
Για την ποιητική συλλογή του Χρήστου Κολτσίδα «Η καρδιά του Σαμουράι» (εκδ. Θράκα).
Γράφει ο Αλέξανδρος Δεδιλιάρης
Πριν προβούμε σε οποιαδήποτε ανάλυση ή ερμηνεία της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Χρήστου Κολτσίδα, θα θέλαμε να αναφερθούμε, έστω και κάπως πρόχειρα, στην ποιητική της εντοπιότητας/ιθαγένειας1, καθώς θεωρούμε πως μια τέτοια αναφορά θα ήταν βοηθητική για τον σχολιασμό που πρόκειται να ακολουθήσει. Αναφερόμαστε φυσικά σε ένα ζήτημα βαθιά πολιτισμικό, αφού η ταυτότητα, η ένταξη, η μνήμη και η καταγωγή που αποτυπώνονται στον ποιητικό λόγο, δεν οριοθετούν την ποίηση εντός συγκεκριμένου μόνο χώρου, αλλά αντίθετα λαμβάνουν υπερεθνική διάσταση, προσδιορίζοντας με σαφήνεια τη θέση του ποιητικού υποκειμένου μέσα στον κόσμο σε επίπεδο πολιτισμικό, γλωσσικό και υπαρξιακό.
Ο ποιητικός λόγος σε αυτό το πλαίσιο λειτουργεί ως ταυτότητα, καθώς μέσω αυτού το υποκείμενο επαναδιεκδικεί την ιδιαίτερη πατρίδα του μέσα από τη λέξη και όχι από το διαβατήριο, εδράζεται δηλαδή στη μεταβλητότητα του ανήκειν, όπου η πατρίδα μπορεί να είναι η μνήμη, το τραύμα, το βλέμμα του άλλου, το τοπίο, μια καθημερινή πράξη. Στη νεοελληνική ποίηση για το συγκεκριμένο ζήτημα έχει τοποθετηθεί μεταξύ άλλων και ο Ευριπίδης Γαραντούδης, κυρίως για τους εκπροσώπους της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής ποίησης (Αναγνωστάκη, Μέσκο, Μάρκογλου, Χριστιανόπουλο, Γκανά κ.ά.), δίνοντας έμφαση (και) στην αστική αλλοτρίωση και την αποδόμηση του τοπίου και της ιστορικής μνήμης2. Η εσωτερική μετανάστευση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως από τη δεκαετία του 60’ και μετά, διαμόρφωσε μία ποιητική εμπειρία συναισθηματικής απώλειας και υλικής φθοράς του γενέθλιου τόπου. Αυτό είχε ως αντίκτυπο τη δημιουργία πολλών ποιημάτων (και πεζογραφημάτων) τα οποία αντλούν την έντασή τους από την αρχική διάρρηξη της σύνδεσης με την πηγή (γενέθλιος τόπος) που ως αφετηρία μνήμης δεν αντισταθμίζει απλώς το αίσθημα της απώλειας του χαμένου κέντρου, αλλά επαναπροσδιορίζει τη θέση του ποιητή ευρύτερα στο χώρο (πολιτισμικά και γλωσσικά).
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο θα θέλαμε να σταθούμε, είναι η ποιητική του Χρήστου Κολτσίδα πριν από τη συλλογή την οποία στη συνέχεια θα σχολιάσουμε. Διαβάζοντας τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές Τα ορεινά (Μελάνι, 2016), Βροχή περασμένη (Μελάνι, 2020) και Νεροφόροι (Θράκα, 2021), διαπιστώνει εύκολα κανείς τη σύνδεσή του με την περιοχή της Καρδίτσας (κυρίως της επαρχιακής και όχι της [μικρο]αστικής), που είναι και ο γενέθλιος τόπος του. Ιδιωματική γλώσσα, εικόνες που παραπέμπουν στην αγροτική ζωή, πληθώρα από τοπωνύμια, μικρές στιγμές της επαρχιακής καθημερινότητας συνιστούν κάποια από τα έκδηλα μέσα εντοπιότητας στο έργο του, τα οποία και διαμορφώνουν ανάλογα την ποιητική του. Το ίδιο έκδηλες είναι και οι διακειμενικές αναφορές του (ρητές και μη) σε τρεις ποιητικούς του προγόνους (Γκανάς, Μπράβος, Μέσκος) οι οποίοι ήταν βασικοί συντελεστές για τη διαμόρφωση της ποιητικής της εντοπιότητας/ιθαγένειας στον μεταπολεμικό και μεταπολιτευτικό ποιητικό λόγο, ενώ δεσπόζον στοιχείο της ποίησής του είναι το νερό.
