
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο νεαρός ποιητής Γιάννης Δούκας φτιάχνει το δικό του ύφος και το εγκαθιδρύει με τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο Το σύνδρομο Σταντάλ. Κι αυτό δείχνει όχι μόνο ότι έχει χωνέψει επαρκώς τις φωνές των ποιητών που έχει διαβάσει, μια παράδοση που συνεχώς ζυμώνεται από κάθε νέα γενιά, αλλά και ότι σκοτώνει τις φωνές αυτές, για να ορθώσει τη δική του, που έχει χροιά, μέταλλο κι ένταση.
Είναι σίγουρο ότι μέσα στα ποιήματά του φαίνονται οι απηχήσεις άλλων ποιητών, αλλά αυτό δεν μένει σε επίπεδο επίδρασης. Σκόπιμα διαπλέκονται στρώματα και χρώματα σε μια διακειμενική ύφανση, η οποία παραπέμπει αλλού, προκειμένου να ξαναβάλει το γόνιμο χώμα της παράδοσης στο σύγχρονο προβληματισμό για την τέχνη και την κοινωνία. Έτσι, υποβάλλει τον αναγνώστη σε ένα πολυποίκιλο κρυφτό, το οποίο στηρίζεται στις εξωτερικές αφηγήσεις, αλλά και στα αινίγματα που εγείρονται από τους υπαινιγμούς, τις ιστορικές απηχήσεις και τις (συνυπο)δηλώσεις των κυρίων ονομάτων.
Αν η τέχνη ακολουθεί τη σπειροειδή τροχιά της ιστορίας, τότε παλιά μοτίβα είναι δυνατόν να επανέλθουν ώστε να ταρακουνήσουν τη φθαρμένη υφή των κατεστημένων μορφών
Ο Γ. Δούκας γράφει σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο λόγο, γεγονός που ξενίζει, σε μια εποχή συνηθισμένη –πλην εξαιρέσεων– στον ελεύθερο στίχο και στη χωρίς καλούπια φυγόκεντρη τάση της ποίησης. Αν όμως η ποίηση λειτουργεί κατεξοχήν ανοικειωτικά και αποστρέφεται απόλυτες νόρμες και κανόνες, τότε ο ποιητής μπορεί και πρέπει να δρα αντικομφορμιστικά. Κι αν η τέχνη ακολουθεί τη σπειροειδή τροχιά της ιστορίας, τότε παλιά μοτίβα είναι δυνατόν να επανέλθουν ώστε να ταρακουνήσουν τη φθαρμένη υφή των κατεστημένων μορφών. Ο ποιητής, όπως ο Γ. Δούκας, ακολουθεί την αντίστροφη πορεία από αυτήν στις αρχές του 20ού αιώνα, αφού φθείρει τον ελεύθερο στίχο με φαινομενικά τυποποιημένους στίχους.
Η φαινομενική κανονικότητα σπάει ποικιλοτρόπως και πρώτα απ' όλα με την αναντιστοιχία των παύσεων που τα σημεία στίξης υποβάλλουν και αυτών τις οποίες το τέλος του στίχου ορίζει. Οι απανωτοί διασκελισμοί σταματάνε συχνά πυκνά την ανάγνωση και υπαγορεύουν πολλαπλές στάσεις, ώστε να αντιληφθούμε τις πολυδιάστατες εκφάνσεις του νοήματος. Από την άλλη, η δύσκολη σύνταξη και η απρόσμενη σειρά των λέξεων οδηγούν σε μια υπομονετική αναζήτηση αφενός του υποκειμένου των ρημάτων και αφετέρου του συνολικού νοήματος, που αλλάζει, καθώς οι λέξεις στρώνονται σταδιακά μπροστά μας.
Όλα αυτά κάνουν διάχυτη την αμφιβολία, αφού σε πολλά σημεία άλλο φαίνεται κι άλλο τελικά προκύπτει. Τυπικά κάθε ποίημα συνομιλεί με ένα άγαλμα, που βρίσκεται είτε στην Αθήνα είτε σε άλλες πόλεις. Έτσι, η ποίηση έρχεται να γίνει ο λεκτικός αντίλογος στο σημαινόμενο της γλυπτικής, συνομιλία που έχουν χρησιμοποιήσει πολλοί ποιητές έως τώρα: από τον Κ. Καβάφη (π.χ. "Ενώπιον του αγάλματος του Eνδυμίωνος") μέχρι τον Κ. Καρυωτάκη (π.χ. "Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο") κι από τη Ζ. Καρέλλη ("Ο Έφηβος των Αντικυθήρων") ώς τον Γ. Παυλόπουλο ("Το άγαλμα και ο τεχνίτης") και φυσικά την Κ. Δημουλά (λ.χ. "Σημείο αναγνωρίσεως", "Υπό Φθινόπωρον") κ.ά. Η διαλεκτική σχέση δεν αφορά μόνο τις δύο τέχνες αλλά και τον διάλογο ποίησης με την ιστορία, την εθνική ταυτότητα, την παράδοση, με ό,τι δηλαδή αποτελεί το νόημα που έδωσε ο γλύπτης ή οι αρχές στο άγαλμα. Παράλληλα, είναι και μια διακαλλιτεχνική ανακύκλωση σημαινόντων και σημαινομένων, όπως φαίνεται στο ποίημα του Τ. Πατρίκιου "Σφετερισμός των αγαλμάτων":
Φτιάχνουμε αγάλματα με υλικά
από αγάλματα που τα είχαν φτιάξει
άλλοι παλιότεροι τεχνίτες,
φτιάχνουμε ποιήματα με λέξεις
από ποιήματα γραμμένα
σ' άλλους καιρούς από άλλους ποιητές,
φτιάχνουμε ζωές με αισθήματα με βιώματα
που άλλοι άνθρωποι πριν από μας
τα είχαν ζήσει.
Σφετεριζόμαστε έργα, τροποποιούμε
σχέδια, αλλάζουμε προοπτικές
κάτι καινούργιο επινοούμε
φτιάχνουμε πράγματα ολότελα δικά μας
αφήνοντας πάντοτε τα ίχνη
μιας προγενέστερης προέλευσης.
Συνεχίζουμε βάζοντας τ' όνομά μας
δίπλα σ' άλλα ονόματα
ακόμα και σ' εκείνα
που θα θέλαμε να σβήσουμε.
Ο Γ. Δούκας καταφέρνει να σταθεί σκεφτικός αλλά και ομιλητικός απέναντι σε κάθε άγαλμα και να ξεκλειδώσει όχι τόσο το νόημα που έκλεισε στη μορφή του όταν κατασκευάστηκε, όσο στην πρόσληψή του σε μια κοινωνία που έχει αλλάξει κατά πολύ. Αυτή η διάσταση δημιουργεί μια σχέση αμφισβήτησης, μια αναθεωρητική διάθεση, αφού τα ποιήματα της συλλογής βρίσκουν συχνά το άγαλμα ξένο προς τον περιβάλλοντα χώρο και την ψυχολογία των περαστικών που το συναντούν.
Το σύνδρομο Σταντάλ
Γιάννης Δούκας
Πόλις 2013
Σελ. 73, τιμή € 10,00