Του Γιώργου Βέη
Οι διαπιστώσεις συνέχονται από μια ιδιάζουσα ρηματική ευθύτητα. Το κοσμοείδωλο δεν χρειάζεται να αντιστραφεί, να κατακερματιστεί ή καν να επινοηθεί. Αρκεί ο έμπειρος λειτουργός να εντοπίσει τις οριακές αλληλουχίες ονειρικών και ενσυνειδήτων ρυθμών, τις σημαίνουσες ανταποκρίσεις μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης και τις διαχρονικές, υποδόριες σχεδόν πάντα διασυνδέσεις προσώπων και πραγμάτων, οι οποίες είναι εκεί και τον αναμένουν να τις δει. Προωθώντας έτσι τα όποια πορίσματά του, ο ποιητής ανατέμνει το Όλον.
Έστω ένα πρώτο παράδειγμα
«Ένα λουλούδι μπορεί να μην ερμηνεύει τον κόσμο, ερμηνεύει ωστόσο το χρώμα του που είναι μια μουσική ανεξήγητη όσο και αν δεν ακούγεται./ Ίσως γιατί οι αποχρώσεις της απλότητας επιβάλλουν σιωπή αλλά σιωπή πραγματική και όχι ενός βιβλίου που διαρκώς μηρυκάζει τις σελίδες του».
Το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αντιλαμβάνεται εδώ και μάλιστα σε αρκετά μεγάλο βαθμό τη λεγομένη εξ αντικειμένου πραγματικότητα. Ευρηματικό, αναστοχαστικό, αεικίνητο και αυτοελεγχόμενο, την ερμηνεύει κατά το δοκούν, προσεταιρίζεται τις εμφανώς φίλιες εκδοχές της, υπομνηματίζει ουσιώδεις πτυχές της, απορρίπτει οχληρά ή επικίνδυνα μυθολογήματα, ξεσκεπάζει εμφανείς ή αφανείς αυταπάτες και βεβαίως προσαρμόζεται κατ΄ ανάγκην στο μέτρο εκείνο, το οποίο του επιτρέπει τον πλήρη ή μερικό έστω αυτοπροσδιορισμό του.
Αυτή άλλωστε, η εξ αντικειμένου πραγματικότητα, υπάρχει εξ ορισμού για να το περιέχει. Επιχειρώντας να το διαποτίσει ιδεολογήματα και παντοειδή ήθη, για να το οδηγήσει εν τέλει εκεί όπου εκείνη προ πολλού έχει προκαθορίσει, βάσει ενός συγκεκριμένου σχεδίου δράσης, το οποίο συνάδει, εννοείται, μόνο με τις δικές της αρχές, η πραγματικότητα αυθαιρετεί, σφάλλει και υπεραίρεται. Το ποιητικό υποκείμενο αντιδρά αναλόγως. Εξ ου και «παιδικό», δηλαδή αθώο/ αυθεντικό είναι κατά των ψευδεπίγραφων συνθηκών εν γένει και «κουρείο», δηλαδή αποφασιστικό γίγνεσθαι τομών και αποδομών. Η «Ευσπλαχνία θανάτου» συνοψίζει τα ανωτέρω με συναρπαστική, φρονώ, συνθετική ετοιμότητα.
Για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, παραθέτω τα εξής ενδεικτικά: «Ο θάνατος είναι σπλαχνικός. Θα /μπορούσε και να είναι βαθύπλουτος αν / και να νέμεται αυτός τα ναυάγια του βυθού του/ όπως η θάλασσα, μα όχι./ Τα ξεβράζει με κίνημα τόσο απαλό,/ μ’ ένα λίκνισμα πένθους μόλις ταράζοντας / τα νερά με επιπόλαια κύματα ή χαμόγελα αφρού. /Ο θάνατος είναι τρυφερός και αγαπάει τους υπηκόους του. /Χαρίζει εκτάσεις ύπνου απέραντες, / δωρεάν τους τρέφει και τους συντηρεί,/ με λάσπη τους στερεώνει τα μαλλιά /να μη χαλάει τη χωρίστρα τους ο αέρας».
Ο κόσμος υπάρχει για να αποδοθεί λεκτικώς
Η οριστική αποτυχία της συνύπαρξης, η επακόλουθη πενία πάσης φύσεως, η επίμονη προσφυγή στη μνήμη κάποιων άλλων, διαρκώς παρόντων στον καθημαγμένο χώρο, ιδίως όταν "χρόνια τώρα στοιβάζονται ακατάστατα των ηττημένων τα διανυμένα χιλιόμετρα", οι διαψεύσεις και οι ψευδαισθήσεις ενός αρχετυπικού, ταλαιπωρημένου ήρωα συγκινήσεων, οι αλλεπάλληλες καταχρήσεις του σχεδόν ανενεργού πλέον πολιτισμού των αγορών και των πωλήσεων, οι κατάφορες αβελτηρίες της κοινωνικής κυψέλης, κοινωνικής και βεβαίως πολιτικής υφής, αλλά και η υπόγεια εκείνη συναίσθηση για το αναπόφευκτο πέρας όλων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων από την επιφάνεια μιας καταδικασμένης να εξαλειφθεί Γης, συναποτελούν μέρη της ειδικότερης θεματικής. Λειτουργώντας αντιστικτικά από κοινού, προκαλούν αλυσιδωτά, προς όφελος της αναγνωστικής ηδονής, τους ικανούς και αναγκαίους κειμενικούς σπινθήρες στη σκιά εναργέστατων αισθητικά εικόνων, όπως είναι, μεταξύ πολλών άλλων, και η εξής αφοπλιστική: "ένας ευαίσθητος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να λιμοκτονεί στη θέα του φθινοπώρου, όταν η κάθε ιθαγένεια ταλαντεύεται ανάμεσα στη στέρηση και την ιδιοτελή φιλανθρωπία. / Ή ανάμεσα στο σαν ψεύτικο όμορφο και στο αληθινό ηλιοβασίλεμα της μακρινής πατρίδας του άστεγου».