Ο Σαμουράι
Και τώρα ας εξετάσουμε την Καρδιά του Σαμουράι. Πρόκειται για 16 σύντομα ελευθερόστιχα ποιήματα, ή αλλιώς, 16 ασκήσεις ψυχραιμίας, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος ο ποιητής. Κοινά σημεία με τις προηγούμενες συλλογές είναι και πάλι ο δεσπόζων ρόλος του νερού, η μικρή σε έκταση ποιητική φόρμα, το ύφος και ασφαλώς η εντοπιότητα. Μόνο που σε αυτό το βιβλίο η εντοπιότητα εγγράφεται στον ποιητικό λόγο με διαφορετικό τρόπο από τις προηγούμενες συλλογές, ενώ παρατηρείται και αυξημένος βαθμός στοχαστικότητας. Κεντρικός ήρωας των ποιημάτων (και στοιχείο συνεκτικότητας της συλλογής) είναι ένας Σαμουράι. Συνδυάζοντας το κεντρικό πρόσωπο της συλλογής, έναν επαγγελματία πολεμιστή της Άπω Ανατολής, με τη ρευστότητα του υγρού στοιχείου, και όλα αυτά σε ένα φυσιολατρικό σκηνικό με ποτάμια και βουνά, ο Κολτσίδας από τη μία προσδίδει στην εντοπιότητα υπερεθνικές διαστάσεις, αφού το οικείο ποιητικό σκηνικό φιλοξενεί μια εντελώς άγνωστη κουλτούρα, ενώ από την άλλη ωθεί τον ήρωά του σε υπέρβαση της τυπικής εικόνας ενός Σαμουράι, μιας και η δράση του εγγράφεται στο ηθογραφικό πλαίσιο της ελληνικής επαρχίας. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι οι αναφορές του ποιητή στο γενέθλιο τόπο δεν είναι σαφείς, μιας και αυτές μπορούν να συσχετισθούν εύκολα με οποιοδήποτε χωριό της ελληνικής υπαίθρου. Αντιθέτως, ο συσχετισμός με τα χωριά της Καρδίτσας είναι ευκολότερος για τον αναγνώστη των προηγούμενων συλλογών του.
Για να επανέλθουμε όμως στον κεντρικό ήρωα, ένα από τα βασικότερα στοιχεία της υπέρβασής του (εκτός από την τοποθέτηση της δράσης του στην ελληνική ύπαιθρο) είναι η ιδιαίτερη σύνδεσή του με το υγρό στοιχείο. Ο Σαμουράι του Κολτσίδα δεν αναζητά το νερό στο ποτάμι, δεν τον ενδιαφέρει η αντανάκλαση και η μεταβλητότητα, το ρευστό καθρέφτισμα του προσώπου του στην επιφάνεια. Ο ήρωας ήδη από την αρχή «κατεβαίνει στο ποτάμι» αναμένοντας το νερό της βροχής να τον ωθήσει σε μία εσωτερική αλλαγή:
ΑΡΧΗ
Ο Σαμουράι κατεβαίνει στο ποτάμι.
Όμως εδώ
δεν έχουμε καταρράχτες.
Γι’ αυτό γονατίζει πάνω σε μια πέτρα
και περιμένει τη βροχή.
(σ. 9)
Αυτή η μορφή του νερού λαμβάνεται ως μία πράξη κάθαρσης, καθώς το νερό δεν πηγάζει από τη γη και προέρχεται από κάτι ανώτερο (Θεός ή Φύση), αλλά και ως πνευματική ανανέωση. Το νερόβροχο ως σύμβολο μετάβασης ξεπλένει ολόκληρο τον ήρωα και προκαλεί τη στροφή του από έξω προς τα μέσα. Έτσι, η βροχή συνιστά διαδικασία ενδοσκόπησης («νους»), αλλά και έντονη συναισθηματική εμπειρία («καρδιά») :
ΒΡΕΧΕΤΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΡΑΙ
Πέφτει βροχή.
Βρέχεται ο κόσμος,
βρέχονται τα ρούχα του Σαμουράι,
βρέχεται το δέρμα του,
βρέχεται η καρδιά του,
βρέχεται κι ο νους του.
