Άπλετο φως που λάμπει απ' το σκοτάδι
Του Παναγιώτη Γούτα
Τα καινούρια ποιήματα του Τόλη Νικηφόρου που συμπεριλαμβάνονται στη νέα του συλλογή «Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα», παρά τη χρωματική αντίθεση του τίτλου, είναι γεμάτα φως. Είναι λουσμένα στο φως.
Το φανερώνουν στίχοι όπως: «ένα χαμόγελο που ξάφνου αστράφτει / στα μελαγχολικά σου μάτια», «αυτή η εξαίσια λάμψη», «αστράφτει η Κυριακή στη γειτονιά / σαν καθαρό πουκάμισο φρεσκοσιδερωμένο», «ένα χάος κατασκότεινο / που αστράφτει», «σιγή με λάμψεις / που συνθέτουν φως / ένα άλλο φως / πιο μαγικό / εκστατικό», «μ’ ένα δειλό φτερούγισμα, αστράφτει το γαλάζιο», «λάμψη βαθιά στον ουρανό / οικεία και άγνωστη / και μαγική» κ.τλ. Παράλληλα όμως υπάρχει και μια κοπιαστική, μεγάλης χρονικής διάρκειας πορεία στο σκοτάδι, στην πυκνή ομίχλη, «στα μαύρα σύνορα», στον άδειο ουρανό, για να οδηγηθεί, σταδιακά, ο ποιητής στο φως και στη λάμψη των λέξεων, των ιδεών και των αισθημάτων του. Θα έλεγε κανείς πως, όλο αυτό, έρχεται σαν φυσιολογικό επακόλουθο, σαν μια δικαίωση, μια αίσια έκβαση της πορείας της ζωής του και των επιλογών του. Άλλωστε το σκοτάδι, δεν είναι παρά η άλλη όψη του φωτός.
Ο ποιητής, με τον έρωτα ξαναβρίσκει τη χαμένη αθωότητα. Την αφουγκράζεται με παρθένο μάτι και ολάνοιχτες αισθήσεις. Μαθαίνω πάλι να διαβάζω / τα μυστικά φωνήεντα στο άγγιγμά σου. Προς το τέλος της συλλογής επισημαίνει: να γυρίζεις στο φως / σαν το μικρό παιδί / εκστατικά να ανακαλύπτεις / τα δέντρα και τη θάλασσα / ήχους και αρώματα / ένα χαμόγελο / θαύματα καθημερινά τριγύρω. Αλλού πάλι καταγράφει περίτεχνα το λίγο πριν του έρωτα, τη μετέωρη στιγμή του πρώτου αναστεναγμού, που το πρώτο άγγιγμα θα προκαλέσει.
Οι μεταμορφώσεις του ανέφικτου που εκφράζουν τα ποιήματα, γίνονται με λέξεις, ζωγραφιές ή μουσικές νότες. Ο ποιητής αναλογίζεται νέα διάσταση των λέξεων για τη σύνθεση του κόσμου (ποίημα: το ανέκφραστο που εκφράζουν).
Πάλι ευδιάκριτα τα αγαπημένα χρώματα του ποιητή που τον αντιπροσωπεύουν κι από προηγούμενα ποιητικά του βιβλία: το μπλε βαθύ και το κόκκινο της φωτιάς. Άλλα θέματα που απασχολούν τον Ν. στην τελευταία του συλλογή: η μνήμη, ο ακινητοποιημένος χρόνος, η ερήμωση της γειτονιάς και της ψυχής, ο κύκλος της ζωής που ολοκληρώνεται με μοναξιά και πίκρα, η νοσταλγία για τα παλιά που χάθηκαν. Ο Ν. μεγεθύνει με τα ποιήματά του τις στιγμές, διαστέλλει τον χρόνο, ψηλαφεί το ανέκφραστο με το αθώο βλέμμα ενός παιδιού. Εντέλει ανακαλύπτει μια άλλου τύπου αθωότητα που τον κινητοποιεί και τον εμπνέει (ποίημα: αχνό κουρέλι), ενώ η θλίψη μεταλλάσσεται σε χαρά και ορμή για το θαύμα της ζωής που όλα τα κάνει σαν τίποτε να μην χάθηκε για πάντα. Όλος ο κόσμος του ποιητή συμπυκνώνεται στο κάτι εκείνο και το τίποτα, που από την άκρη της αβύσσου αναδύθηκε στο φως για να ζητήσει τη δική σου αγάπη. Γιατί η ουσία της ύπαρξής μας δεν σχετίζεται στενά με την ατομικότητά μας, αλλά με το πλησίασμα του άλλου, με την (επι) κοινωνία, με το συνεχές δούναι και λαβείν, με την αποδοχή της ετερότητας.
Ο Ν. δείχνει αξιοπρόσεκτη ικανότητα και στο επίγραμμα, το πολύ σύντομο, συμπυκνωμένο μικρό ποίημα (συνήθως δίστιχο) που αποτυπώνει περίτεχνα και ποιητικά μια αφηρημένη έννοια ή έναν ορισμό. Δείγματα γραφής:
(εξουσία)
ένας εφιάλτης που δραπέτευσε
από τα μουσεία φρίκης του μέλλοντος
(μνήμη)
ο συνήθης τόπος των εκτελέσεων, εκεί όπου
οι νεκροί έχουν για πάντα αλώσει την ψυχή μας
Αλλού σπαραχτικός, αλλού ερωτικός, αλλού νοσταλγικός, αλλού με φιλοσοφική-ποιητική ενατένιση (στα επιγράμματά του), πάντα βαθιά ανθρώπινος, τρυφερός και δοτικός στην τέχνη της ποιήσεως, ο Ν. συνεχίζει την πορεία του στον χρόνο, συνθέτοντας ειλικρινή, αισθαντικά, εξαίσια ποιήματα. Και το σημαντικότερο: Μες στον ποιητικό του θρίαμβο, παραμένει σεμνός και προσγειωμένος, αφού εξακολουθεί να προσδιορίζει την ύπαρξή του με την ταπεινή, ωστόσο βαθιά στη σύλληψή της, γνώση (και ώριμη αίσθηση ταυτόχρονα) πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια κιμωλία που λιώνει αργά ανάμεσα στα δάχτυλα του δασκάλου, στον μαυροπίνακα της ζωής.
Τόλης Νικηφόρου,
Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2012,
Τιμή: € 7,46, σελ. 43