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το τριακοστό δεύτερο κομμάτι της συλλογής, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αυτοψία», διαπιστώνει ότι η ενδελεχής πρόσληψη των παραστάσεων, τις οποίες αφειδώς προσφέρει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, είναι εν τέλει υπόθεση προσεκτικής παρατήρησης των σημαντικότερων αποχρώσεων της ροής των συμβαινόντων, τόσο σε ατομική, όσο και σε συλλογική βάση.
Παραθέτω ως έχει το προαναφερόμενο ποίημα της συλλογής:
«Αφρός φεγγαριού στις άκρες του στόματος. Ο κρόταφος από μνήμης φιλάργυρος / το φως συγκρατεί γιασεμιού λευκό πέταλο /που ριγεί στις άδηλες εκπνοές του δέρματος. / Στα χείλη λέξεων υπολείμματα, λειψές ανάσες,/ αιχμές, καμπύλες ήχων και ζωύφια που πάγωσαν/ στη θέα μπροστά της πύλης των νοημάτων./ Ο αέρας τέφρα νερού. Μετέωρα σταματημένος/ σαν από αιφνίδιο αλτ λουφάζω ένας ίσκιος/ βαρύς απ’ όλα όσα δεν πρόλαβα να φυγαδεύσω».
Η καλώς συγκερασμένη πρόταση - στροφή είναι κατά συνέπεια όχημα μιας νηφάλιας συναίνεσης: ό,τι αποδίδει, ό,τι κομίζει στην επικοινωνιακή σκηνή έχει προηγουμένως φιλτραριστεί επαρκώς από τον ακάματο, εποπτικό οφθαλμό της ψυχής.
Ο κόσμος συνεπώς υπάρχει για να προλάβει ν΄αποδοθεί λεκτικώς. Χωρίς όμως έπαρση ή ασύγγνωστη προπέτεια. Η καλώς συγκερασμένη πρόταση - στροφή είναι κατά συνέπεια όχημα μιας νηφάλιας συναίνεσης: ό,τι αποδίδει, ό,τι κομίζει στην επικοινωνιακή σκηνή έχει προηγουμένως φιλτραριστεί επαρκώς από τον ακάματο, εποπτικό οφθαλμό της ψυχής. Η δε αναζήτηση στη συνέχεια των αιτίων και των αιτιατών, τα οποία διέπουν επακριβώς τη λειτουργία του διαλεκτικού αντίποδα της αντικειμενικότητας, δηλαδή της υπερπραγματικότητας, θα καταστήσουν το ποιητικό υποκείμενο φορέα μιας άλλης αλήθειας. Εξ ίσου δραματικής. Εξ ίσου βαρύνουσας. Η αντίπερα όχθη, η αμιγώς φαντασιακή, περιμένει τη σειρά της να φωτισθεί κι αυτή από το έμπειρο πλέον και καθόλα τολμηρό εγώ. Άλλη μια φορά, η τιθασευμένη ορμή του ρητορικού ποταμού, η παραγωγική χρήση της κρίσιμης μεταφοράς, της ελλειπτικής εκφοράς του λόγου και της καίριας, υπαινικτικής, όποτε δει, αποτύπωσης, σε συνδυασμό με το όλο προσωποπαγές ιδίωμα του ποιητή και κριτικού της λογοτεχνίας Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, ενός από τους αντιπροσωπευτικότερους, πολυβραβευμένους δημιουργούς της γενιάς του ΄70, προσδίδει στο τελικό κείμενο εκείνη τη στίλβουσα ρηματική χροιά, η οποία είθισται να χαρακτηρίζει την ποίηση των υψηλών προδιαγραφών.
Ο «Ρεμβασμός Ιουλίου» συνιστά από την άποψη αυτή δείγμα μετατροπής του δήθεν εξωλογικού σε κανόνα βίου. Εννοώ κι απομονώνω τα εξής, καθαρά ηρακλείτειας καταγωγής: «Κι όμως χιονίζει στην καρδιά κατακαλόκαιρου. Σκύβω στις φλέβες του φλεγόμενου μεσημεριού που επιμένει να εμπιστεύεται τον Ιούλιο κι ακούω να τρίζει το λευκό κάτω από τα πατήματα των αμέριμνων κολυμβητών. Το κύμα ας σβήνει τα ίχνη τους με ιλαρότητα ίσως αλλά όχι θριαμβικά. Στο κάτω της γραφής ποτέ φωτιά δεν διάρκεσε πέρα από την ύλη που την έθρεψε, ούτε ηλικία ένιωσε ντροπή μπροστά στων ημερών της την υπέρβαση. Άσε η ψυχή νερό που πάγωσε αλλά κι έγκλειστο στο σχήμα του ακόμη αγωνιά, με τρόμο υπολογίζοντας των πιθανών σχημάτων του το εφήμερο της τήξης το άπλωμα». Το ποίημα, αυτή η απροσμάχητη μαρτυρία ισομερώς καταυγασμένης ζωής, δεν συνιστά έναν ακόμη κόμπο σκοτεινών σημαινόντων, αλλά την κομψή επίλυση ενός βασανιστικού αινίγματος. Αυτό τουλάχιστον διατείνεται εμμέσως πλην σαφώς το «Παιδικό κουρείο» στο σύνολό του.
* Ο πίνακας της κεντρικής εικόνας είναι του Διαμαντή Αϊδίνη.