Αλλά για την καρδιά του τον νοιάζει πιο πολύ.
(σ. 11)
O ήρωας φαίνεται να είναι εξαρτημένος από το νερό το οποίο δεν τον περιβάλλει απλώς, αλλά εισχωρεί από την επιφάνεια (ρούχα, δέρμα) στο βάθος (νους, καρδιά) της οργανικής του ύλης. Η έμφαση μάλιστα στην καρδιά και η σύνδεσή της με το νερό συνιστά πλήρη ανατροπή της τυπικής εικόνας ενός Σαμουράι. Η εισχώρηση του νερού στην καρδιά αποτελεί το κομβικότερο σημείο για την υπέρβαση της πολεμικής του ταυτότητας και της ένταξής του στο περιβάλλον της ελληνικής υπαίθρου. Εκτός από την επίδραση του νερού στον εσωτερικό ψυχισμό του, η μεταμόρφωση του τοπίου από τη βροχή δημιουργεί έντονη εικονοπλασία και χωρική δυναμική στην αφήγηση. Ο Κολτσίδας ενώνει τον εσωτερικό με τον εξωτερικό χώρο μέσω της αλλαγής που προκαλεί και στους δύο το νερό της βροχής.
Από πολεμιστής, καλλιτέχνης
Ο Σαμουράι σταδιακά γίνεται οργανικό κομμάτι του σκηνικού. Έτσι, το ξίφος του μεταβάλλεται από ατσάλινο σε βρόχινο (σ. 12), ενώ οι τρομακτικές κραυγές του δεν έχουν πλέον απήχηση, παρά μόνο στον εαυτό του (σ. 13), μιας και περιφέρεται μόνος του «σε μια κρυστάλλινη ερημιά» (σ. 14). Παράλληλα, ωστόσο, με την οργανική ένταξή του στο σκηνικό, συντελείται και η μεταστροφή του από πολεμιστή σε καλλιτέχνη μέσα στα επόμενα τέσσερα ποιήματα (σ. 15-18).
Ο Σαμουράι παρατά εντελώς το ξίφος του και στρέφεται με άδεια χέρια στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις. «Παραιτείται απ’ την προσπάθεια / να σταματήσει τα νερά», αλλά αποδεχόμενος την αλλαγή «τ’ αφήνει να γλιστρούν / μες απ’ τα χέρια του». Η καλλιτεχνική του διάθεση εκδηλώνεται ακόμη και χωρίς τα κατάλληλα μέσα, ή τον κατάλληλο χώρο. Έτσι, τον παρατηρούμε να καλλιγραφεί στη στάχτη χωρίς πινέλο ή μελάνι. Με αυτή την ολοκλήρωση της μεταστροφής του ήρωα από πολεμιστή σε καλλιτέχνη ολοκληρώνεται και η πρώτη από τις δύο ενότητες της συλλογής. Η οργανική ένταξη του Σαμουράι στο ηθογραφικό σκηνικό της αφήγησης και η αποτίναξη της πολεμικής του ταυτότητας τον φέρνουν εγγύτερα στον αφηγητή, ο οποίος εγκαινιάζει με μια τελετή τσαγιού την κοινή τους παρουσία στο χώρο και συνάμα το δεύτερο μέρος της συλλογής:
ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΤΣΑΓΙΟΥ
Έπιασε να φυσάει
και χόρευαν τα έλατα.
Με τον Σαμουράι κάτσαμε στο πάτωμα.
Άναψα την ξυλόσομπα,
του ’δωσα τσάι του βουνού,
κάστανα και καρύδια.
«Ωραία κι η δικιά σας τελετή του τσαγιού»,
βροντοφώναξε.
(σ. 21)
Η αφήγηση σε αυτό το σημείο αλλάζει από τριτοπρόσωπη ετεροδιηγητική σε πρωτοπρόσωπη ομοδιηγητική, καθώς ο αφηγητής εξοικειώνει τον Σαμουράι με την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου. Σε αυτό το πλαίσιο, τον φέρνει σχεδόν τελετουργικά σε επαφή με τα αρώματα και τους καρπούς της ελληνικής επαρχίας, η οποία τον αφομοιώνει. Έτσι, αφηγητής και Σαμουράι παρατηρούν πλάι στην ξυλόσομπα τον χορό των ελάτων πίνοντας τσάι του βουνού και δοκιμάζοντας κάστανα και καρύδια. Η ποιητική πράξη εδώ λειτουργεί ως μηχανισμός συμφιλίωσης, αφού μετασχηματίζει το στοιχείο της ξενότητας σε υλικό εντοπιότητας, με τρόπο που ο τόπος δεν απορρίπτει το ξένο, αλλά το εγκολπώνει.
