβητο το πρωτογενές, ασπαίρον σημασιοσυντακτικό φορτίο. Άλλωστε, η «Ηλιόπετρα» δεν έχει ρυτίδες – θα ήταν κρίμα να τις πρόσθετε με το ζόρι μια ανευλαβής απόδοση. Το επίμετρο είναι υποδειγματικό: η σωρεία των επεξηγηματικών παραπομπών και το αρκούντως διευρυμένο σχόλιο του Π. Ζιμφερρέρ συνιστούν επαρκέστατα βοηθήματα για την πληρέστερη αφομοίωση του δίγλωσσου τιμαλφούς.
*Δημοσιεύτηκε στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ("Ελευθεροτυπία") 20/02/2009 απ' όπου και αναδημοσιεύεται.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων «Εκεί» (εκδ. Κέδρος).
Μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης
Gutenberg 2015
Σελ. 152, τιμή εκδότη € 9,00