Η φύση σε αυτή τη συνθήκη δεν αποτελεί απλά το σκηνογραφικό φόντο των γεγονότων, αλλά τα καθορίζει μέσα από την υποδοχή μιας άλλης κοσμοθεωρίας.
Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια μετατόπιση από την παραδοσιακή αντίθεση «εδώ/εκεί» σε μια συνθετική ταυτότητα, όπου το ξένο γίνεται οργανικό στοιχείο της τοπικής αυτοσυνειδησίας, αλλά για την καντιανή σχέση ένωσης και χωρισμού ως κοσμοπολιτικής συνθήκης3. Ο Σαμουράι ναι μεν βοηθάει την οργανική ένταξή του στον οικείο τόπο του αφηγητή, καθώς προσλαμβάνει με ευχαρίστηση («ωραία») τα συστατικά του, ωστόσο ξεκαθαρίζει πως η εγκατοίκησή του στην ελληνική ύπαιθρο αν και τον οδηγεί σε μια διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης και αμφισβήτησης, δε μεταβάλει την ταυτότητά του. Πρόκειται στην ουσία για μια παραλλαγή (ή αντιστροφή) της ποιητικής του ανήκειν, στην οποία η εντοπιότητα δεν λειτουργεί ως πεδίο επαναπροσδιορισμού της σχέσης του ατόμου με το γενέθλιο τόπο του, αλλά ως στοιχείο μετάβασης του ξένου στο οικείο και ξανά στο ξένο. Το ξένο (Σαμουράι), δηλαδή, όντας στην αρχή εθνικά, γλωσσικά και πολιτισμικά εκτοπισμένο από τα όριά του, αποκτά μορφή κατοίκησης στο οικείο (εντοπιότητα), εντός του οποίου αναμετράται με την ταυτότητά του, χωρίς εντέλει να την απωλέσει, χωρίς να αποδεχθεί ολοκληρωτικά την τοπικότητα ως νέο χώρο οικειότητας («δική σας»). Έτσι, φέρνει τον αφηγητή και τον αναγνώστη σε επαφή με το δικό του οικείο, που για εκείνους είναι ξένο, με την ελληνική ύπαιθρο να μεταβάλλεται από μηχανισμός πρόσληψης σε υποδοχέα μιας νέας κουλτούρας (σ. 22-23). Η φύση σε αυτή τη συνθήκη δεν αποτελεί απλά το σκηνογραφικό φόντο των γεγονότων, αλλά τα καθορίζει μέσα από την υποδοχή μιας άλλης κοσμοθεωρίας.
Η μεταβολή αυτή αντιστρέφει τους ρόλους του Σαμουράι και του αφηγητή και η εναρκτήρια τελετή του τσαγιού μετατρέπεται από τελετή αφομοίωσης σε διαδικασία εκμάθησης. Ο Σαμουράι επαναφέρει στο δραματικό σκηνικό τα στοιχεία τα οποία συγκροτούν την ταυτότητά του παραχωρώντας τον ρόλο του διδασκόμενου στον αφηγητή. Με αυτόν τον τρόπο, του παραχωρεί αυτό ακριβώς που ήταν ο ίδιος μέχρι τώρα, ένας μηχανισμός πρόσληψης μιας νέας πολιτισμικής κουλτούρας. Με μια ωστόσο διαφορά· στη δική του περίπτωση ίσχυε ο γεωγραφικός εκτοπισμός απ’ το οικείο, ενώ για τον αφηγητή αυτός ο περιορισμός δεν υφίσταται. Στον οικείο χώρο του αφηγητή, «στο σπίτι στο χωριό» (σ. 22), αυτός διδάσκεται πολεμικές τεχνικές από τον Σαμουράι, αλλά και την τεχνική του Bushido, η οποία αποτέλεσε βασική αρχή του κώδικα τιμής των Σαμουράι:
[...]
Λέει
«Να είμαστε ακριβείς.
Οι τεχνικές που με τόση όρεξη εκτελούμε
είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί τρόποι
για να σκοτώσεις τους ανθρώπους».
(σ. 22)
[...]
θα μου δείξει, λέει,
τη λεπτή τέχνη της αυτοχειρίας
ξύνοντας ένα κλαδάκι σύριζα στην κοιλιά του.
(σ. 23)
Αυτή η εκμάθηση των τεχνικών θα μεταβάλει τον τρόπο δράσης και σκέψης του αφηγητή ο οποίος εφαρμόζει μέσω της παρατήρησης τα όσα διδάχθηκε από τον Σαμουράι (Κάθε πρωί / τη ρίγανη τη σφάζει μια λεπίδα). Η μετάβαση αυτή αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα του ανήκειν: δεν πρόκειται για μια γραμμική κίνηση ενσωμάτωσης, αλλά για μια διαλογική σχέση ανάμεσα σε πολιτισμικά διαφορετικούς φορείς.
Η βροχή, τα ποτάμια, τα τοπία της υπαίθρου λειτουργούν ως φορείς πολιτισμικής αφομοίωσης που μεταμορφώνουν τον Σαμουράι, χωρίς ωστόσο να τον αφομοιώνουν ολοκληρωτικά.
Η καδιά του Σαμουράι, συνεπώς προσφέρει ένα ιδιότυπο παράδειγμα ποιητικής διαχείρισης της εντοπιότητας. Ενώ το δραματικό σκηνικό τοποθετείται στην ελληνική ύπαιθρο, η αφήγηση δεν εγκλωβίζεται σε μια κλειστή ηθογραφική αναπαράσταση, αλλά εντάσσει στο τοπικό πλαίσιο έναν κατεξοχήν ξένο ήρωα. Η συνάντηση αυτή καθιστά την εντοπιότητα χώρο ανοιχτό και διαπραγματεύσιμο. Δεν αποτελεί δηλαδή σταθερό σημείο καταγωγής, αλλά δυναμική συνθήκη φιλοξενίας και μετασχηματισμού. Η βροχή, τα ποτάμια, τα τοπία της υπαίθρου λειτουργούν ως φορείς πολιτισμικής αφομοίωσης που μεταμορφώνουν τον Σαμουράι, χωρίς ωστόσο να τον αφομοιώνουν ολοκληρωτικά. Ο Σαμουράι ενσωματώνεται χωρίς να ανήκει, διδάσκει ενώ φιλοξενείται, συγκροτεί χώρο χωρίς να τον ιδιοποιείται. Σε αυτή τη διαδικασία η εντοπιότητα δε χάνεται, αλλά συμβιώνει με την ξενότητα, ανοίγοντας τον χώρο της ελληνικής επαρχίας σε μια υπερεθνική διάσταση. Πρόκειται για μια ποιητική πράξη ανανέωσης, καθώς ο τοπικός χώρος μετατρέπεται σε τόπο συνάντησης πολιτισμών, σε μια σκηνή όπου η μνήμη, η φύση και η ξενότητα συνυπάρχουν δημιουργικά.
*Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΕΔΙΛΙΑΡΗΣ είναι ποιητής και υποψήφιος Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
1Αναφέρομαι στην εντοπιότητα έτσι όπως αυτή εντοπίζεται στο έργο των ποιητών της Μεταπολεμικότητας και της Μεταπολίτευσης, και όχι για να τη συνδέσω με παλαιότερες καταστάσεις όπου πήρε διαστάσεις κινήματος ή χρησιμοποιήθηκε προς ενίσχυση της εθνικής συνείδησης και τη συγκρότηση εθνικής λογοτεχνίας.
2Ε. Γαραντούδης, «Το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας στην ελληνική μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ποίηση», Νησίδες, τχ. 16 (Καλοκαίρι 2017), σσ. 36-56.
3J. Kristeva, Ξένοι μέσα στον εαυτό μας (μτφ. Β. Πατσογιάννης, επιμ. Σ. Ροζάνης), Scripta, Αθήνα, 2004, σσ. 225-226.
Δυο λόγια για τον ποιητή
Ο Χρήστος Κολτσίδας γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1991. Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ.

Κυκλοφορούν τα βιβλία του: Τα ορεινά (Μελάνι, 2015), Βροχή περασμένη (Μελάνι, 2020), Νεροφόροι (Θράκα, 2021), Διαλεκτική (με τη Γιώτα Τεμπρίδου· Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2022) και Η καρδιά του Σαμουράι (Θράκα, 2023).























